Όταν οι πατέρες του αμερικανικού έθνους είχαν συγκαλέσει Εθνοσυνέλευση στη Φιλαδέλφεια για να καθορίσουν το πρώτο Σύνταγμα της χώρας τους, μία γυναίκα που βρισκόταν έξω ρώτησε τον Βενιαμίν Φραγκλίνο «λοιπόν γιατρέ, που καταλήξαμε; δημοκρατία ή βασιλεία;». Ο πανέξυπνος και ιδιαίτερα σημαντικός πολιτικός απάντησε αφοπλιστικά «δημοκρατία, αν μπορέσετε να τη διατηρήσετε».
Η ρήση του Φραγκλίνου έχει πολλές εφαρμογές. Όμως τις τελευταίες μέρες μου έρχεται συνέχεια στο μυαλό βλέποντας τις αντιδράσεις των συμπολιτών μας στη νησιωτική Ελλάδα, το αστυνομικό ρεπορτάζ και τα νέα που αφορούν το προσφυγικό - μεταναστευτικό. Όχι, δεν θυμάμαι τον Φραγκλίνο επειδή φοβάμαι τόσο πολύ ότι τα παραπάνω προβλήματα θα καταστρέψουν τη δημοκρατία μας αλλά επειδή η ρήση του αποτελεί μία μόνιμη υπενθύμιση ότι η ποιότητα του πολιτεύματος στις αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες βρίσκεται πρωτίστως στα χέρια των πολιτών. Ότι ο αγώνας για τη διαφύλαξη των ελευθεριών μας δεν τελειώνει όταν κερδίζουν «οι δικοί μας» τις εκλογές ούτε ξεκινά όταν επανέρχονται “οι άλλοι” στην κυβέρνηση.
Ώρες ώρες οι Έλληνες δίνουμε την εντύπωση ότι μπορεί να ζούμε στον τόπο που εφευρέθηκε η δημοκρατία αλλά και στον ίδιο τόπο που μπορούμε με άνεση, ατιμώρητα και χωρίς δεύτερη σκέψη να καταφύγουμε σε απολυταρχικές πρακτικές. Όταν αστυνομικοί ασκούν υπερβολική βία, χωριζόμαστε σε δύο στρατόπεδα. Ή με την αστυνομία ή με τους αναρχομπάχαλους. Όταν Ρουβίκωνες τραμπουκίζουν την ελευθερία του τύπου με επιθέσεις στο σπίτι του Άρη Πορτοσάλτε, ή είμαστε με τους κοινωνικούς επαναστάτες ή με τα «καθεστωτικά μέσα ενημέρωσης». Όταν αναρχικοί δέρνουν πολίτες στα πανεπιστήμια ορισμένοι βλέπουν ρομαντικούς απογόνους του Τσε και άλλοι βλέπουν την κατάλυση της έννομης τάξης. Αν τύχει δε και ο πολίτης που τρώει ξύλο προσπαθήσει να αμυνθεί με όπλο που νόμιμα φέρει χωρίς να πυροβολήσει, οι μισοί θα πουν ότι καταργήθηκε άσυλο και οι υπόλοιποι θα πουν ότι και λίγα έκανε.
Τα πράγματα μπορούν να συνεχίσουν έτσι. Μπορούμε να ζήσουμε σε μία χώρα όπου οι πολίτες μπορούν να δέρνουν τα ΜΑΤ στα δωμάτια των ξενοδοχείων τους και μετά τα ΜΑΤ να δέρνουν τους πολίτες όταν τους δοθεί η ευκαιρία. Μπορούμε να ανεχόμαστε, όπως κάνουμε άλλωστε τόσο καιρό, τους ρουβίκωνες, τους τραμπούκους, τους αστυνομικούς που παραβιάζουν τα καθήκοντά τους και όλα τα δεινά. Το ότι μπορούμε όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει κιόλας να τα κάνουμε όλα αυτά.
Στην Ελλάδα του σήμερα φερόμαστε σαν η αστυνομία να είναι η ανάρτηση του κοινωνικού θυμού. Όταν οι πολίτες είναι εκνευρισμένοι ξεσπούν πάνω της ενώ εκείνη, σαν αμορτισέρ, υπομένει χωρίς τα εργαλεία για να προστατεύσει όχι μόνο τον εαυτό της αλλά και την έννομη τάξη. Όταν ο θυμός ξεθυμάνει, η αστυνομία επανέρχεται δριμύτερη, σαν ελατήριο, προκαλώντας έναν νέο κύκλο αντίδρασης και παραβατικότητας.
Όμως, υπάρχει και άλλος δρόμος. Το δρόμο αυτό τον δείχνουν όσες και όσοι δεν ανέχονται την παραβατικότητα και τις ακρότητες ανεξαρτήτως από που προέρχονται. Είναι εκείνοι που διαμαρτύρονται όταν η αστυνομία ρίχνει άδικα ξύλο ή τρώει άδικα ξύλο. Είναι εκείνοι που ενώ μπορεί να συμφωνούν πολιτικά με τη μία παράταξη, δεν υπερασπίζονται τους ομόσταυλούς τους όταν εκείνοι λειτουργούν αντιδημοκρατικά. Είναι εκείνοι που δεν τους νοιάζει τι είπε ή ποιος είναι ο Πορτοσάλτε αλλά τους ενοχλεί που κάποιοι τον τραμπούκισαν.
Ποια από τις δύο κατηγορίες ανθρώπων πιστεύετε ότι θα ήλπιζε ο Φραγκλίνος να επικρατήσει ώστε να διατηρηθεί η δημοκρατία;