Την προηγούμενη εβδομάδα ο δείκτης της εταιρείας Gallup (Γκάλοπ) που εδώ και δεκαετίες, μετράει σε εβδομαδιαία βάση τη δημοφιλία του εκάστοτε προέδρου των ΗΠΑ, κατέγραψε την άνοδο της δημοφιλίας του Ντόναλντ Τραμπ στο 49%. Αυτό σημαίνει ότι 50% των αμερικανών ψηφοφόρων δεν τον εγκρίνουν, 49% τον βρίσκουν κατάλληλο ενώ μόλις το 1% δεν εκφράζει άποψη.
Αυτό, το 1% θα διεκδικήσουν όσοι αναδειχτούν υποψήφιοι για το αξίωμα του προέδρου στις εκλογές του Νοεμβρίου του 2020.
Για τους Ρεπουμπλικανούς δεν τίθεται ζήτημα: θα στηρίξουν πάλι και μάλιστα με πάθος τον Ντόναλντ Τραμπ. Για τους Δημοκρατικούς όμως, η διαδικασία για την ανάδειξη του υποψηφίου προέδρου τους έχει πάρει βαθιά «υπαρξιακό» χαρακτήρα: ποιος μπορεί να κερδίσει την εμπιστοσύνη του 1% που δείχνει ότι δεν έχει ακόμα αποφασίσει αν θέλει να συνεχίσει με τη συνταγή Τραμπ; Οι μετριοπαθείς ή οι ριζοσπάστες του Δημοκρατικού Κόμματος;
Είναι εντυπωσιακό ότι ο προγραμματικός λόγος και των τεσσάρων υποψηφίων των Δημοκρατικών που έχουν τις περισσότερες πιθανότητες να κερδίσουν το χρίσμα (Μπέρνι Σάντερς, Ελίζαμπεθ Γουόρεν, Πιτ Μπούτιτζετζ, Τζο Μπάιντεν) πολιτικά και ιδεολογικά τοποθετείται αριστερότερα του Μπάρακ Ομπάμα και της Χίλαρι Κλίντον.
Ακόμα και ο Πιτ Μπούτιτζετζ που θεωρείται ο πιο μετριοπαθής από τους υποψηφίους εμφανίζεται σκεπτικιστής προς τις συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου ενώ για τις εργασιακές σχέσεις προκρίνει το μοντέλο των Σκανδιναβικών χωρών.
Εδώ, να αναφέρουμε ότι ο Σάντερς και η Γουόρεν στο πρόγραμμά τους υπόσχονται ότι θα επιβάλλουν (!) στα διοικητικά συμβούλια των εταιρειών εκπροσώπους των εργαζομένων, μέχρι 40% των μελών κάθε ΔΣ κατά τη Γουόρεν και 45% κατά τον Σάντερς, ενώ ο Σάντερς υπόσχεται να μεταφέρει το 20% των ιδίων κεφαλαίων κάθε εταιρείας στα ασφαλιστικά funds των εργαζομένων. (Τα στοιχεία τα έχουμε αντλήσει από το τελευταίο τεύχος του Economist)
Αυτό που δείχνει να μην έγινε σαφές στους Δημοκρατικούς το 2016 είναι ότι ένας από τους λόγους που η Κλίντον έχασε τις εκλογές από τον Τραμπ είναι γιατί τότε εμφανιζόταν πιο ριζοσπαστική και ανατρεπτική στα ζητήματα δικαιωμάτων και ταυτότητας απ’ όσο ανέχεται το κομμάτι του εκλογικού σώματος που δηλώνει κεντρώο και στηρίζει παραδοσιακά τους Δημοκρατικούς.
Σ’αυτό το τοπίο λοιπόν, οι Δημοκρατικοί αναζητούν ένα μετριοπαθή υποψήφιο τη στιγμή βέβαια που και η έννοια της μετριοπάθειας στις ΗΠΑ έχει αλλάξει από το 2016. Να μην απορούμε λοιπόν που σχολιαστές και αναλυτές σε Μέσα όπως οι New York Times και το CNN, κάνουν διαρκείς αναφορές στο παράδειγμα της Ευρώπης που δονείται από τα κύματα του λαϊκισμού και του ριζοσπαστικού εθνολαϊκισμού τύπου Τραμπ από το 2010 και φέρνουν τον Μακρόν και τον Μητσοτάκη ως χαρακτηριστικά παραδείγματα μετριοπαθών ηγετών που κατάφεραν και νίκησαν την ευρωπαϊκή εκδοχή του σκοταδιστικού τραμπισμού (στη Γαλλία τον εκπροσωπεί η Λεπέν και στην Ελλάδα το ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ) στις χώρες τους.