Του Ανδρεά Ζαμπούκα
Πάντα είχα πρόβλημα με τις σοβαρές φάτσες των ανθρώπων. Σε ομιλίες, σε εκδηλώσεις, σε συναθροίσεις, στα παράθυρα των τηλεοράσεων. Τι να σκέφτεται έλεγα μέσα μου; Γιατί είναι τόσο αυστηρός, όσο οι άλλοι μιλούν; Μέχρι που άρχισα να παρατηρώ κι εμένα. Πολλές φορές με το ίδιο ύφος σοβαροφάνειας, άλλο να σκέφτομαι κι άλλο να δείχνει το πρόσωπό μου...
Ένας λαός κρίνεται, εκτός των άλλων, και από την αίσθηση του γελοίου. Όχι τόσο από το χιούμορ που διαθέτει, αλλά την αντίληψη του γελοίου. Γιατί το χιούμορ έχει να κάνει με την πνευματικότητα που η ίδια η φύση δίνει στον άνθρωπο ενώ το άλλο, είναι ζήτημα αγωγής.
Η υποκρισία, όπως έλεγε ο Taylor, είναι το τίμημα που η κακία οφείλει στην αρετή. Ένα παιχνίδι διεκδίκησης της αποδοχής δια της σοβαροφάνειας ή της σύγκλισης με μία εμπεδωμένη νόρμα συμπεριφοράς στην κοινωνία.
Μία καλή περίπτωση τέτοιου χαρακτήρα ήταν - και παραμένει- ο Γιώργος Κατρούγκαλος. Γιατί ήταν ο μόνος, στην προηγούμενη κυβέρνηση, που σήκωνε κίνημα διαμαρτυρίας στον εαυτό του, αλλά ήταν και ο μοναδικός που το πετύχαινε μ΄έναν ξεχωριστό τρόπο.
Έσπαγα το κεφάλι μου να βρω ποιον μου θυμίζει. Τελικά το βρήκα. Ο Κατρούγκαλος είναι σαν εκείνους τους υποχθόνιους Γερμανούς στις ελληνικές ταινίες που σε ξεγελούν με την ευγενική τους συμπεριφορά. Ακούνε κλασική μουσική, παίζουν οι ίδιοι πιάνο, είναι γεμάτοι αβρότητα με τις κυρίες και δεν ξεχνούν να υπενθυμίζουν σε όλους την ευγενική τους καταγωγή. Την ώρα δε της ανάκρισης, όταν μπαίνει στο δωμάτιο ο Έλληνας της Αντίστασης, του μιλάει όμορφα, με κατανόηση, του προσφέρει τσιγάρο και τον κάνει να αισθανθεί άνετα. Στο τέλος όμως, ξεσπάει σε γέλιο σχιζοφρενούς, όταν τον παρακολουθεί με σατανική ικανοποίηση να οδηγείται στο απόσπασμα για εκτέλεση...
Στην αντίπερα όχθη τώρα, οι δεξιοί και αρκετοί γηγενείς του πρώτου ΠΑΣΟΚ, έχουν άλλο προφίλ. Δεν αρκούνται στην σοβαρή φάτσα και στο απλανές βλέμμα του βαθυστόχαστου ηγέτη. Αγωνιούν να γίνουν ψηλότεροι και ψάχνουν συνεχώς «βάθρο». Στη Βουλή ανεβαίνουν όπου βρουν. Στα έδρανα, στα πάνω σκαλοπάτια, στο βήμα. Στις πλατείες, σε ξύλινες πίστες. Στο γήπεδο, στο πάνω μέρος του διαζώματος των VIP. Στο αεροπλάνο στην πρώτη θέση.
Και στις παρελάσεις, οι δήμαρχοι σε αυτοσχέδιες εξέδρες. Όπου βρουν. Αρκεί να βάλει ο συμβασιούχος τους μία γαλάζια τσόχα να κρύψει το πλαστικό καφάσι για την «υπερύψωση» του ανδρός, ενώπιον θεού και εθνικών θεαμάτων.
Τώρα που κόπασε ο τραγέλαφος των εθνικών εξάρσεων και της εθνομηδενιστικής σοφίας, έμεινε για το τέλος, η πιο χαρακτηριστική εικόνα του τριημέρου: ο δήμαρχος πάνω στο καφάσι-εξέδρα για να είναι πιο ψηλός απ΄τους άλλους. Για να μπορεί να ατενίζει με δέος και υπερηφάνεια τους μαθητές να παρελαύνουν μπροστά του. Σαν τον Μοναρχίξ, τον αρχηγό του γαλατικού χωριού πάνω στην ασπίδα των κουβαλητών του.
O Miles Gloriosus είναι μία ρωμαϊκή θεατρική κωμωδία του Πλαύτου που παραπέμπει στην διακωμώδηση του ηρωικού προτύπου της εποχής. Αυτός «ένδοξος στρατιώτης» θα μπορούσε να αποτελεί πρότυπο φαιδρότητας για κάθε πολιτικό που ατενίζει με ένδοξο ύφος παρελάσεις και εθνικά δρώμενα. Έμπλεος ανωτερότητας που μετά βίας ξεπερνάει το ελάχιστο μπόι του…