Του Μανούσου Μαραγκουδάκη*
«Σε περίπτωση που ο σημαντικός θεσμός της πυρηνικής οικογένειας αρχίζει να ξεφτίζει, είναι βέβαιο ότι θα παρατηρηθεί μεταξύ των νέων μαζική αλλοτρίωση, η οποία θα αρχίσει να βασανίζει και τις ζωές των ενηλίκων. Αν συμβεί κάτι τέτοιο, είναι αναμενόμενο να αναδυθεί και πάλι ο πολιτικός εξτρεμισμός, ο οποίος θα διχάσει την χώρα όπως φάνηκε να την διχάζει στα μέσα της δεκαετίας του 1960. Ο ριζοσπαστισμός, τόσο της αριστεράς όσο και της δεξιάς, θα πάψει τότε να αποτελεί αποκλειστικά νεανικό φαινόμενο και θα εξαπλωθεί σε όλες τις ηλικίες και τις κοινωνικές τάξεις». Αυτό είχε δηλώσει ο William McNeill σε ανύποπτο χρόνο, το 1978, στο βιβλίο του Η Μεταμόρφωση της Ελλάδας Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο (ελληνική έκδοση 2017 Εκδόσεις Κυριάκος Παπαδόπουλος, σελ. 385). Κρίνοντας εκ των υστέρων, αποτελεί την πιο σημαντική πρόβλεψη που έχει ποτέ διατυπωθεί για την Ελλάδα του 21ου αιώνα.
Ίσως να ακούγεται ως μία κοινότοπη και άκρως συντηρητική θέση ότι η «πολιτική» βία που βιώνουμε τα τελευταία είκοσι χρόνια οφείλεται στην ηθική διάλυση της οικογένειας. Όμως κανένας σοβαρός παρατηρητής δεν θα διαφωνούσε ότι η χώρα, ήδη από τη δεκαετία του 1990, και με αυξάνουσα ένταση, διακρίνεται από μία σοβαρή κατάσταση ανομίας, έτσι όπως αυτή ορίζεται κοινωνιολογικά: ως μία βαθιά αγνωσία διάκρισης του ηθικού και του ανήθικου, και των ορίων μεταξύ τους? εξ ου και το δημοφιλές σε όλες τις εκδοχές του, «δίκαιο είναι το δίκιο μου». Μία ανομία που, όπως δηλώνουν εκπαιδευτικοί όλων των βαθμίδων, εκδηλώνεται ήδη από τις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού πριν αναπτυχθεί πλήρως στις τάξεις της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης? γεγονός που υπαινίσσεται την κρίσιμη συμμετοχή της οικογένειας στην διαμόρφωσή της.
Μία από τις επιρροές της γενικευμένης ανομίας στη δημόσια σφαίρα αποτελεί και η σημερινή «αναρχία» που κατατρώει τα σωθικά της Αθήνας? μία αναρχία που όχι μόνο διακρίνεται από βία ψυχολογική και σωματική, αλλά εξαντλείται στην βία. «Είμαι αντισυστημικός…», όχι επειδή συγκροτώ την κοινωνική μου ζωή με εναλλακτικό τρόπο εκτός του συστήματος, αλλά «…επειδή ρίχνω μολότωφ στον μπάτσο»? μία συμπεριφορά παθολογικά αυτάρεσκη, εγωιστική, και αντιδραστική. Η πολιτική, μάλιστα η σύνολη κοινωνική ταυτότητα, ταυτίζεται με την βία – την πιο άμεση και την πιο απόλυτη μορφή εξουσίας.
Σίγουρα, η αντι-συστημικότητα σίγουρα δεν αποτελεί ένα ελληνικό φαινόμενο. Αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου κοινωνικού κινήματος παγκοσμίων διαστάσεων που αμφισβητεί την χαρισματικότητα και την σημαντικότητα των κεντρικών συμβόλων της νεωτερικής κοινωνίας: του κοινοβουλίου, των συνδικάτων, της εθνικής ταυτότητας και των κρατικών συνόρων ως τους θεσμούς συγκρότησης κοινωνικής και πολιτικής ταυτότητας. Όμως ενώ αλλού η αμφισβήτηση αυτή λαμβάνει θεσμικά χαρακτηριστικά και σε γενικές γραμμές σέβεται την ειρήνη ως κανονική κατάσταση, στην Ελλάδα η αμφισβήτηση χαρακτηρίζεται από έλλειψη κανόνων, ακόμη και από έλλειψη στόχων – έλλειψη που αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο της ανομικής κατάστασης.
Στην Ελλάδα, η ηθική ανομία – αυτό που ονομάζουμε «χαλαρότητα» - των οικογενειακών δεσμών συνδυάστηκε με την πολιτική ανυπακοή για να διαμορφωθεί μία γενικευμένη άγνοια περί κανονικότητας. Αυτό φαίνεται αρκετά καθαρά στην περίπτωση της «αναρχικής» μετεφηβικής ανομίας, η οποία λαμβάνει χώρα εν τω μέσω μίας δημόσιας σφαίρας που διακρίνεται είτε από συμπάθεια προς τον «χώρο» και καπέλωμά του από αριστερούς κήνσορες και θεράποντες, είτε από αμηχανία προς αυτόν. Νομιμοποιήθηκε και χειραγωγήθηκε ήδη από την εποχή των εκτεταμένων μαθητικών καταλήψεων του '90-'91 και του '98-'99 από τους λάτρεις της «αντι-συστημικότητας» ως πράξη πολιτική ανυπακοής, και, πάλι από τότε, αντιμετωπίζεται με δέος και απορία από τους υπόλοιπους. Ο λόγος είναι ο εξής: γνωρίζουμε βέβαια ότι η βία είναι κάτι το κακό, αλλά όταν την βρίσκουμε όχι ως απομονωμένη «εγκληματική πράξη», αλλά ως «πολιτική» πράξη, δηλαδή πλαισιωμένη με πολιτικό λόγο περί δημοκρατικών ελευθεριών και αυταρχικής καταστολής, τότε περιερχόμαστε σε κατάσταση αδράνειας? αδυνατούμε να αμφισβητήσουμε αυτήν την πλαισίωση ως αυτό που πράγματι είναι: αντιδημοκρατική, δόλια και υπονομευτική – ίσως γιατί πολλές φορές στην ιστορία μας η βίαιη αντιπαράθεση και η ανυπακοή πράγματι αποτέλεσαν μέσον για την επαναφορά της δημοκρατίας. Γι' αυτό και είναι τόσο εύκολο να δικαιολογήσουμε και να συγχωρήσουμε την βία ως μία ακρότητα της στιγμής που όμως εμπεριέχεται σε μία «δημοκρατική πολιτική πράξη».
Βρισκόμαστε λοιπόν στην κατάσταση όπου η δημοκρατία σχεδόν ταυτίζεται με την ανομία, και η πολιτική αντιπαράθεση ταυτίζεται με την «πολιτική» βία. Όλα αυτά είναι αποτέλεσμα της έλλειψης σταθερών και συγκροτημένων πεποιθήσεων που ορίζουν με σαφήνεια την πολιτική κοινότητα και τον ηθικό σκοπό της. Για να το θέσω αφοριστικά, δεν υπάρχει «φυσική» κανονικότητα – όπως φαίνεται να πιστεύουμε σήμερα. Η κανονικότητα, παντού και πάντα, συγκροτείται από μία ιδεολογική-πολιτική ελίτ, και μετά εμπεδώνεται στην δημόσια σφαίρα μέσα από θεσμούς και τελετές, νοηματοδοτώντας τόσο την συγκρότηση της οικογενειακής ζωής όσο και τη πολιτική-δημόσια συμπεριφορά του ατόμου. Όσο αυτή η εμπρόθετη κανονικότητα παραμένει απούσα, τόσο η ανομία και η περιβόητη «αντισυστημική ανυπακοή» θα κατατρώει κάθε συστηματική προσπάθεια πολιτικής και κοινωνικής κανονικότητας και η βία θα βυθίζει όλους μας στα σκοτάδια της άγνοιας και του εγωισμού.
* Ο Μανούσος Μαραγκουδάκης είναι Καθηγητής Πολιτισμικής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Αιγαίου, και συγγραφέας του βιβλίου «Το Βέβηλο και το Ιερό στον Αναρχισμό» (Εκδόσεις Προπομπός, 2019).