Απευκταία για την Αθήνα η «σαλαμοποίηση» ενδεχόμενης συμφωνίας με τα Σκόπια

Απευκταία για την Αθήνα η «σαλαμοποίηση» ενδεχόμενης συμφωνίας με τα Σκόπια

Συχνά η αναζήτηση ευρύτερης συναίνεσης χρησιμοποιείται απλά ως δικαιολογία για τη μετάθεση ευθυνών, λέει στο Liberal ο Αντώνης Κλάψης, διδάκτωρ διπλωματικής ιστορίας, σχολιάζοντας τα σενάρια που δημοσίευσε η εφημερίδα «Αυγή» πως ο εξωτερικός παράγοντας πιέζει ώστε τη συμφωνία για τη FYROM να την ψηφίσουν 180 βουλευτές.

Και δηλώνει εξαιρετικά επιφυλακτικός ως προς την πιθανότητα ευτυχούς κατάληξης των διαπραγματεύσεων, μιλά για το blame game σε περίπτωση αποτυχίας, και θεωρεί ότι οι εξελίξεις επιβεβαιώνουν ότι οι αρχικές εξαγγελίες της ελληνικής πλευράς περί ταχείας και πλήρους επίλυσης του ζητήματος, έγιναν με το βλέμμα στραμμένο στο εσωτερικό πολιτικό παιχνίδι. Χαρακτηρίζει πάντως απευκταίο τον «τεμαχισμό» της ενδεχόμενης συμφωνίας με τα Σκόπια, μέσω της μετάθεσης για το μέλλον της υλοποίησης βασικών δεσμεύσεων της γείτονος, όπως της ενιαίας και έναντι όλων χρήσης του όποιου ονόματος συμφωνηθεί και της αλλαγής του Συντάγματος της γειτονικής χώρας.

Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη

- Αν και δεν έχει υπάρξει ένδειξη αλλαγής της στάσης της πΓΔΜ στο μείζον ζήτημα της erga omnes χρήσης της νέας ονομασίας, όπως και στο θέμα αλλαγής του Συντάγματος, ενόψει και της συνάντησης Τσίπρα-Ζάεφ την Πέμπτη, επιχειρείται να δημιουργηθεί ένα κλίμα «μεταβατικού χρονοδιαγράμματος» ή νέας «ενδιάμεσης συμφωνίας». Πως εκλαμβάνετε εσείς αυτά τα σενάρια;

Η στάση της κυβέρνησης Ζάεφ και στα δύο ζητήματα που αναφέρετε έχει, στην πραγματικότητα, παραμείνει αμετάβλητη από την αρχή της διαπραγμάτευσης. Πέρα από τις προθέσεις, ειδικά ως προς τη συνταγματική αναθεώρηση, η οποία είναι κρίσιμη για την ελληνική πλευρά, η κυβέρνηση Ζάεφ βρίσκεται σε δύσκολη θέση, καθώς δεν διαθέτει την απαραίτητη πλειοψηφία των 2/3 στη Βουλή. Σε κάθε περίπτωση, για την Ελλάδα, οποιαδήποτε λύση δεν περιλαμβάνει τη διευθέτηση όλων των ζητημάτων, συμπεριλαμβανομένων ασφαλώς της ενιαίας και έναντι όλων χρήσης του όποιου ονόματος συμφωνηθεί και της συμπερίληψής του στο Σύνταγμα της γειτονικής χώρας, είναι προβληματική.

- Από την άλλη πάλι πλευρά, πιστεύετε ότι θα διακινδύνευε η κυβέρνηση Τσίπρα μια 2η «ενδιάμεση συμφωνία»; Το ρωτώ με την έννοια ότι η 1η ενδιάμεση συμφωνία ήταν εκείνη του 1995, και όλοι είδαμε ότι παρά τις τότε προσδοκίες, δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα… 

Ο «τεμαχισμός» της ενδεχόμενης συμφωνίας, μέσω της μετάθεσης για το μέλλον της υλοποίησης των δεσμεύσεων των Σκοπίων είναι ασφαλώς απευκταίος για την Αθήνα. Σε μια τέτοια περίπτωση, τα Σκόπια θα έχουν πάρει όσα ζητούσαν (ένταξη στο ΝΑΤΟ και ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση), ενώ σημαντικές υποχρεώσεις τους θα είναι στην πραγματικότητα υποσχέσεις προς μελλοντική εκπλήρωση. Ας υποθέσουμε, για παράδειγμα, ότι η ΠΓΔΜ αναλάβει τη δέσμευση αναθεώρησης του Συντάγματός της μέσα στα επόμενα δύο χρόνια. Τι θα συμβεί εάν σε αυτό το διάστημα εξακολουθεί να μην υπάρχει η αναγκαία πλειοψηφία στη Βουλή; Η διπλωματική λογική λέει ότι η ελληνική κυβέρνηση θα θέλει να αποφύγει ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Αλλά η διπλωματική λογική δεν είναι πάντα η ασφαλέστερη μέθοδος πρόβλεψης.

- Μήπως τελικά λόγω της στασιμότητας στο θέμα, γινόμαστε μάρτυρες ενός Blame Game ανάμεσα στις δύο πλευρές, εκ των οποίων κάθε μια είναι αντιμέτωπη με τις δικές της δυσκολίες;

Η διαπραγμάτευση Αθήνας και Σκοπίων προσελκύει το ενδιαφέρον πολλών διεθνών παραγόντων: από τον ΟΗΕ και το ΝΑΤΟ, έως τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ειδικά στην περίπτωση των κρατών της Δύσης, οι πιέσεις που ασκούνται και στις δύο πλευρές γίνονται με στόχο την όσο το δυνατόν ταχύτερη εξεύρεση λύσης, η οποία θα διευκολύνει τη ΝΑΤΟϊκή και ευρωπαϊκή πορεία της ΠΓΔΜ. Επομένως, είναι φυσικό οι ιθύνοντες στην Αθήνα και τα Σκόπια να επιχειρούν να έχουν εκ των προτέρων ένα αφήγημα που θα φορτώσει στην άλλη πλευρά την ευθύνη τυχόν αποτυχίας. Το χειρότερο σενάριο για εμάς θα είναι μια τέτοια αποτυχία να χρεωθεί στην Ελλάδα, η οποία έτσι θα εμφανιστεί αδιάλλακτη, με αποτέλεσμα να διευκολυνθούν περαιτέρω τα Σκόπια στην προσπάθειά τους να εμπεδώσουν διεθνώς τη χρήση του όρου «Μακεδονία», δίχως κανέναν –γεωγραφικό ή άλλον– προσδιορισμό.

- Τελικά τι πιστεύετε; Θεωρείτε ότι θα φτάσουμε σε συμφωνία ή όχι και γιατί;

Οι αρχικές εξαγγελίες της ελληνικής πλευράς περί ταχείας και πλήρους επίλυσης του ονοματολογικού και του σχετιζόμενου με αυτό ζητημάτων, αποδείχθηκαν υπεραισιόδοξες και σε μεγάλο βαθμό έγιναν, δυστυχώς, με το βλέμμα στραμμένο στο εσωτερικό πολιτικό παιχνίδι και, αντίστοιχα, για εσωτερική κατανάλωση. Οι έντιμοι συμβιβασμοί προϋποθέτουν πλήρη διευθέτηση όλων των θεμάτων κι αυτό μοιάζει δύσκολο αυτή τη στιγμή, ιδίως ως προς το θέμα της συνταγματικής αναθεώρησης. Επομένως, με τα σημερινά δεδομένα, είμαι επιφυλακτικός ως προς την πιθανότητα ευτυχούς κατάληξης των διαπραγματεύσεων.

Οφείλω, πάντως, να προσθέσω ότι όλα τα προβλήματα που η δική μας πλευρά ανακάλυψε στην πορεία, στην πραγματικότητα υπήρχαν από την αρχή. Θα ήταν, λοιπόν, πιο φρόνιμο να είχαμε ξεκινήσει τις συζητήσεις με μεγαλύτερη αυτοσυγκράτηση, τουλάχιστον ως προς το σκέλος των δημόσιων δηλώσεων. Έχω πάντα κατά νου τη σοφή διπλωματική ρήση του Ταλλεϋράνδου: «Πάνω απ' όλα, όχι υπερβολικός ζήλος».


- Από την άλλη πλευρά, η εφημερίδα «Αυγή» στο κυριακάτικο φύλλο της έγραψε πως ο εξωτερικός παράγων θα ζητήσει, την συμφωνία με την FYROM να την ψηφίσουν 180 βουλευτές. Ανεξάρτητα αν πράγματι υπάρχει αυτή η απαίτηση, ποιο είναι το σχόλιό σας;

Μου φαίνεται παράδοξο να ασκούνται από τρίτους πιέσεις στην ελληνική κυβέρνηση ώστε να επιζητήσει αυξημένη πλειοψηφία στη Βουλή για την κύρωση μιας ενδεχόμενης συμφωνίας. Ακόμα περισσότερο, δεν μπορώ να σκεφτώ ότι μια ελληνική κυβέρνηση θα ενέδιδε σε τέτοιου είδους αξιώσεις, οι οποίες είναι ευθέως μειωτικές της εθνικής μας κυριαρχίας. Η εκάστοτε κυβέρνηση έχει κάθε αρμοδιότητα και κάθε ευθύνη για τη χάραξη και την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής της χώρας με βάση τα όσα ορίζονται στο ελληνικό Σύνταγμα. Εάν θεωρήσει ότι έχει στα χέρια της μια εθνικά επωφελή συμφωνία, τότε δεν έχει παρά να τη θέσει υπόψη της Βουλής, η οποία θα αποφανθεί επί αυτής. Και το Σύνταγμα είναι σαφές: χρειάζεται απλή και όχι ενισχυμένη πλειοψηφία. Η επίτευξη ευρύτερης συναίνεσης είναι πάντα ευκταία, αλλά όχι απαραίτητη. Πολλές φορές, εξάλλου, η συναίνεση χρησιμοποιήθηκε απλά ως δικαιολογία για τη μετάθεση ευθυνών.

*Ο κ. Κλάψης είναι Επιστημονικός Συντονιστής, Κέντρο Διεθνούς και Ευρωπαϊκής Πολιτικής Οικονομίας και Διακυβέρνησης, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.