Του Ηλία Πεντάζου*
Μετά από πολύχρονη διοικητική εμπειρία σε Ελλάδα και διεθνή χώρο, έχω καταλήξει ότι στη χώρα μας γενικώς υπάρχει μια απέχθεια για ότι «μετρήσιμο» και ότι «αξιολογικό», ένα φαινόμενο ιδιαίτερα αισθητό και στον χώρο της πολιτικής, όπου οι ασκούντες εξουσία, στη πλειοψηφία τους, αποστρέφονται τεχνοκρατικές παρουσιάσεις, δείκτες, στατιστικές. Κυβερνητικοί επίσημοι συνηθίζουν στις διμερείς η πολυμερείς επαφές, να απευθύνονται στους ξένους συναδέλφους τους σε γλώσσα πολιτική ή νομική (όπου υπερτερεί το «θυμικό»), με αποτέλεσμα να μην υπάρχει κοινή συνισταμένη και να χάνεται η τυχόν αρχική θετική προδιάθεση των ξένων συνομιλητών, οι οποίοι είναι εθισμένοι σε συγκεκριμένη αναλυτική διαδικασία παράθεσης και αντιπαράθεσης επιχειρημάτων με χρήση αριθμητικών στοιχείων/πινάκων (υπερτερεί το «λογικό-πρακτικό»).
Η εποχή των μνημονίων προσέφερε χαρακτηριστικά παραδείγματα όπου υψηλοί παράγοντες «ταπεινώθηκαν» μπροστά σε ξένους υπαλλήλους, επειδή επέμεναν να διαπραγματεύονται σε γλώσσα «πολιτική», συνηθισμένη μεν στην εγχώρια σκηνή, ακατανόητη δε σε ανθρώπους με κουλτούρα διαμετρικά διαφορετική.
Ο γράφων ανατρέχοντας από την εμπειρία του σε μια από τις περισσότερο κομβικές, πολιτικές θέσεις του Δημοσίου, το Θησαυροφυλάκιο της χώρας ή κατά κόσμο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, έχει παγιώσει την άποψη ότι πολλοί, σημαίνοντες και μη, παράγοντες της λεγόμενης Γενικής Κυβέρνησης (ανεξαρτήτως κομμάτων..) δραστηριοποιούνται σε μεγάλο βαθμό, σε ότι αφορά τα καθήκοντα τους, μόνο αν αυτά συμβαδίζουν με την προώθηση δικών τους ατομικών επιδιώξεων η τουλάχιστον αν τους εξασφαλίζουν την μακροημέρευση μέσα στο κυβερνητικό σχήμα.
Αυτό ίσχυε πάντα και δεν έπαψε ούτε και στις ιδιαίτερες συνθήκες των μνημονιακών χρόνων. Ακόμη και επι εποχής διακυβέρνησης του πρώτου μνημονίου, η πρωθυπουργική εξουσία δεν ήταν ικανή να αντιστρέψει αυτόν τον κανόνα. Περίπου τα 2/3 των μελών του υπουργικού συμβουλίου έχοντας προτεραιότητα τη προσωπική τους ατζέντα, δεν συμφωνούσαν με κανένα μεταρρυθμιστικό μέτρο που έθιγε - κατά τη δική τους «ερμηνεία» - τα «λαϊκά συμφέροντα», ερμηνεία την οποία για δικούς τους προφανείς λόγους συνυπέγραφαν και τα κόμματα της αντιπολίτευσης.
Ελπίδα όλων είναι η επόμενη διακυβέρνηση να μην επαναλάβει κακές πρακτικές του παρελθόντος και να στηριχτεί στον ορθολογισμό, την κοινή λογική και στη »πειθαρχία» σε ένα ενιαίο κέντρο αποφάσεων που καλώς η κακώς στο δικό μας πολιτικό σύστημα απορρέει από τον επικεφαλής της κυβέρνησης.
Ο Πρωθυπουργός που θέλει να ηγείται δεν μπορεί να δίνει χώρο για αμφισβήτηση σε προύχοντες υπουργούς που θεωρούν οτι προέχει η ατομική πολιτική τους επιβίωση ή έχουν περισσότερα χρόνια στο πολιτικό προσκήνιο ή ίσως κατέχουν «ακαδημαϊκά» υπέρτερη γνώση. Διότι την δυσαρέσκεια της κοινωνίας για την μη προώθηση μέτρων την χρεώνεται ένας.
Οι πολίτες, ως μη γνώστες των μηχανισμών άσκησης εξουσίας, θεωρούν ότι αρκεί μια πρωθυπουργική εντολή για να λυθούν τα θέματα. Στον μαγικό κόσμο όμως της ελληνικής διακυβέρνησης δεν συμβαίνει έτσι. Για να υλοποιηθεί αυτή η εντολή πρέπει να υπάρξει αρχή πρωτοβουλίας του καθ' ύλην αρμόδιου υπουργού και στην συνέχεια ενέργειες Γεν. Γραμματέα και υπηρεσιακών στελεχών. Το θέμα θα προχωρήσει αν συμβαίνει ο Υπουργός να ενστερνίζεται την πρωθυπουργική εντολή, αν όχι, το πράγμα «στραβώνει» από την αρχή. Αλλά ακόμη και στη περίπτωση που ο ίδιος ο Υπουργός συμφωνεί δεν τελειώνει εδώ, αν δεν συμφωνεί η υπηρεσιακή γραφειοκρατία, η οποία έχει χίλιους τρόπους να στέλνει τα θέματα στην «εξέδρα». Είναι η ίδια γραφειοκρατία που όλοι αναθεματίζουν η οποία από τη μια πλευρά (εξ)υπηρετεί την εντολή της κρατικής εξουσίας να «ελέγχει» τον πολίτη, από την άλλη όμως ανθίσταται στην ίδια την εξουσία όταν υπερτερεί η ανασφάλεια του υπαλλήλου ότι θα χάσει θέση και εισόδημα, αν αμφισβητηθεί η ισχύς της «σφραγίδας» του.
Το μυστικό λοιπόν της επιτυχημένης διαχείρισης εξουσίας είναι να υπάρχουν σε μια κυβέρνηση όσο το δυνατόν περισσότεροι άνθρωποι που να κατανοούν τη γλώσσα και τα εμπόδια της γραφειοκρατίας, να έχουν στοχοθεσία και όχι αφηρημένες ιδέες αλλά και τσαγανό να υπερκεράσουν εμπόδια λύνοντας απτά, καθημερινά προβλήματα.
Αν μου επιτραπεί η έκφραση «πρότερη εμπειρία», θεωρώ ότι το στοίχημα της επόμενης διακυβέρνησης θα κριθεί επιτυχώς η όχι στο πρώτο εξάμηνο. Τα προβλήματα που αφήνει πίσω η πλήρης υπονόμευση της οικονομίας από τον καταστροφικό Σύριζα, δεν επιτρέπουν την πολυτέλεια μακράς «ενημέρωσης». Οι πολίτες δεν θα έχουν υπομονή για πειραματικές περιόδους. Για αυτό σε αντίθεση με προηγούμενα υπουργικά συμβούλια, στα οποία η κατανομή των θέσεων υπηρετούσε και εσωκομματικές ισορροπίες με όχι πάντα ιδιαίτερη αποτελεσματικότητα, στις σημερινές συνθήκες είναι επιτακτική η αξιοποίηση του πλέον ικανού πολιτικού δυναμικού που θα είχε τη διάθεση να υπηρετήσει τη χώρα. Η δικλείδα ασφαλείας για τα παραπάνω είναι ότι ο Κυρ. Μητσοτάκης είναι οπαδός της αξιοκρατίας.
*Ο Ηλίας Πεντάζος είναι Οικονομολόγος, τ. ΓΓ του Υπουργείου Οικονομικών.