Πριν από λίγες ημέρες, βρέθηκα να παρακολουθώ στο κανάλι της βουλής, την συζήτηση για το γνωστό νομοσχέδιο για την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Το ζάπινγκ με προσγείωσε στην ομιλία βουλευτή της αξιωματικής αντιπολίτευσης με σοβαρό προσωπικό, επιστημονικό και επαγγελματικό παρελθόν και με θητεία σε υπουργικό θώκο.
Δεν πίστευα στα αυτιά μου. Ο άνθρωπος αυτός έμοιαζε να ζει σε μία προηγούμενη εποχή, να μην έχει ενηλικιωθεί ποτέ, να βλέπει τον κόσμο με την απόλυτη ματιά και την υπαγορευμένη ρητορική ενός εικοσάχρονου της γενιάς μου και μάλλον και της δικής του, στα απόνερα της οποίας κύλησαν τα φοιτητικά μου χρόνια.
Καθώς το ίδιο βράδυ είχα αφεθεί στην περιδίνηση της αναπόφευκτης ενδοσκόπησης που συνόδευε την υποδοχή του επόμενης ημέρας, οπότε και αποχαιρέτησα ανεπιστρεπτί τα πρώτα -ήντα μου, δεν μπόρεσα να αποφύγω την αυτοαναφορά. Βρέθηκα στην Πολυτεχνική του ΑΠΘ το 1979, μια χρονιά που ελέω Ν.815/78, οι καταλήψεις εναλλασσόταν με διαρκείς αποχές, πρώτη δύναμη στο τμήμα μου ήταν η ΠΠΣΠ του ΚΚΕ(μ-λ) κι ερχόταν στιγμές που η Πανσπουδαστική του ΚΚΕ φάνταζε μετριοπαθής δύναμη λογικής μπροστά στην ΠΑΣΠ ενός ΠΑΣΟΚ που κάλπαζε προς την εξουσία (και την πραγματιστική μεταστροφή που προηγήθηκε της εκσυγχρονιστικής ωρίμανσης). Εξερράγην, ασχολήθηκα με την ΔΑΠ-ΝΔΦΚ της εποχής (τονίζω την χρονική περίοδο) και αφέθηκα κι εγώ σε αυτό το παιχνίδι, η πολιτική έκθεση έγινε ο δεύτερος εαυτός μου.
Έχω διερωτηθεί πολλές φορές αν θα έκανα την ίδια επιλογή εάν βρισκόμουν σε ένα διαφορετικό περιβάλλον. Έχω καταλήξει πως μάλλον ναι, η δράση με γοητεύει, αλλά είμαι εντελώς σίγουρος ότι δεν θα ήθελα να ξαναζήσω τις ίδιες συνθήκες. Ήταν νοσηρές, δεν χρειάζεται να τις περιγράψω, το μόνο για το οποίο τις ευγνωμονώ, είναι η ανοσία που μου εξασφάλισαν στην απειλή της αγέλης. Γι’ αυτό και ο ομιλητής που κέντρισε την προσοχή μου εκείνο το βράδυ, με ξένισε. Έμοιαζε σαν να μην έχει ξεκολλήσει από εκείνον τον κόσμο.
Για να μην τα πολυλογώ, με αυτά και μ’ εκείνα, για πολλά χρόνια, στο μυαλό των πολλών είχα καταγραφεί ως «ο νεολαίος». Μου το θύμιζαν πολύ συχνά. Μπορώ σήμερα να ομολογήσω πως πολύ σύντομα αυτό άρχισε να με ενοχλεί αφόρητα. Για δύο λόγους, άσχετους με τις μνήμες τις εποχής της νιότης και τους ανθρώπινους δεσμούς που γέννησαν: Ο πρώτος ήταν ότι μου φαινόταν αστείο να υπάρχουν άνθρωποι που πίστευαν ότι η οπτική μου για τον κόσμο, οι εμπειρίες και τα βήματα της ζωής μου περιοριζόταν σε αυτό το «νεολαίος». Ο δεύτερος ήταν πως έβρισκα εξαιρετικά προσβλητικό να θεωρούν πως αυτή μου η ιδιότητα με είχε εφοδιάσει με γραμμάτια προς εξαργύρωση, τους περίφημους «αγώνες», τα οποία καθιστούσαν περιττή κάθε άλλη προσωπική συγκρότηση.
Προσπάθησα πολύ να ξεφύγω από αυτό το φάντασμα, σε όλα τα μέτωπα της ζωής μου. Η ελευθερία και η αυτονομία του ατόμου, στον βαθμό που η δεύτερη αυτοπεριορίζεται στα πλαίσια μιας επιθυμητής κοινωνικής συνύπαρξης, υπήρξαν για μένα η θρυαλλίδα που πυροδότησε την δημόσια έκθεσή μου. Δεν ένιωθα ότι έπρεπε να τα θυσιάσω. Αντιθέτως, νομίζω ότι αυτά πρέπει να συνιστούν τα χαρακτηριστικά της ατομικής πορείας οποιουδήποτε θεωρεί ότι το πέρασμα του στον κόσμο, δεν εξαντλείται σε μία τυχαία εμφάνιση σε ένα ασήμαντο επεισόδιο μίας κακόγουστης ταινίας ή σ’ έναν ρόλο κομπάρσου σε μία όλο και πιο κακοπαιγμένη επαναλαμβανόμενη σκηνή. Ειδικά όταν στα νιάτα του έχει πιστέψει ότι μπορεί να αλλάξει τον κόσμο.
Μέσα από αυτό το πρίσμα λοιπόν προσπαθώ να ερμηνεύσω την εμμονή του ΣΥΡΙΖΑ έναντι των απολύτως προφανών, δηλαδή, ότι εδώ και πολλά χρόνια, στην δημοκρατική Ελλάδα, οποιοδήποτε πανεπιστημιακό άβατο για τις αστυνομικές αρχές δεν έχει κανένα έρεισμα και ότι στην ίδια αυτή χώρα κοροϊδευόμαστε μεταξύ μας εισάγοντας εγνωσμένα αγράμματους ανθρώπους σε κάτι που φιλοδοξεί να αποτελεί τριτοβάθμια εκπαίδευση. Δεν μου αρκεί η εξήγηση της ιδεοληψίας, ειδικά για ανθρώπους που έχουν ασκήσει δημόσια εξουσία, έχουν συναναστραφεί κόσμο σε χώρους και δραστηριότητες έξω από το ιδεολογικό κουκούλι τους και πολύ εύλογα, επιζητούν να το επαναλάβουν. Όχι, δεν τους ενοχλεί καθόλου να περιγράφεται η στάση τους ως ιδεοληπτική καθήλωση αφού αυτό που προσπαθούν να κρύψουν είναι κάτι πολύ σοβαρότερο, η απόλυτη ένδεια ιδεών.
Γιατί λοιπόν, δεν χρειάζεται η αστυνομία στο πανεπιστήμιο; Για τον πολύ απλό λόγο ότι ο εξαιρετισμός του χώρου του πανεπιστημίου είναι το μοναδικό και πάντως σίγουρα πρόσφορο πεδίο για να καλλιεργείται ο μύθος της ελληνικής αριστεράς, που εξαντλείται πλέον σε ένα μόνο κεφάλαιο, αυτό του «ηθικού πλεονεκτήματος».
Στην παρεχόμενη έως σήμερα ασυλία των ακροτήτων που χαρακτηρίζουν πολλές από τις δράσεις των αριστερών γκρουπούσκουλων, που θεωρείται περίπου αυτονόητη με αιτιολογική αναφορά στην «αγνότητα» των νεανικών οραμάτων και προθέσεων, κυοφορούνται αυτή η περίφημη θεωρία των ημιπιτσιρικάδων που αποκαλύφθηκε πρόσφατα, τα λαϊκά δικαστήρια και οι πειθαναγκασμοί του Ρουβίκωνα, η δημόσια επώνυμη ευθυγράμμιση με τον δολοφόνο Κουφοντίνα και τις τελευταίες ώρες, η απίστευτη χυδαιότητα του #νδ_παιδεραστές που φλερτάρει απροκάλυπτα το ακροδεξιό QAnon. Στην ανοχή αυτού του περίφημου ακτιβισμού της άκρας αριστεράς, αδιανόητου σε οποιαδήποτε ευνομούμενη χώρα και σε οποιοδήποτε άλλο πανεπιστήμιο οικοδομούνται «αυταπάτες» και τυχοδιωκτισμοί.
Και γιατί αποτελεί δικαίωμα των κατ’ οικονομίαν αποφοίτων της υποχρεωτικής εκπαίδευσης που «πέρασαν και δεν ακούμπησαν», η εισαγωγή σε ένα αμφιβόλου ποιότητας και στόχων «εκπαιδευτικό» ίδρυμα; Μόνο και μόνο επειδή αυτά αποτελούν το καλύτερο φυτώριο αυριανών πελατών αυτής της αριστεράς, δηλαδή ανθρώπων που οι προσδοκίες τους ή καλύτερα οι απαιτήσεις τους θα είναι εντελώς δυσανάλογες με τις δεξιότητές τους.
Δυστυχώς, η αριστερά όπως αυτή εκφράζεται κυρίως από τον δοκιμασμένο ως κόμμα εξουσίας ΣΥΡΙΖΑ, συνεπικουρούμενο από τον τυχοδιωκτισμό των μεταγραφέντων παλαιοΠΑΣΟΚων που έχουν βολικά υποταχθεί στην εύκολη ρητορική αυτής της ορθοδοξίας, αποδεικνύει ότι επιμένει να παραμένει ένας λαϊκίστικος κενός ιδεών μηχανισμός εξουσίας. Το ασύδοτο πανεπιστήμιο, αυτό που αποτελεί μία μοναδικότητα σε ένα ολόκληρο κράτος, εκεί όπου τον νόμο επιβάλλει ο αριστερός φοιτητής που απαγορεύει την έκφραση μίας άποψης την οποία αυτός απορρίπτει, είναι για την αριστερά αυτήν ένας προνομιακός χώρος. Σκεφθείτε: Θα μπορούσε να υπάρξει ένα εμβόλιο Α.Π.Θ.- Pfizer; Θα άντεχε οποιαδήποτε έρευνα μέσα στο ίδρυμα τις κραυγές του όχλου που θα έσκουζε εναντίον των πολυεθνικών ή τις θεωρίες για τις πατέντες που θα έθετε ως προϋπόθεση για να την επιτρέψει οποιοσδήποτε πολιτικός της αριστεράς αυτής, ήθελε να ξεφύγει κάπως από την αισθητική των γκρουπούσκουλων με τα οποία συναλλάσσεται;
Το μέτρο της ελευθερίας δεν το ορίζει η ακαδημαϊκή κοινότητα, ούτε η ευθύνη του πανεπιστημιακού δασκάλου, αλλά το «δεν γουστάρω» του αριστερού ακτιβιστή των «αγνών προθέσεων» που τον περιβάλλουν ισοβίως με το φωτοστέφανο του «ηθικού πλεονέκτηματος». Γι’ αυτό και η συντεταγμένη πολιτεία πρέπει να απουσιάζει από αυτό.
Τα ερωτήματα είναι δύο και δεν εξαντλούνται στο πανεπιστήμιο:
Αυτήν την αριστερά θέλουμε; Προφανώς και όχι! Στην δημοκρατία, η εναλλαγή στην εξουσία είναι οξυγόνο. Συμβαίνει σε όλον τον δημοκρατικό κόσμο και γι’ αυτό η κυβερνητική αριστερά σε όλη την δύση έχει συμβιβαστεί με την ιδέα του εκσυγχρονισμού της. Μόνο που για ένα μεγάλο μέρος της καθ’ ημάς αριστεράς, αυτό συνιστά διαφθορά ακόμη κι αν οι εκπρόσωποί της απολαμβάνουν τα σαλόνια εξουσίας που αυτή μοιράζεται. Βλέπετε, ο λαϊκισμός χωνεύει τα πάντα και η διπροσωπία όπως και η διγλωσσία εξυπηρετούν το «ηθικό πλεονέκτημα». Όμως το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται η πατρίδα μας, όταν έρθει η ώρα μίας εναλλαγής, είναι μία νέα περιπέτεια στον βάλτο του λαϊκισμού. Εκατέρωθεν. Επιμένω σε αυτήν την τελευταία επισήμανση γιατί θεωρώ ότι δεν είναι άσχετη από το επόμενο ερώτημα.
Πως απαντάμε σε αυτήν την αριστερά; Υποστηρίζω πως σε καμία περίπτωση δεν υιοθετούμε την ίδια γλώσσα. Ούτε με συμψηφισμούς, ούτε με παιχνίδια ισχύος. Το να κυκλοφορεί ένας αστυνομικός σε ένα πανεπιστήμιο δεν είναι δεξιά μαγκιά, είναι αυτονόητη εικόνα δημοκρατίας, όπως απολύτως δημοκρατικό είναι και το αίτημα για μία ελεγχόμενη αστυνομία.
Αυτό που έχει πραγματική αξία είναι οι θεσμοί και αυτό που δίνει τον ρυθμό σε μια κοινωνία τόσο πιεσμένη όσο η ελληνική, που προσπαθώντας να βγει από μία δεκαετία κρίσης συγκρούεται με την πραγματικότητα του κορονοϊού, είναι η επιμονή στην πολιτική. Επιτυχία για την σημερινή κυβέρνηση δεν συνιστά το να μπορεί ανενόχλητος ο καθηγητής να υποστηρίζει μια άποψη που και η ίδια υιοθετεί, αλλά αυτή να δοκιμαστεί στην πράξη. Στην πραγματική ζωή κρίνεται το παιχνίδι και όχι σε ηθικολογίες, υστερίες και συμψηφιστικές μονομαχίες στις τηλεοπτικές οθόνες και τα social media. Όταν πεισθεί και νιώσει ο δυνητικός πελάτης του ισοπεδωτικού λαϊκισμού ότι η ζωή του μπορεί να αποκτήσει αξία και μέλλον αντί να εργαλειοποιείται ως το υποκείμενο υπεραπλουστευτικών ιδεοληψιών, τότε κερδίζει η δημοκρατία.
Κλείνω με μία αυτοαναφορά όπως ξεκίνησα. Στα γυμνασιακά μου χρόνια, οι μεταφυσικές ανησυχίες μου με οδήγησαν να μελετώ και το θρησκευτικό φαινόμενο, κάτι που μέχρι και σήμερα δεν έχει απομακρυνθεί από τα ενδιαφέροντά μου. Στο πανεπιστήμιο, καθώς έπρεπε να ανακαλύψω τον κόσμο των «άλλων», η βιβλιοθήκη μου εμπλουτίστηκε με τόμους ολόκληρους των κλασικών του διαλεκτικού υλισμού και των διανοητών – αστέρων της εποχής. Έχω την εντύπωση ότι αυτά τα ίδια βιβλία αραχνιάζουν σε αποθήκες ή ράφια πολλών από όσους επέλεξαν να αποφύγουν το βήμα προς μια ενηλικίωση της κοσμοθεώρησής τους. Αν κάνουν μια αντίστροφη από την δική μου πορεία αναζητήσεων, θα ανακαλύψουν στον καθρέπτη την εικόνα ενός φανατικού μιας θρησκείας που χαρακτηρίζουν ο μανιχαϊσμός και η απολυτότητα. Και δεν νομίζω πως θα το αντέξουν. Γι’ αυτό, προς το παρόν δεν είμαι αισιόδοξος, από αυτήν την αριστερά περιμένω τα χειρότερα. Επιμένω όμως να ζητώ το ακριβώς αντίθετο από τον δικό μου κόσμο.
Υ.Γ.: Σε όσους θα με μεμφθούν ως συμπαθούντα επειδή άφησα εκτός του κειμένου μου το ΚΚΕ, σπεύδω να διευκρινίσω ότι πιστεύω πως η περίπτωσή του δεν χρήζει φιλοξενίας στις στήλες της πολιτικής, αλλά των εισηγμένων.