Του Αντώνη Πανούτσου
Ένα από τα πρώτα πράγματα που μαθαίνουν οι ποδοσφαιριστές είναι ότι μετά από ήττα την κάνεις και δεν μιλάς. Στην συνέντευξη Τύπου οι παλιοί στέλνουν έναν πιτσιρικά που δεν τολμάει να πει όχι. Στην έξοδο από το γήπεδο και μέχρι να φτάσουν στο πούλμαν οι παίκτες χαμηλώνουν το κεφάλι και δεν απαντάνε ή βάζουν το κινητό στο αυτί και μιλάνε ή κάνουν ότι μιλάνε με κάποιον. Συνήθως το δεύτερο με αποτέλεσμα κωμικές καταστάσεις. Όπως του παράγοντα που φεύγοντας από το γήπεδο είχε κολλήσει το κινητό στο αυτί αλλά ενώ μιλούσε το τηλέφωνο άρχισε να χτυπάει ή του Τόμας Μίλερ της Μπάγερν που ελλείψει κινητού είχε βάλει το διαβατήριο στο αυτί.
Η ένδειξη για την ήττα στη διαπραγμάτευση είναι ότι μετά το Eurogroup, ο Ευκλείδης Τσακαλώτος και ο Γιώργος Χουλιαράκης είναι εξαφανισμένοι. Για τον «θρίαμβο» στο Eurogroup από τον ΣΥΡΙΖΑ έχουν μιλήσει και οι μουγκοί. Από τον Δημήτρη Μπαλαούρα μέχρι τη Ράνια Σβίγκου. Εκτός από τον Τσακαλώτο και τον Χουλιαράκη που πρέπει να είναι με το διαβατήριο στο αυτί. Όσο για την επικοινωνιακή πολιτική του Μαξίμου συνοψίζεται σε δύο γραμμές. Στη γραμμή του «μετά το '19 σας περιμένουν πλούτη» και στην «αυτό είναι που θέλαμε».
Η πρώτη γραμμή δεν είναι πρωτότυπη. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου κάθε κυβέρνηση που πλησίαζε στο τέλος της θητείας της ζήταγε την ψήφο για μια ακόμα τετραετία «για να ολοκληρώσει το έργο της». Η πρωτοτυπία αυτή τη φορά βρίσκεται στο «αφήστε μας να σας ξεσκίσουμε στη φορολογία τα επόμενα δύο χρόνια και μετά θα σας δώσουμε τους φόρους που πήραμε πίσω». Θα τα δώσει πίσω όχι από ανάπτυξη της οικονομίας, αλλά με το σύστημα της οικονομίας του ταχυδρομικού ταμιευτηρίου, που αναφέρθηκα χθες. Η κυβέρνηση φτιάχνει τώρα έναν γιγάντιο κουμπαρά που θα πάρει όλα τα λεφτά και θα τα ξαναδώσει πίσω το 2019. Και όλοι θα είναι ευχαριστημένοι, αφού αν δεν τα είχε πάρει, θα τα είχαν χαλάσει.
Η δεύτερη πρωτοποριακή πολιτική είναι το «αυτό είναι που θέλαμε». Μέχρι πρόσφατα ο ΣΥΡΙΖΑ ζητούσε κάτι, οι θεσμοί δεν το κάνανε και τα non papers παίρνανε φωτιά. «Ο μπήξε, ο δήξε, ο τοκογλύφος, που θέλει να μας καταστρέψει» και τα σχετικά. Η νέα όμως γραμμή είναι άχαστη. Λέει για παράδειγμα η Christine Lagarde: «Η Ελλάδα χρειάζεται μεταρρυθμίσεις, όχι “κούρεμα” του χρέους». Πετάγεται κάποιος και λέει: «Θρίαμβος της κυβερνητικής πολιτικής αφού από την αρχή ο στόχος μας ήταν οι μεταρρυθμίσεις». Λέει η Christine Lagarde: «Η Ελλάδα χρειάζεται κούρεμα του χρέους και όχι μεταρρυθμίσεις»: «Το κούρεμα του χρέους ήταν ο πρωταρχικός στόχος της κυβέρνησης». Όλα τα προηγούμενα με τη βοήθεια non papers, που παρουσιάζουν ηρωικούς έλληνες διαπραγματευτές να χτυπάνε το χέρι στο τραπέζι με τους δειλούς Ευρωπαίους να κρύβονται από κάτω.
Τελειώνει η συνάντηση στις Βρυξέλλες και το Μαξίμου βγάζει ότι η Ελλάδα είπε ότι δεν θα δεχτεί «ούτε ένα ευρώ περισσότερη λιτότητα». Τώρα τι διαπραγμάτευση είναι αυτή που η μία πλευρά λέει ότι δεν δέχεται να πάει σε διαπραγμάτευση, ας το αφήσουμε. Όταν όμως πριν μια εβδομάδα ο Τσακαλώτος έχει πει για την άρνηση του Τσίπρα να δεχτεί νέα μέτρα: «Τι θέλατε να πει; Ότι είμαστε έτοιμοι να κάνουμε 1 δισ. και μετά αυτοί να το πάνε στα 2 δισ.;» η ιστορία γίνεται κωμική.
Είναι σαν να παίζει η κυβέρνηση πόκερ, να λέει στους θεσμούς «θα χτυπάμε σαν να έχουμε καρέ του άσσου αλλά δεν θα έχουμε». Και να περιμένει από τον κόσμο να πιστέψει ότι οι θεσμοί πήγαν πάσο, επειδή φοβήθηκαν ότι έχει καρέ του άσσου. Σε τέτοιες περιπτώσεις κάποιος δεν περιμένει να κερδίσει αλλά να τον λυπηθούν. Κάτι που υποθέτω ότι ελπίζει η κυβέρνηση να κάνουν οι θεσμοί όταν έρθουν την Τρίτη. Χωρίς βέβαια να υπάρχει πρόβλημα. Το μόνο που θα χρειαστεί είναι να βγει η Ράνια Σβίγκου και να πει: «Από την αρχή ο στόχος της κυβέρνησης ήταν να τη λυπηθούν».