Του Κώστα Μήλα
Το οπλοστάσιο των μεταρρυθμίσεων επικαλέστηκε ο Κ. Μητσοτάκης στη συνάντηση με τον Εμ. Μακρόν. Τα ίδια όπλα θα χρησιμοποιήσει στη συνάντηση της 29ης Αυγούστου με την Α. Μέρκελ.
Η πρώτη από τις τρεις στάσεις της ευρωπαϊκής περιοδείας του Πρωθυπουργού ήταν πετυχημένη, δίνοντας έτσι τον τόνο για τις υπόλοιπες επαφές του με τους Ευρωπαίους ηγέτες.
Στο πρώτο μάλιστα αυτό crash test του Μητσοτάκη, κάποιοι αναλυτές δεν παρέλειψαν να συγκρίνουν την συνάντηση του Έλληνα Πρωθυπουργού με τον Εμ. Μακρόν, με εκείνη που είχε την ίδια ημέρα ο τελευταίος με τον Μπόρις Τζόνσον.
Δύο διαμετρικά αντίθετοι, σε ύφος και συμπεριφορά, ηγέτες. Από την μία πλευρά, ο «χαλαρός» Τζόνσον, ο οποίος δεν έχει ακόμα (;) συναίσθηση του πόσο επικίνδυνο για την Βρετανική οικονομία είναι το άτακτο Brexit, αστειεύτηκε απλώνοντας το πόδι του στο μικρό τραπεζάκι της αίθουσας όπου (υποτίθεται) ότι είχε σοβαρές συνομιλίες με τον Mακρόν για το μέλλον της Βρετανίας εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τέτοιου είδους «αστειάκια» ποτέ δεν θα επιχειρούσε η προκάτοχος του Tερέζα Μέι.
Από την άλλη πλευρά, ο σοβαρός και προσεκτικός Κυριάκος Μητσοτάκης, χωρίς να βασίζεται σε αγενή ή ανούσια αστειάκια, «ζήτησε» από τον Macron και τους Γάλλους επενδυτές να επενδύσουν στην ελληνική οικονομία.
Τα παραπάνω έχουν (μικρή έστω) σημασία για τους επενδυτές οι οποίοι, όπως δείχνουν τα τελευταία στατιστικά στοιχεία, και ενόψει Brexit, μειώνουν τις επενδύσεις τους στην Μεγάλη Βρετανία. Κάτι που σίγουρα αφήνει «ανοικτό παράθυρο» για περισσότερες επενδύσεις στην χώρα μας.
Ο κ. Μητσοτάκης καλά κάνει και επιδιώκει περισσότερες άμεσες επενδύσεις από το εξωτερικό. Και τούτο επειδή τα στοιχεία του ΟΟΣΑ δείχνουν ότι η Ελλάδα υπολείπεται σημαντικά στον συγκεκριμένο τομέα διεθνώς.
Πράγματι, οι άμεσες επενδύσεις από το εξωτερικό στην Ελλάδα αντιστοιχούσαν μόνο στο 16% του ελληνικού ΑΕΠ (το 2017) σε σχέση με το 59% στην Πορτογαλία, το 55% στην Ευρωπαϊκή Ένωση (στοιχεία για το 2018) και το 41% στον ΟΟΣΑ (στοιχεία για το 2018). Άρα, μπορούμε και πρέπει να κάνουμε περισσότερα για προσέλκυση διεθνών επενδύσεων.
Επόμενος «σταθμός» του Έλληνα Πρωθυπουργού το Βερολίνο όπου ο κ. Μητσοτάκης, στη συνάντηση του με την Angela Merkel, αναμένεται να επιδιώξει περισσότερες Γερμανικές επενδύσεις στην Ελλάδα προβάλλοντας ως κίνητρο την επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων αλλά και την μείωση του συντελεστή φορολογίας των επιχειρήσεων (από το 28% το 2019 στο 24% το 2020 και ακόμα χαμηλότερα στο 20% το 2021).
Παράλληλα, ο κ. Μητσοτάκης, στη συνάντηση του με την Angela Merkel, θα θέσει το θέμα της μείωσης του πρωτογενούς ελλείμματος ως ποσοστό του ΑΕΠ από το 3,5% που έχουμε συμφωνήσει με τους εταίρους μας έως και το 2022 σε χαμηλότερα επίπεδα προκειμένου να δημιουργηθεί «χώρος» για τις προαναφερθείσες φορολογικές ελαφρύνσεις οι οποίες θα οδηγήσουν σε επανεκκίνηση της οικονομίας.
Το σκεπτικό του Έλληνα Πρωθυπουργού έχει λογική. Από την στιγμή που οι αγορές εμπιστεύονται την ελληνική κυβέρνηση (κάτι το οποίο είναι εμφανές από την μεγάλη αποκλιμάκωση του ελληνικού κόστους δανεισμού το τελευταίο δίμηνο) δεν θα πρέπει να την εμπιστευθούν και οι εταίροι μας συνυπογράφοντας μείωση του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5%;
Πέρα όμως από την μείωση του ελληνικού κόστους δανεισμού στις διεθνείς αγορές, ο κ. Μητσοτάκης διαθέτει και άλλα επιχειρήματα στο «οπλοστάσιο» του.
Πρώτον, ικανός αριθμός υπουργών της κυβέρνησης του είναι τεχνοκράτες οι οποίοι, χωρίς να νοιώθουν το άγχος εκλογής στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, αναμένεται ότι θα επιδιώξουν την απαραίτητη βελτίωση στην κυβερνητική αποτελεσματικότητα έτσι ώστε να ξεκολλήσουν «εμβληματικές» επενδύσεις (πχ Ελληνικό, Ορυχεία Χρυσού).
Δεύτερον, και εξίσου σημαντικό,τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα της τάξεως του 3,5% του ΑΕΠ δεν έχουν καμία λογική και ειδικά σε περιόδους κατά τις οποίες ελλοχεύει ο κίνδυνος ύφεσης, ή τουλάχιστον, σημαντικής επιβράδυνσης στην διεθνή οικονομία.
Πράγματι, η μείωση των προαναφερθέντων συντελεστών φορολογίας θα λειτουργήσει θετικά και πολλαπλασιαστικά για την ελληνική οικονομία σε μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, το πρωτογενές πλεόνασμα θα μεταβληθεί επί τα χείρω εκτός βέβαια (και εδώ βρίσκεται το όλο παράλογο του υψηλότατου πλεονάσματος 3,5% επί του ΑΕΠ) εάν η χώρα μας εισέλθει (λόγω διεθνής συγκυρίας) σε ύφεση.
Κάτι που θα οδηγήσει σε μεγάλη αύξηση του πλεονάσματος μέσω της μείωσης του παρονομαστή. Δηλαδή, στο βαθμό κατά τον οποίο το ΑΕΠ της ελληνικής οικονομίας συρρικνωθεί σημαντικά!
Τέτοιου είδους επιχειρήματα αναμένεται ότι θα θέσει (ή θα πρέπει να θέσει) ο κ. Μητσοτάκης στην Angela Merkel.