Οι τελευταίες εξελίξεις στην ελληνοτουρκική κρίση, τροφοδότησαν μια νέα έντονη δημόσια συζήτηση, για τον χαρακτήρα της αποκλιμάκωσης και το ενδεχόμενο ενός επερχόμενου διαλόγου. Κατά την γνώμη μου, οι όποιες εκτιμήσεις και, πολύ περισσότερο, οι βεβαιότητες περί αυτών, πρέπει να θεωρούνται πρόωρες. Και αυτό γιατί το διακύβευμα της ελληνοτουρκικής κρίσης, αλλά και η πορεία της, είναι πολύπλοκη, με πολλές εναλλαγές φάσεων και απροσδιόριστη έκβαση.
Οι βασικοί συντελεστές Ελλάδα και Τουρκία, καθώς και ο Δυτικός παράγων με τις βασικές συνιστώσες του, διαμορφώνουν ένα πλαίσιο ανταγωνισμού που επηρεάζει και καθορίζει τις κινήσεις όλων, σε μια πολυεπίπεδη διπλωματική και στρατιωτική σκακιέρα. Οι συμμαχίες και τα σχέδια αναπροσαρμόζονται διαρκώς.
Η Τουρκία διαθέτει συγκροτημένη και ομολογημένη διεκδικητική στρατηγική. Δηλώνει με κάθε τρόπο ότι επιθυμεί να επεκταθεί περιφερειακά και να ηγεμονεύσει, μέσα από την αναθεώρηση διεθνών συνθηκών και συνόρων.
Την περίοδο αυτή, κινείται συντεταγμένα απέναντι σε χώρους όπου υπάρχουν ζωτικά ευρωπαϊκά συμφέροντα. Η Ελλάδα, ως το ακρότατο σημείο της Δύσης στην περιοχή της Ν.Α Μεσογείου, αποτελεί το πρώτο σημείο διεκδίκησης της Τουρκίας, ως το βασικό προγεφύρωμα για την ανάπτυξη μιας ευρύτερης νεοθωμανικής επέκτασης.
Η Τουρκία, ως προς την υλοποίηση της στρατηγικής της, εμφανίζεται με πολλαπλούς ρόλους. Πρώτον, ως «Δυτικός σύμμαχος». Δεύτερον, ως «αντικείμενο του πόθου» στην ευρύτερη διαμάχη της Δύσης με τους ανταγωνιστές της Ρωσία και Κίνα. Και τρίτον, με έμπρακτη πολιτική πλήρους αυτονομίας και ανταγωνισμού απέναντι στον Δυτικό παράγοντα, διακινδυνεύοντας και την διάλυση του ως σύστημα ασφάλειας και τις αποσπάσεις ζωτικού του χώρου. Το γεωπολιτικό παιχνίδι των Τούρκων στηρίζεται στον άξονα του σημερινού κατακερματισμού και των γεωπολιτικών κενών της Δύσης, όπως αυτά εμφανίζονται στους βασικούς της πυλώνες, που είναι το ΝΑΤΟ και η ΕΕ.
Ταυτόχρονα, η Τουρκία υλοποιεί το σχέδιο της με μια ενιαία στρατηγική δυαδικής μορφής. Στρατιωτική απειλή και επιβολή ενός αναθεωρητικού διαλόγου. Αυτό που την ενδιαφέρει είναι να πετύχει τους στόχους της. Μάλιστα θα έλεγα, εναλλάσσει τις δύο μορφές προκειμένου και να εκβιάζει, αλλά και να εκθέτει τον αντίπαλο στο παιχνίδι επίρριψης των ευθυνών.
Το νέο στοιχείο σ’ αυτή την ευρύτερη κρίση, είναι ο συγκλίνων συντονισμός της Δύσης για την αποτροπή της κλιμακούμενης τουρκικής επιθετικότητας. Η Τουρκία νιώθει δυνατή, αλλά ταυτόχρονα γνωρίζει και τα όριά της. Ο Ερντογάν δεν είναι παράφρων, όπως πιστεύουν κάποιοι. Σ’ αυτή τη φάση, αντιλήφθηκε ότι δεν είναι δυνατόν να συγκρουστεί μετωπικά με το σύνολο της Δύσης. Η απόσυρση του Όρουτς Ρέις, εντάσσεται σ’ αυτή τη συνειδητοποίηση. Ότι δηλαδή, δεν συντρέχουν, προσώρας, οι συνθήκες του Δυτικού διχασμού, με βάση τον οποίο ασκεί την επιθετική της πολιτική η Τουρκία.
Ο Δυτικός παράγων συνειδητοποιεί, ότι η στρατιωτικοποίηση της κρίσης διακινδυνεύει με διάλυση μια ήδη προβληματική κατάσταση ασφάλειας και, ταυτόχρονα, θέτει ζήτημα διχασμού της Ευρωπαικής Ένωσης, δηλαδή διακύβευσης του Ευρωπαϊκού ενοποιητικού εγχειρήματος. Με άλλα λόγια, η Δύση συνειδητοποιεί ότι η τουρκική επιθετικότητα δεν θίγει μεμονωμένα την Ελλάδα, αλλά θέτει σε καθεστώς αποδιοργάνωσης τους βασικούς Δυτικούς πυλώνες.
Αυτό δεν σημαίνει ότι λύνεται αυτόματα το εθνικό μας πρόβλημα προς όφελος μας. Σαφώς και η Δυτική ομπρέλα αποτελεί μεγάλη ασπίδα διπλωματικής αποτροπής και προστασίας για τη χώρα μας, αλλά, ταυτόχρονα, γνωρίζουμε ότι θα ασκηθούν πιέσεις προς την Ελλάδα για επίδειξη «μετριοπάθειας». Είναι αυτό ακριβώς που θα προσπαθεί να ενισχύσει η Τουρκία, μεταθέτοντας την πίεση προς την Ελλάδα με το δίπολο «απόσυρση του Όρουτς Ρέι» και διεξαγωγή ενός «φορτωμένου και ελεύθερου διαλόγου», που η χώρα μας ούτε θέλει ούτε μπορεί να αντέξει. Και που στη συνέχεια, μπορεί με αυτό το πρόσχημα, να επανέλθει σε διαδικασία επανακλιμάκωσης, με έκθετη την Ελλάδα.
Μπαίνουμε λοιπόν σε πολύπλοκα και δύσβατα μονοπάτια, όπου η επιτιθέμενη Τουρκία θα συνεχίζει να πιέζει εναλλάξ στρατιωτικά και «ειρηνευτικά», προσπαθώντας να διχάσει εκ νέου και ν’ αποδυναμώσει τη Δυτική πίεση πάνω της.
Η Ελλάδα δεν έχει τίποτα να φοβηθεί, όμως οφείλει ν΄ αντιμετωπίσει δραστήρια δύο επικίνδυνους διχασμούς. Έναν εσωτερικό, ανάμεσα σε «ενδοτικούς» και «αδιάλλακτους», που φαίνεται ευτυχώς να ελέγχει, και έναν πολύ κρίσιμο εξωτερικό, τον Δυτικό παράγοντα, που είναι εύθραυστος και ασταθής απέναντι στους τουρκικούς ελιγμούς. Η επιτυχημένη μέχρι σήμερα διπλωματική μας πολιτική, πρέπει να συνεχιστεί και ν’ αναβαθμιστεί σε δύο επίπεδα. Πρώτον, στην επιμονή της έμπρακτης και σταθερής αποκλιμάκωσης και, δεύτερον, στη συμμετοχή σ’ ένα διερευνητικό διάλογο επίλυσης της μοναδικής εκκρεμότητας (υφαλοκρηπίδα-ΑΟΖ), και όχι σ’ έναν αναθεωρητικό διάλογο.
Η Δυτική διπλωματία, δεν πρέπει να παραμείνει μόνο στην άσκηση πίεσης για τη στρατιωτική αποκλιμάκωση. Είναι σημαντικό ν’ ασκηθεί συνδυασμένη και παρατεταμένη πίεση απέναντι στην εμμονική προσπάθεια της Τουρκίας να επιβάλλει πλήρη αναθεωρητικό διάλογο. Η απειλή των Ευρωπαϊκών κυρώσεων, η καταδίκη των τουρκικών ενεργειών εκ μέρους των ΗΠΑ, η Γαλλική στρατιωτική αντίδραση, είναι αναγκαίο να παραμείνουν ως ενιαία στρατηγική της Δύσης απέναντι στην επικίνδυνη για τα Δυτικά συμφέροντα στρατηγική της Τουρκίας.
Είναι αναγκαίο η Δύση να κατανοεί διαρκώς, ότι ο αναθεωρητικός διάλογος που προτείνεται από την Τουρκία, είναι ο «Δούρειος Ίππος» που θα οδηγήσει στη Δυτική αιχμαλωσία και μελλοντική άλωσή της. Κάτω από το τίτλο « διάλογος ελεύθερος και άνευ όρων», υποκρύπτεται σαφής πρόθεση αλλαγής συνόρων στην περιοχή μας όπου συναντώνται τρείς Ήπειροι. Θέτει σε κίνδυνο το status quo, ανατρέπει Διεθνείς συνθήκες και συμβάσεις Διεθνούς δικαίου, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη Δυτική ασφάλεια, αλλά και για την διεθνή συνεργασία και ειρήνη. Οράματα και εγχειρήματα γεωπολιτικού αναθεωρητισμού, όπως αυτό της σημερινής Τουρκίας, είναι ο σοβαρότερος κίνδυνος για μια μεγάλη ανάφλεξη, στον ήδη ταραγμένο πλανήτη μας.