Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Πρέπει να το 'χουμε ξαναπεί, αλλά δεν μας πειράζει να το επαναλάβουμε γιατί είναι μια σοφή, γάργαρη παρατήρηση. Λέει λοιπόν κάπου στα «Minima moralia» ο Αντόρνο, σε αυτές τις σημειώσεις του περιθωρίου, ότι αν μας προδώσει, λέει, ο σύντροφός μας σήμερα, δεν αρκούμαστε στην πράξη καθαυτή, ή μάλλον η προδοσία του δεν αντανακλά μόνο στο παρόν και οι επιπτώσεις της δεν αφορούν μόνο τις σχέσεις μας μαζί του στο μέλλον, αλλά συμπαρασύρουν, μεταλλάσσουν, επαναδημιουργούν και κάτι που κατ' ουσίαν δεν υφίσταται πλέον: το παρελθόν. Με μία μεταφυσικού κύρους δύναμη, ακατανόητη έξω από το «ψυχολογικό» πεδίο, ο αδικημένος στρέφει το βλέμμα πάνω από τον ώμο του, κοιτά τι έχει ζήσει έως τώρα με τον αδικήσαντα και, πλέον, παύει να περιβάλλει τις καλές αναμνήσεις του με εκείνη τη ζεστή κάπα της νοσταλγίας, με θέρμη και με αγάπη, αλλά τις κουκουλώνει με τη μαλλιαρή μπέρτα της φρίκης. Σαν μια τερατώδης σκιά που τη γεννά ένας νυχτερινός ήλιος, η σημερινή προδοσία μεταμορφώνει και τις παρελθούσες πράξεις τού άλλου, τότε που υποτίθεται ότι ήταν «καλός». Με δυο λόγια: όχι, ποτέ του δεν ήταν καλός, ήταν από τότε ένας προδότης, απλώς δεν είχε εκδηλωθεί. Τρέφαμε ένα φίδι στον κόρφο μας.
Υπάρχει ένας τρόπος να μη σου συμβεί αυτό. Τον έχουν ανακαλύψει οι συριζαίοι. Οι συριζαίοι, θέλω να πω, που νιώθουν προδομένοι από τον Αρκά. Είναι απλός τρόπος, ένα από τα πρώτα κόλπα που μαθαίνει κανείς στο φροντιστήριο της πολιτικής εκλογίκευσης. Ο εξής: «Λοιπόν, όχι, ο Αρκάς δεν μας πρόδωσε ποτέ, ο Αρκάς ήταν πάντα ένας δικός μας, ένας από εμάς. Απλώς ο Αρκάς έχει πεθάνει — και στο πόδι του δουλεύει ένας άλλος». Αρκετοί από τους προδομένους συριζαίους έχουν σκεφτεί διάφορες παραλλαγές του γεγονότος: τον έχουν απαγάγει εξωγήινοι, έχει τρελαθεί, έχει χρέη στην εφορία, έχει χρέη από το καζίνο, τον δάγκασε λυσσασμένο σκυλί, έπεσε και χτύπησε στο κεφάλι, γέρασε και συντηρητικοποιήθηκε — τέλος πάντων, είναι πια ένας ΑΛΛΟΣ, δεν είναι αυτός με τον οποίο γελούσαμε, μαζί με τον οποίο μεγαλώσαμε, δεν είναι πλέον αυτός που μας έμαθε τα κόμικς τότε που ανεβαίναμε τα σκαλάκια τής «Βαβέλ», τότε που πίναμε ρετσίνα στον Μπαγασάκο τής Καλλιδρομίου και τρώγαμε μεθυσμένο κοτόπουλο στην αυλή τού Άμα Λάχει βλέποντας τον Άσιμο να πουλάει τις κασέτες του.
Όχι. Έχει πεθάνει, και το brand του το χειρίζονται ο Μητσοτάκης με τη Μαρέβα.
Υπάρχουν βέβαια και αυτοί που διάβασαν, ή διαισθάνθηκαν, τον Αντόρνο και, κοιτώντας προς τα πίσω, πάνω από τον ώμο τους, σιχαίνονται πια τον Αρκά ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ. Είναι πιο γενναίοι αυτοί. «Σιγά πια», θα σου πουν, «επαναλαμβανόμενα σεξιστικά αστειάκια, μια δήθεν αποδόμηση του πολιτικώς ορθού που χρησιμεύει σαν φερετζές για να καλύπτει έναν κατ' ουσίαν φαλλοκράτη — ποτέ δεν γελάσαμε στ' αλήθεια μ' αυτά τα χιλιομασημένα μικροαστικά αστεία. Στα ψέματα το κάναμε. Ποτέ δεν ήταν καν αστεία. Και έχει πολλά χρόνια τώρα που πουλάει την πένα του στα mainstream συστημικά αστικά έντυπα, δεν είναι κάτι που έγινε χθες αυτό». (Ναι, υπάρχουν και τέτοιοι. Είναι πιο γενναίοι. Και πιο γενναία ηλίθιοι και από τους πρώτους φυσικά — αυτούς που ορκίζονται και σου λένε με σιγουριά, «Ο Αρκάς, ρε συ, έχει πεθάνει, μα ναι σού λέω, το ξέρω από σίγουρη πηγή»).
Στο μεταξύ, και ενώ και οι μεν και οι δε (και οι θανατολάγνοι και οι γενναίοι) βγάζουν σπυριά με κάθε νέα σειρά του Αρκά —που στην πραγματικότητα χρησιμοποιεί τον ίδιο ήρωα μια ζωή τώρα, απλώς με άλλη μορφή και σε άλλο κόντεξτ κάθε φορά: αλλά προσέξτε, τον ίδιο πάντα—, στο μεταξύ λοιπόν και οι δύο κατηγορίες συριζαίων ξεχνούν κάτι. Το προφανές. Πως όλα αυτά που τους ενοχλούν ξεκίνησαν να τους ενοχλούν εδώ και τέσσερα χρόνια. Ούτε μέρα πιο πριν. Τι έγινε πριν από τέσσερα χρόνια; Πριν τέσσερα χρόνια πήραν την εξουσία. Όχι οι ίδιοι ακριβώς βέβαια, αλλά τα Μεγάλα Κεφάλια, οι αγραβάτωτοι ένστολοι.
Αυτό είναι το ένα. Ηχηρό καμπανάκι μεν, αλλά εις ώτα μη ακουόντων…
Υπάρχει όμως και κάτι άλλο. Δεν πήραν μόνο οι συριζαίοι την εξουσία. Την πήραν και οι ίδιοι οι τότε ήρωες του Αρκά. Το Γουρούνι, ο Χλέμπουρας, ο Κόκορας, το Σπουργίτι, o Ισοβίτης. Όλοι αυτοί. Και πλέον είναι άλλοι. Και είναι ολόγυμνοι. Και ζουν ήδη Μετά την Καταστροφή. Κι αυτό τρομάζει τους ηθικολόγους της Αριστεράς? τους αποπροσανατολίζει. Γιατί το βιώνουν στρέφοντας το κεφάλι τους προς τα πίσω, πάνω από τους ώμους τους, και διακρίνοντας τον εαυτό τους εκεί πέρα, ανάμεσα στις πονηρές σκιές. Ξέρουν πως αυτοί, οι χάρτινοι ήρωες του Αρκά και αυτοί οι ίδιοι, είναι εκείνοι που τους κλείνουν το μάτι μέσα από τις σκιές. Και κατά βάθος καταλαβαίνουν, και αυτό είναι πολύ σκληρό, πως, αν πρόδωσε κάποιος εδώ πέρα, δεν είναι βέβαια ο ατιθάσευτος Αρκάς. Είναι οι ίδιοι. Και, για να το ξεχάσουν αυτό, πρέπει να τον «σκοτώσουν».
* * *
Ο Αρκάς πολεμά τον λαϊκισμό πολύ πριν ο λαϊκισμός γίνει πρωτοσέλιδο και thesis. Πριν γίνει —και αυτός— mainstream. Πολύ πριν καταντήσει η τότε νεολαία της Αριστεράς, όπως δυστυχώς κατάντησε, παιχνιδάκι στον περιφερόμενο θίασο της Θέκλας, στον περιφερόμενο θίασο του κυβερνώντος εθνολαϊκισμού. Βέβαια, όπως θα έλεγε και ο Κόκορας, «Άμα σε προδίνουν και οι φαντασιώσεις σου, τι να περιμένεις από τη ζωή…»