Το τένις δεν ήταν πάντα άθλημα χρυσοτόκος όρνιθα, όπως είναι σήμερα. Στις αρχές του 20ού αιώνα, ήταν ακόμη στα σπάργανα ως επαγγελματική αθλητική ενασχόληση και οι αθλητές του περισσότερο κυνηγούσαν τον κότινο της νίκης, παρά τα χρήματα.
Εκείνη την ηρωική μα και άδολη εποχή, έζησε και ο αθλητής με την κεραυνοβόλο, αήττητη ρακέτα, η ζωή του οποίου βρέθηκε στις Συμπληγάδες των πολιτικών σκοπιμοτήτων της εποχής του.
Ο τενίστας Άρτσιλ Μντιβάνι (1911 - 1937) ήταν ένα νεαρό αγόρι υπόδειγμα, γόνος οικογένειας επαναστατών, αφού ο πατέρας του Μπούντου, στα τέλη της δεκαετίας του 1910 ήταν ο επικεφαλής των Μπολσεβίκων στην Τιφλίδα, πρωτεύουσα της Γεωργίας. Χωρίς ενδοιασμούς, συμμετείχε και διακρίθηκε στο ρωσικό Εμφύλιο πόλεμο στην περιοχή της Υπερκαυκασίας και με τη νίκη του Κόκκινου στρατού, είδε την καριέρα του να εκτινάσσεται και να καταλαμβάνει μία επίζηλη θέση του προεδρείου του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γεωργίας. Η εποχή ήταν δύσκολη, η καθημερινότητα γεμάτη αντιξοότητες για την πλειοψηφία του πληθυσμού, η κομματική ελίτ ωστόσο άρχισε να εκτιμά τα προνόμια της εξουσίας.
Ο νεαρός Άρτσιλ αντίκρισε για πρώτη φορά το τερέν του τένις σε ηλικία επτά ετών. Εκείνη την εποχή, προπονητής αλλά και διευθυντής της λέσχης τένις στην Τιφλίδα ήταν ένας Έλληνας, γεννημένος στο Παρίσι, ο Γιαν Ομέρ (Γιάννης Όμηρος). Ως γόνος της νέας αριστοκρατίας ο γιος του κομματικού ηγέτη αποφάσισε να ασχοληθεί με ένα αντάξιο της κοινωνικής του θέσης άθλημα και να διακριθεί.
Το 1924, ο πατέρας του, διορίζεται επικεφαλής της Εμπορικής Αντιπροσωπείας της Ε.Σ.Σ.Δ. στο Παρίσι. Όσοι έχουν εντρυφήσει στις δαιδαλώδεις σελίδες της σοβιετικής ιστορίας, γνωρίζουν πως τέτοιες θέσεις λειτουργούσαν πάντα ως κάλυψη για άλλες, πιο σκοτεινές δραστηριότητες. Ωστόσο, το τένις ήταν τότε σε άνθιση και χιλιάδες κόσμου συνέρρεαν στα γήπεδά του. Ο Άρτσιλ γοητεύτηκε από την αίγλη που απολάμβαναν οι αθλητές και επιστρέφοντας στην πατρίδα του προσπάθησε να μιμηθεί την αγωνιστική τους συμπεριφορά στα γήπεδα. Το ιδιαίτερο στιλ του, η ταχύτητα των αντιδράσεων, τα συντριπτικά χτυπήματα της ρακέτας, δεν άργησαν να δημιουργήσουν ένα νέο, αθλητικό μύθο που τόσο ανάγκη είχε η σοβιετική προπαγάνδα, για να δείξει όχι μόνο την άνοδο του βιοτικού επιπέδου του λαού, μα και την μύησή του σε απαγορευμένες κατά το παλαιό καθεστώς δραστηριότητες.
Είχε ιδιαίτερη αδυναμία, ταλέντο και αποτελεσματικότητα στο να παίζει τένις μαζί με τον επίσης διάσημο την εποχή εκείνη τενίστα Έντουαρντ Νεγκρεμπίνσκι (1908-1985). Το 1928 αποκτούν τεράστια δημοσιότητα, φτάνοντας στον τελικό της Σπαρτακιάδας, μα έχασαν κι έτσι επέστρεψαν στην Τιφλίδα για να προετοιμαστούν καλύτερα. Το 1932 μετακομίζουν στο Λένινγκραντ, το οποίο ήταν τότε η «πρωτεύουσα του τένις» για να συνεχίσουν την καριέρα του, ακολουθούμενοι από πλήθη θαυμαστών. Αρχίζει η ατελείωτη σειρά νικών επί όλων των αντιπάλων τους.
Η αρχή της νέας δεκαετίας, μπορεί να ήταν η εποχή - πρελούδιο της Μεγάλης Τρομοκρατίας που θα ακολουθούσε, μα για τον Άρτσιλ Μντιβάνι ήταν η περίοδος, κατά την οποία κατακτούσε το ένα μετά το άλλο τα χρυσά μετάλλια. Τα πλήθη παραληρούν, η προπαγάνδα το εκμεταλλεύεται.
Οι αθλητικές εφημερίδες περιγράφουν το ζευγάρι Μντιβάνι - Νεγκρεμπίνσκι ως «θηρευτές» ακίνητους και το 1936, τη χρονιά που ξεκινάει ο Γολγοθάς των λαών της Ε.Σ.Σ.Δ. με τις απηνείς διώξεις εκατομμυρίων αθώων ανθρώπων, ο Μντιβάνι κερδίζει το πρωτάθλημα και φεύγει για προπονήσεις στο Παρίσι.
Δεν πρόλαβε όμως να ολοκληρώσει το πρόγραμμά του και επιστρέφει εσπευσμένα στην πατρίδα, μαθαίνοντας πως συνέλαβαν τον πατέρα και όλη την οικογένειά του.
Ο Μπούντου Μντιβάνι, είχε διαφωνήσει με την ένταξη της Γεωργίας στην Ε.Σ.Σ.Δ., ενώ προς τα τέλη της δεκαετίας του 1920 είχε προσχωρήσει στο στρατόπεδο των τροτσκιστών. Η φιλία του με τον Στάλιν παρέμενε αλώβητη και κάθε φορά που επισκεπτόταν τη σοβιετική πρωτεύουσα, ο παλιός κομματικός του φίλος, τον φιλοξενούσε στο διαμέρισμά του. Τον Αύγουστο του 1936 ο Στάλιν υπέγραψε το ένταλμα σύλληψης του παλιού του συντρόφου. Ο Μπέρια, ο οποίος αντιπαθούσε τον Μπούντου τον συνέλαβε και τον έριξε στα μπουντρούμια της N.K.V.D. μαζί με τη σύζυγο, τους τρεις γιους και τη θυγατέρα του. Ο 60χρονος τότε παλιός Μπολσεβίκος παρά τα ανήκουστα βασανιστήρια που υπέστη αρνήθηκε να υπογράψει μία υπαγορευμένη ομολογία. Οι ανακριτές κατάφεραν να τον «σπάσουν» μόνο όταν τον έβαλαν να ακούσει τις κραυγές του μεγαλύτερου γιου του που τον βασάνιζαν σε διπλανή αίθουσα.
Το 1937 ο Μπούντου Μντιβάνι εκτελέστηκε και μαζί του οι γιοι του Γκεόργκι, Νταβίντ και Ιβάν, ενώ την κόρη του Μαίρη την έστειλαν σε στρατόπεδο και την εκτέλεσαν το 1939.
Στο μεταξύ, οι αθλητικές εφημερίδες συνέχιζαν να εξυμνούν τον μεγάλο σοβιετικό αθλητή, ενώ το κόμμα και οι μυστικές υπηρεσίες, τον κρατούσαν στο απόλυτο σκοτάδι σχετικά με την τύχη της οικογένειάς του.
Σε κάποια δεξίωση, ο νεαρός αθλητής συνάντησε τον πανίσχυρο Λαβρέντι Μπέρια, τον πρωτομάστορα του τρόμου και τον ρώτησε για την τύχη των δικών του. Ήρεμος και χαμογελώντας ο Μπέρια του απάντησε: «Αν θα πάρεις το πρωτάθλημα, θα τους αφήσουμε όλους», γνωρίζοντας πως έχουν ήδη εκτελεστεί.
Το 1937 ο Άρτσιλ Μντιβάνι κέρδισε το τουρνουά πανηγυρικά. Στη δεξίωση που ακολούθησε, σήκωσε το γεμάτο σαμπάνια ποτήρι του και είπε: «Η οικογένεια Μντιβάνι, δεν ήταν ποτέ εχθροί του λαού». Μοιραία φράση, μοιραίο λάθος κι ασυγχώρητο. Στις 17 Απριλίου τον συλλαμβάνουν στο ξενοδοχείο της Μόσχας όπου διέμενε. Στις 13 Σεπτεμβρίου δικάστηκε με την κατηγορία της συνομωσίας για τη δολοφονία του Μπέρια. Η ποινή εκτελέστηκε την ίδια κιόλας ημέρα. Ήταν μόλις 26 ετών.
Πέθανε χωρίς να μάθει τίποτα για την τύχη της οικογένειάς του. Δεν ήξερε πως η αδελφή του Μαίρη για κάποιο λόγο γλίτωσε προσωρινά το θάνατο. Πριν τη συλλάβουν, άφησε τον μικρό της γιο Νταβίντ σε μία γειτόνισσα. Αφού την βασάνισαν σκληρά, την καταδίκασαν σε 10 χρόνια εγκλεισμού στα στρατόπεδα. Είναι αδύνατο όμως για τον άνθρωπο να καταλάβει τον τρόπο σκέψης μίας αιμοσταγούς εξουσίας. Η ηγεσία του Τρόμου άλλαξε γνώμη και το 1939 εκτέλεσαν και το τελευταίο μέλος της οικογένειας του παλιού μπολσεβίκου. Πριν την σκοτώσουν, της επέτρεψαν να γράφει μία επιστολή στο γιο της. Μεγαλώνοντας ο εγγονός του Μπούντου Μντιβάνι, το μόνο πράγμα που βρήκε από τη μητέρα του, ήταν μερικές σελίδες με τα τελευταία της λόγια.
Το 1957 ο Άρτσιλ και τα μέλη της οικογένειάς του, αποκαταστάθηκαν.
Το 2001 με την ευκαιρία των 90 χρόνων από τη γέννησή του, στην οδό των Αδελφών Ζουμπαλασβίλι, τοποθετήθηκε μία αναμνηστική πινακίδα, για να θυμίζει στους κατοίκους της πρωτεύουσας της περήφανης Γεωργίας τον ένδοξο αθλητή με το τραγικό τέλος.