Ο στόχος της εκπαιδευτικής διαδικασίας είναι να διαμορφώνει Πολίτες. Πολίτες με τις απαραίτητες γνώσεις και δεξιότητες και βέβαια με Δημοκρατική κοινωνική συνείδηση. Πέρα από τους μαθητές (όλων των βαθμίδων), στη διαδικασία αυτή συμμετέχουν και οι δάσκαλοι (όλων των βαθμίδων) ως φορείς μετάδοσης της γνώσης, οι εκπαιδευτικές μονάδες (σχολεία, πανεπιστήμια, κ.λ.π) αλλά και το ίδιο το κράτος. Κάθε μία από τις οντότητες αυτές δεν μπορεί παρά να αξιολογείται σε σχέση με την επίτευξη των στόχων και στη συνέχεια να προβαίνουμε στις εκάστοτε απαιτούμενες διορθώσεις.
Η πεμπτουσία της αξιολόγησης δεν είναι ο εντοπισμός των «καλών» και των «κακών» και η τιμωρητική αντιμετώπιση των δεύτερων. Ο κύριος ρόλος της αξιολόγησης, εκεί δηλαδή που εστιάζει κάθε σύστημα αξιολόγησης, είναι η βελτίωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας, σε ατομικό (δάσκαλος) και συλλογικό (σχολική μονάδα) επίπεδο. Η έμφαση στη διαδικασία αξιολόγησης ενός καλά σχεδιασμένου συστήματος είναι να παρέχει στο δάσκαλο χρήσιμη πληροφορία αλλά και ταυτόχρονα στήριξη έτσι ώστε η αξιολόγηση να οδηγεί στο ζητούμενο, δηλαδή τη βελτίωση. Χωρίς αξιολόγηση που να αποτιμά το τι έχουμε ως τώρα πετύχει, με την ανάδειξη των θετικών ενεργειών αλλά και των αδυναμιών και αστοχιών, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει βελτίωση.
Για το θέμα της αξιολόγησης έχουν γραφτεί χιλιάδες σελίδες, διεθνώς, και εκατοντάδες μελέτες και συζητήσεις έχουν γίνει από ειδικούς επιστήμονες και στελέχη που χαράσσουν αντίστοιχε πολιτικές. Αυτό αναδεικνύει και τη δυσκολία του εγχειρήματος. Τα τελευταία χρόνια, η τάση σε όλες τις χώρες που έχουν υιοθετήσει κάποιο από τα συστήματα αξιολόγησης, ακολουθεί τους παρακάτω άξονες. Παρεμπιπτόντως, δεν γνωρίζω καμία χώρα ανάμεσα σε αυτές, τουλάχιστον, που χαρακτηρίζονται ως οικονομικά αναπτυγμένες, που να μην εφαρμόζεται σύστημα αξιολόγησης. Η Ελλάδα, στο σημείο αυτό, ακόμη μια φορά, παραμένει εγκλωβισμένη στη ναρκισσιστικά αυτιστική της μοναξιά.
Ο ένας άξονας ενός συστήματος αξιολόγησης είναι η αυτό-αξιολόγηση. Σε ατομικό επίπεδο, ο δάσκαλος έχοντας θέσει αρχικούς στόχους, αυτό-αξιολογείται ως προς το τι πέτυχε, πού υστέρησε και γιατί. Ποιοι είναι οι παράγοντες που οδήγησαν στην ανάδειξη των αδυναμιών, και τι χρειάζεται για να τους υπερκεράσει στη συνέχεια, σε επίπεδο υλικοτεχνικής υποδομής, διδακτικής μεθόδου αλλά και την ανάγκη σε επιμόρφωση.
Ανάλογα, σε επίπεδο σχολικής μονάδας, επανεξετάζονται οι στόχοι, συζητούνται οι αδυναμίες, τα επιτεύγματα, οι σχετικές ανάγκες σε υποδομές. Η διαδικασία της αυτο-αξιολόγησης της μονάδας είναι ίσως η σημαντικότερη συνιστώσα ενός συστήματος αξιολόγησης. Η διαδικασία αυτή προϋποθέτει συζητήσεις μεταξύ των δασκάλων, ανταλλαγές απόψεων, προβληματισμούς και συναινέσεις για τον προσδιορισμό των επόμενων στόχων και αναγκών. Συζητούνται οι αδυναμίες και τα δυνατά σημεία. Ο Άνθρωπος είναι ον μιμητικό, έτσι σε τέτοιες συζητήσεις δημιουργούνται και τα κίνητρα ώστε αυτοί που υστερούν να προσπαθήσουν περισσότερο. Και αυτό δεν αναδεικνύεται μέσα από την επιτίμηση και την «τιμωρία», αλλά μέσα από την απαρίθμηση των θετικών σημείων, που δημιουργεί, υποσυνείδητα, μία υγιή άμιλλα.
Ο τρίτος άξονας είναι η εξωτερική αξιολόγηση, που αποδομεί τυχόν εσωστρεφείς τάσεις (πάντα ανθρώπινο) και παρέχει είσοδο με ανατροφοδοτικές παρατηρήσεις και προτάσεις υποστήριξης και βελτίωσης.
Βέβαια, όλα τα παραπάνω χάνουν το νόημά τους αν δεν υπάρχουν οι στόχοι. Και οι στόχοι καθορίζονται από την κεντρική διοίκηση, στο πλαίσιο των γενικών γνώσεων και δεξιοτήτων που απαιτούνται από την αγορά εργασίας, με την οποία, κάποια στιγμή, οι νέοι που θα αφήσουν το σχολείο θα έλθουν αντιμέτωποι. Ταυτόχρονα, ανάμεσα στους στόχους είναι και η ενδυνάμωση των κοινωνικών ευαισθησιών και Δημοκρατικών πεποιθήσεων. Παράλληλα, στόχοι τίθενται και από τις επιμέρους σχολικές μονάδες που σχετίζονται με την κοινωνική προέλευση, την οικογενειακή κατάσταση, τις οικονομικές και γεωγραφικές ανισότητες που διαμορφώνουν το μαθησιακό περιβάλλον κάθε μαθητή. Εδώ η αυτο-αξιολόγηση παίζει σημαντικό ρόλο για την ανάδειξη τέτοιων ιδιαιτεροτήτων, που με τη σειρά τους μπορεί να οδηγήσουν στην μείωση τέτοιων ανισοτήτων. Αντίθετα, οι ανισότητες αυτές ενισχύονται με την έλλειψη αξιολόγησης. Δεν είναι τυχαίο ότι χώρες που εφαρμόζουν σύστημα αξιολόγησης, και το έχουν εγκωλπιστεί, παρουσιάζουν μικρότερες ανισότητες, σε σχέση με τις εκπαιδευτικές ευκαιρίες, συγκριτικά με την Ελλάδα, όπως για παράδειγμα η Λιθουανία, η Φιλανδία, η Νορβηγία, η Εσθονία (χώρες με διαφορετικά, μεταξύ τους, οικονομικά επίπεδα), σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ.
Άρα, στόχοι και βελτίωση θα πρέπει να είναι ενταγμένοι στο επί μέρους «οικοσύστημα» που ανήκει το κάθε σχολείο. Αυτό το περιβάλλον θα διαμορφώσει τις απαιτήσεις, τη διδακτική μέθοδο, και πάνω απ? όλα τις εκπαιδευτικές δραστηριότητες. Καμία αξιολόγηση δεν μπορεί να είναι συγκριτική. Ποσοτικοί στόχοι, του τύπου, 5 ή 6 στη βαθμολογία, πολύ γρήγορα εκφυλίζονται σε αποστήθιση. Βελτίωση σημαίνει ότι το παιδί μαθαίνει να προσπαθεί, αναπτύσσει την αγάπη του για τη γνώση, απελευθερώνει τις δικές του δεξιότητες και έμφυτα ταλέντα. Πάνω απ? όλα, να αναπτύσσει την κοινωνικότητα του. Εδώ ο ρόλος της αυτό-αξιολόγησης στο επίπεδο σχολικής μονάδας αναβαθμίζεται, μέσα από τους προβληματισμούς και τις συζητήσεις των συμμετεχόντων.
Βέβαια, δεν νοείται αξιολόγηση χωρίς επιβράβευση. Επιβράβευση δασκάλων, επιβράβευση σχολικών μονάδων, όχι γιατί πέτυχαν μεγάλα ποσοστά σε 10 ή 20, αλλά γιατί υιοθέτησαν κατάλληλες μεθόδους, και εκείνες τις δραστηριότητες που ενσωμάτωσαν πιο πολύ και πιο πολλά παιδιά στο πνεύμα του σχολείου.
Ο μεγάλος κίνδυνος, όμως, που ελλοχεύει σε κάθε αξιολόγηση, είναι το κράτος να παίρνει τις εκθέσεις και απλά να τις αρχειοθετεί. Να μη τις μελετά, και να μην έρχεται αρωγός και να παρέχει, στο πλαίσιο των οικονομικών πάντα δυνατοτήτων, τις απαραίτητες υποδομές αλλά και να οργανώνει τα απαραίτητα προγράμματα επιμορφώσεων. Επίσης, η επιλογή των εξωτερικών αξιολογητών θα πρέπει γίνεται με αξιοκρατικά και όχι κομματικά κριτήρια, με την έξωθεν καλή μαρτυρία. Η αλήθεια είναι ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει κουλτούρα αξιολόγησης στο δημόσιο τομέα. Κατάλοιπο τριτοκοσμικών αναμνήσεων. Είναι ευθύνη της κυβέρνησης και της εκάστοτε κυβέρνησης να σχεδιάσει ενέργειες και να υλοποιήσει πολιτικές προς την κατεύθυνση αυτή.
Η Παιδεία και η εκπαίδευση στη νέα εποχή που έχει ήδη ανατείλει στο πλαίσιο της 4ης βιομηχανικής επανάστασης, έχει αναβαθμιστεί σε κύρια συνιστώσα του κοινωνικοοικονομικού οικοσυστήματος, και αποτελεί προϋπόθεση επιβίωσης (ναι επιβίωσης). Στην Ελλάδα, δυστυχώς, ακόμη σε μεγάλο βαθμό λειτουργούμε στην εποχή των Ομηρικών ηρώων. Δίνουμε έμφαση στο άτομο και την αυτοθυσία του. Αυτό που χρειάζεται η νέα εποχή είναι ισχυρές μονάδες, Πανεπιστήμια, σχολεία, κ.λ.π., που να λειτουργούν ως φυτώρια Πολιτών με γνώσεις και δεξιότητες, μέσα από συλλογικές προσπάθειες. Κέντρα γνώσης και Δημοκρατίας. Και χωρίς αξιολόγηση τέτοιες δομές δεν είναι δυνατόν να υπάρξουν. Χωρίς αξιολόγηση κάθε σύστημα κλείνεται σιγά σιγά στον «εαυτό» του, ατονεί και χάνει το δυναμισμό που η σύγχρονη εποχή απαιτεί.
Βέβαια, με τη σειρά του και κάθε σύστημα αξιολόγησης πρέπει να αξιολογείται. Όχι μόνον ως προς την γραφειοκρατική/διοικητική του πλευρά, αλλά με βάση το αποτέλεσμα που είχε πάνω στου μαθητές και τη βελτίωσή τους. Η αξιολόγηση είναι μία συνεχής διαδικασία. Εφαρμόζεται, αξιολογείται, και αναπροσαρμόζεται.
Ο παρόν νόμος είναι προς τη σωστή κατεύθυνση και εντάσσεται μέσα στο σκεπτικό που παρέθεσα παραπάνω. Θα μπορούσα να έχω κάποιες διαφορετικές απόψεις σε επιμέρους ζητήματα. Αλλά αυτό ισχύει και για κάθε νόμο, ειδικά κάθε νόμο που αφορά την Παιδεία. Κάποια στιγμή, όμως, πρέπει να γίνει η αρχή. Η μεγάλη ευκαιρία χάθηκε πριν δέκα περίπου χρόνια με το νόμο Διαμαντοπούλου, που αρχικά αποδομήθηκε και τελικά αποσύρθηκε. Άλλωστε, όπως έλεγε η Πολίτισσα γιαγιά μου «Τζιέρι μου, όποιος βαριέται να ζυμώσει δέκα μέρες κοσκινίζει».
Αξιολόγηση όχι τώρα, χθες.
* O Σέργιος Θεοδωρίδης είναι ομ. Καθηγητής στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Distinguished Professor Aalborg University Denmark και Αντιπρόεδρος στο Δίκτυο για τη Μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και την Ευρώπη