Η υγειονομική κρίση κατέστησε αναγκαία την παρατεταμένη αναστολή της οικονομικής δραστηριότητας και τη μαζική δημοσιονομική παρέμβαση στην ευρωζώνη προκειμένου να μετριαστούν οι οικονομικές συνέπειες της πανδημίας αλλά και να στηριχτούν τα εθνικά συστήματα υγείας.
Οι αποφάσεις αυτές είχαν ως αποτέλεσμα την απότομη αύξηση του δημόσιου χρέους, το οποίο στο τρίτο τρίμηνο του 2020 έφτασε στο 97,3% του ΑΕΠ της ευρωζώνης από 84,1% του ΑΕΠ το 2019. Το ελληνικό δημόσιο χρέος εκτιμάται ότι θα φτάσει στα 210% του ΑΕΠ από 176,6% του ΑΕΠ το 2019.
Σε ό,τι αφορά τη δυναμική του δημόσιου χρέους στην ευρωζώνη η πραγματική εικόνα θα αποκρυσταλλωθεί το 2022, όταν και θα έχουν τελειώσει όλες οι αναστολές και τα έκτακτα μέτρα που ελήφθησαν σε εθνικό επίπεδο. Είναι λογικό όμως να υποθέσουμε ότι σε ορισμένες χώρες της ευρωζώνης το δημόσιο χρέος θα συνεχίσει να κινείται ανοδικά τα επόμενα 1-2 έτη.
Με αφορμή την αύξηση του δημόσιου χρέους έχει ξεκινήσει η συζήτηση στην Ευρώπη, αλλά και εκτός, για την ακολουθητέα δημοσιονομική πολιτική. Η άποψη που κυριαρχεί είναι ότι στον βαθμό που ο ρυθμός αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ παραμένει υψηλότερος από το μέσο επιτόκιο δανεισμού, οι χώρες δεν πρέπει να ανησυχούν για το επίπεδο του.
Αυτό που έχει σημασία στην παρούσα φάση είναι να οδηγηθούν οι οικονομίες σε βιώσιμη τροχιά ανάπτυξης, και σε αυτή τη συγκυρία η δημοσιονομική πολιτική είναι το μόνο αποτελεσματικό εργαλείο για την επίτευξη αυτού του στόχου.
Την άποψη για συνέχιση μέχρι νεωτέρας των δημοσιονομικών παρεμβάσεων σε εθνικό επίπεδο δείχνει –σε αντίθεση με τη στάση της το 2010-2011– να υιοθετεί και η ΕΕ με τον χθεσινή ανακοίνωση της για τις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τη δημοσιονομική πολιτική την προσεχή περίοδο. Στέλνει όμως ένα διακριτό μήνυμα προς τις χώρες με το υψηλότερο δημόσιο χρέος να είναι πιο προσεκτικές και να λαμβάνουν υπόψη και την επόμενη ημέρα, όταν δηλαδή θα ανακληθούν οι ευνοϊκές αποφάσεις της ΕΕ και της ΕΚΤ.
Η οδυνηρή εμπειρία από τη στάση της Ευρώπης στην αντιμετώπιση της κρίσης του 2009-2012 οδήγησε πρόσφατα 100 οικονομολόγους στη διατύπωση της πρότασης να διαγραφούν τα δημόσια χρέη που διακρατά η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) ώστε να διευκολυνθεί η κοινωνική και οικολογική ανοικοδόμηση μετά την πανδημία.
Υποστηρίζουν πως η διαγραφή των δημόσιων χρεών ή η μετατροπή τους σε άτοκα χρέη στο διηνεκές θα μπορούσε να γίνει με αντάλλαγμα τη δέσμευση των κρατών ότι θα επενδύσουν τα ίδια ποσά για την οικολογική και κοινωνική ανοικοδόμηση.
Η πρόταση αυτή έχει μια ουσιαστική αδυναμία, όπως επισήμανε ο Olivier Blanchard. Οι ζημιές της ΕΚΤ από τη διαγραφή χρέους θα επιμεριστούν στις χώρες –όπως συμβαίνει και με τα κέρδη– με βάση την κλείδα κατανομής.
Η απώλεια από τα κέρδη που μοιράζει η ΕΚΤ στην ΤτΕ, και αυτή με τη σειρά της στο Υπουργείο Οικονομικών, θα ακυρώσουν ισόποσα το όφελος για την Ελλάδα από τη διαγραφή ομολόγων.
Η αντιπρόταση να διαγραφεί το μεγαλύτερο μέρος ή το σύνολο του χρέους χωρών όπως η Ελλάδα, η Ιταλία, αλλά όχι το χρέος της Γερμανίας ή άλλων χωρών με χαμηλό χρέος, θα συναντήσει διπλή αντίδραση.
Πρώτον, επειδή παραβιάζει την αρχή συμμετοχής στα κέρδη/ζημιές με βάση την κλείδα κατανομής με την οποία η κάθε χώρα συμμετέχει στην ΕΚΤ. Επιπρόσθετα, η πρόταση αυτή δεν θα γίνει εύκολα δεκτή, και το πιο πιθανό θα είναι να δούμε εκ νέου προσφυγή πολιτών της Γερμανίας στο Συνταγματικό Δικαστήριο, όπως συνέβη με το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων του 2015. Με τη μόνη διαφορά ότι σε αυτή την περίπτωση είναι πιο πιθανό το Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο να εκδώσει μια αρνητική απόφαση.
Έχει κατατεθεί και μια άλλη πρόταση από τον Stefano Micossi, που σε σημαντικό βαθμό βοηθά τις χώρες με μεγάλο χρέος να ξεπεράσουν τις πιθανές αντιρρήσεις της Γερμανίας ή άλλων χωρών.
Τα ομόλογα της πανδημίας –αυτό που πολλοί αποκαλούν καλό χρέος γιατί πρόεκυψε από την ανάγκη να στηριχτούν οι ευρωπαϊκές οικονομίες– που διακρατά η ΕΚΤ να περάσουν στο σύνολο τους στον ESM ο οποίος θα τα μετατρέψει σε μακροπρόθεσμο χρέος με πολύ χαμηλό επιτόκιο.
Το ιδανικό θα ήταν η απόφαση αυτή να αφορά το σύνολο του χρέους πανδημίας που διακρατά η ΕΚΤ, δηλαδή όλων των χωρών και όχι μόνο αυτών των χωρών που έχουν υψηλό δημόσιο χρέος.
Έτσι, δεν θα υπάρξει στίγμα για τις χώρες του Νότου. Για τον σκοπό αυτό θα καταστεί αναγκαίο να αυξηθεί η χρηματοδοτική επάρκεια του ESM ώστε να αγοράσει από την ΕΚΤ τα ομόλογα αυτά.
Η αγορά του χρέους όλων των χωρών από τον ESM αίρει πιθανές ανησυχίες ότι αυτό θα συνοδευτεί από προγράμματα όπως αυτά της κρίσης του 2010. Η λύση αυτή θα επιτρέψει στις χώρες με υψηλό χρέος όπως η Ελλάδα –παρακάμπτοντας τις αντιρρήσεις των «φειδωλών»– το αμέσως επόμενο διάστημα να ασχοληθούν με την επανεκκίνηση και αναδιάρθρωση των οικονομιών τους αξιοποιώντας και τους πόρους του Ταμείου Ανάπτυξης.
Η ενίσχυση της δυναμικής της ελληνικής οικονομίας θα της επιτρέψει να ελέγξει τη δυναμική του χρέους, του κόστους εξυπηρέτησης και να αποτρέψει την επανεμφάνιση μιας νέας κρίσης χρέους μετά τη λήξη της κρίσης πανδημίας.
* Ο Φίλιππος Σαχινίδης είναι πρώην Υπουργός Οικονομικών