Αυτή η κυβέρνηση ούτε μπορεί, ούτε θέλει να τρέξει τις επενδύσεις, έχει αποτύχει στον τομέα αυτό, με αποτέλεσμα το περιβάλλον στην Ελλάδα να παραμένει εχθρικό, όπως τονίζει στο liberal.gr, ο Κώστας Μελάς, επικαλούμενος μάλιστα τα πρόσφατα στοιχεία του 2018, που δείχνουν μείωση πάνω από 12% στον ακαθάριστο σχηματισμό παγίου κεφαλαίου, συγκριτικά με την προηγούμενη χρονιά.
Σχολιάζοντας τις τελευταίες εξελίξεις γύρω από εμβληματικές επενδύσεις, όπως ο ΟΛΠ, και το Ελληνικό, ο καθηγητής χρηματοοικονομικής και τραπεζικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο κάνει λόγο για ένα επίμονα εχθρικό περιβάλλον, για υπηρεσίες του Δημοσίου που αρέσκονται να ορθώνουν γραφειοκρατικά και νομικά εμπόδια την ώρα που η οικονομία διψάει για κεφάλαια, για ένα κράτος που προτιμά να βάζει τρικλοποδιές σε εκείνους τους λίγους που θέλουν να επενδύσουν στην Ελλάδα.
"Αν και παραδοσιακά, οι λεγόμενες αριστερές κυβερνήσεις έχουν ως προτεραιότητα τις μεγάλες επενδύσεις και όχι τις μικρές, εντούτοις στη πράξη αυτή η κυβέρνηση αποδεικνύει ότι δεν μπορεί, δεν θέλει, δεν ξέρει, δεν κάνει εμπάσει περιπτώσει εκείνα τα βήματα, προκειμένου να μπορέσει να δημιουργήσει το απαραίτητο για τη χώρα επενδυτικό κλίμα", σημειώνει ο κ. Μελάς.
Κάνει ειδική μνεία στο έργο του πρώην αεροδρομίου, για το οποίο όπως λέει, φαίνεται πως η κυβέρνηση δεν έχει τη πολιτική βούληση να το επιταχύνει, και προσθέτει ότι έπειτα από εννιά χρόνια μνημονίων, πάσχουμε ακόμη από έλλειμμα παραγωγικής κουλτούρας, με το αναπτυξιακό μας μοντέλο να παραμένει ακριβώς το ίδιο, δηλαδή να στηρίζεται στον τουρισμό και τις εξαγωγές, όχι στη προσέλκυση κεφαλαίων.
Συνέντευξη στο Γιώργο Φιντικάκη
- Η ακολουθούμενη πολιτική συνεχίζει να δίνει έμφαση στην υπερφορολόγηση και πλεονάσματα, ωστόσο το ζητούμενο ήταν και παραμένει η Ελλάδα να γίνει χώρα φιλική στις επενδύσεις. Βλέπετε ενδείξεις προς αυτή τη κατεύθυνση;
Τρεις στόχους είχαν τα μνημόνια, τη μείωση του δημοσιονομικού και του εμπορικού ελλείμματος, όπως επίσης, ένα τρίτο, που συνήθως αποσιωπάται, να αλλάξει επιτέλους το παραγωγικό μοντέλο της Ελλάδας.
Το ερώτημα είναι κατά πόσο μετά από εννιά χρόνια πετύχαμε όχι τα δύο πρώτα, αλλά τον τρίτο στόχο, την υιοθέτηση ενός άλλου αναπτυξιακού μοντέλου.
Η απάντηση είναι, ρητά και κατηγορηματικά, όχι, αποτύχαμε. Διότι τα ίδια τα μνημόνια, η λογική τους και ο τρόπος εφαρμογής τους, κτύπησαν κατ' ευθείαν στη καρδιά το βασικό αναπτυξιακό παράγοντα της οικονομίας, δηλαδή τον ακαθάριστο σχηματισμό παγίου κεφαλαίου, με άλλα λόγια τις καθαρές επενδύσεις. Αυτές που συρρικνώθηκαν τρομακτικά συγκριτικά με τις εξαγωγές, την ιδιωτική κατανάλωση και με κάθε άλλο παράγοντα που στηρίζει το ΑΕΠ, ήταν οι επενδύσεις. Χτυπήθηκαν καταρχήν οι επενδύσεις στις κατοικίες που από 25 δισ ευρώ το χρόνο, έχουν πέσει στο 1 δισ ευρώ, έλλειμμα που έπρεπε αρχίσει σταδιακά να αναπληρώνεται από παραγωγικές επενδύσεις.
- Τότε λοιπόν για ποιο λόγο αυτές οι λιγοστές μεγάλες επενδύσεις που επιχειρούνται να γίνουν στην Ελλάδα, αν και δρομολογημένες, τελματώνουν;
Πράγματι υπάρχει ένα εχθρικό περιβάλλον στην Ελλάδα για επενδύσεις. Ακόμη και σήμερα η διοίκηση δεν διστάζει να δημιουργεί γραφειοκρατικά και νομικά εμπόδια, έχουμε έλλειμμα παραγωγικής κουλτούρας, είμαστε μια χώρα μαθημένη στη κατανάλωση και στο να ζούμε ως ένα βαθμό παρασιτικά.
- Όμως αυτή η χώρα κυβερνάται. Το νούμερο ένα στοίχημα που η ίδια η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι έχει βάλει μετά τη λήξη του μνημονίου, είναι η προσέλκυση επενδυτών. Γιατί δεν μπορεί να το καταφέρει;
Η κυβέρνηση έχει αποτύχει, δεν έχει πετύχει σε τίποτα από αυτά που είχε σχεδιάσει, και μάλιστα αν δείτε πως έκλεισε ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου το 2018, δηλαδή οι καθαρές επενδύσεις, που ανήλθαν στα 21,29 δισ ευρώ, μειωμένες κατά 12,2% σε σχέση με το 2017, διαπιστώνετε ότι το αποτέλεσμα δεν έχει καμία σχέση με τις αρχικές στοχεύσεις και προσδοκίες.
- Που αποδίδετε την αποτυχία; Δεν μπορεί ή δεν θέλει η κυβέρνηση;
Νομίζω και τα δύο αυτά είναι σωστά. Αν και παραδοσιακά, οι λεγόμενες αριστερές κυβερνήσεις έχουν ως προτεραιότητα τις μεγάλες επενδύσεις και όχι τις μικρές, εντούτοις στη πράξη αυτή η κυβέρνηση αποδεικνύει ότι δεν μπορεί, δεν θέλει, δεν ξέρει, δεν κάνει εμπάσει περιπτώσει εκείνα τα βήματα, προκειμένου να μπορέσει να δημιουργήσει το απαραίτητο για τη χώρα επενδυτικό κλίμα, και δεν αναφέρομαι μόνο στην πολιτική δημιουργίας πλεονασμάτων.
- Εδώ θα πρέπει να σημειώσει κανείς ότι η ακολουθούμενη οικονομική πολιτική, δηλαδή η υπερφορολόγηση και τα πλεονάσματα, πλήττει περισσότερο τους μικρούς, όχι τους μεγάλους παίκτες που έχουν άλλες δυνατότητες. Ούτε λοιπόν στο μέτωπο των μικρών και μεσαίων επενδύσεων, έχει φανεί κάποια κινητικότητα…
Σωστή είναι η παρατήρηση. Υπερφορολόγηση, υπερβολικά υψηλές εισφορές, απουσία δανεισμού, χαμηλή αγοραστική δύναμη σε μια χώρα που ακόμη ταλαιπωρείται από τη κρίση, γονατίζουν τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, όταν οι μεγάλες έχουν άλλες αντοχές και εργαλεία για να ανταπεξέλθουν απέναντι σε αυτά τα εμπόδια.
Επομένως, η καθήλωση που βλέπουμε στις μεγάλες επενδύσεις υπαγορεύεται από άλλες αιτίες, όπως γραφειοκρατία, διοικητικά και νομικά εμπόδια. Τις αιτίες αυτές θα πρέπει να τις αναζητήσουμε στην αναβλητικότητα της κυβέρνησης που δεν έχει τη θέληση να επιλύσει τις αγκυλώσεις της δημόσιας διοίκησης.
- Τι σας κάνει ποιο μεγάλη εντύπωση και θεωρείτε ως τη πλέον χαρακτηριστική περίπτωση ανάμεσα σε όλες τις περιπτώσεις των εμβληματικών έργων που καθυστερούν;
Τρομακτική εντύπωση συνεχίζει να μου κάνει η καθυστέρηση στο Ελληνικό, όπου ενώ η πολιτική ηγεσία είχε δεσμευτεί να τρέξει το έργο, τελικά δεν το τρέχει, δεν υπάρχει η πολιτική βούληση να προχωρήσει γρήγορα αυτή η επένδυση. Την μπλοκάρουν αντιδράσεις από τους τοπικούς φορείς, και συμφέροντα πιο ισχυρά, όπως φαίνεται από το κίνητρο της δημιουργίας χιλιάδων θέσεων εργασίας και ανάπτυξης.
Όσο για το λιμάνι του Πειραιά αδυνατώ να κατανοήσω πως είναι δυνατόν ακόμη και αν υπάρχουν προσκόμματα από την αρχαιολογία, αυτά να μην μπορούν να επιλυθούν, προκειμένου οι Κινέζοι, ένας από τους λιγοστούς μεγάλους που θέλουν να τοποθετήσουν κεφάλαια στην σημερινή Ελλάδα, να τρέξουν τις επενδύσεις τους.
Ο κ. Κώστας Μελάς είναι καθηγητής χρηματοοικονομικής και τραπεζικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο