Θυμάμαι πριν λίγα χρόνια όταν μελετούσα το Δείκτη Οικονομικής Ελευθερίας, την έκπληξη που ένιωσα όταν συνειδητοποίησα ότι χώρες με μεγάλη αναδιανομή και υψηλή φορολογία πετύχαιναν καλύτερη βαθμολογία από άλλες χώρες, όπως ορισμένες από τη γειτονιά μας, που είχαν χαμηλούς φόρους, μικρό κράτος, και δεν έτρεχαν πανάκριβα κρατικά προγράμματα (όπως το δικό μας ασφαλιστικό) που να λυγίζουν δημοσιονομικά τους πολίτες τους. Η παρατήρηση αυτή με οδήγησε σε περισσότερη μελέτη και προβληματισμό.
Μετά από αρκετά χρόνια που παρατήρησα τόσο το συγκεκριμένο δείκτη όσο και αρκετούς άλλους που εξετάζουν τη σχέση μεταξύ πολιτικής, οικονομίας και κοινωνικής ευημερίας, διαπίστωσα ότι ο ισχυρότερος παράγοντας που καθιστά μία χώρα ελκυστική είναι οι επιδόσεις της χώρας αυτής στο κράτος δικαίου, ή αλλιώς στη νομοκρατία. Η ιδέα του κράτους δικαίου πηγάζει από τα μέρη μας, καθώς την περιέγραψε ο Αριστοτέλης ως το κράτος που κυβερνούν οι νόμοι και όχι οι άνθρωποι.
Οι ορισμοί του τι εστί κράτος δικαίου είναι πολλοί, όμως ο Αϊζενχάουερ, 34ος πρόεδρος των ΗΠΑ, το είχε περιγράψει πολύ όμορφα: «Το κράτος δικαίου κάνει περισσότερα από το να προστατεύει τις ελευθερίες από τις αυθαιρεσίες των κυβερνώντων. Ένας άνθρωπος με πέντε δολάρια στην τράπεζα μπορεί να εγκαλέσει έναν οργανισμό που έχει αξία πέντε δις, και οι δύο αυτοί θα εισακουστούν ως ίσοι έναντι του νόμου». Η εμπειρία λοιπόν δείχνει ότι αν μία χώρα τα πηγαίνει καλά σε αυτόν τον τομέα, είναι πολύ πιθανό ότι θα τα πηγαίνει και αρκετά καλά στην οικονομική ελευθερία, την ποιότητα της δημοκρατίας, και εν τέλει την ευημερία και την ικανοποίηση των πολιτών της.
Αυτή η τόσο σημαντική έννοια, που αποτελεί πυλώνα της φιλελεύθερης δημοκρατίας, αρκετά συχνά είναι σαν να διαφεύγει τελείως από το πολιτικό μας σύστημα. Η Ελλάδα της μεταπολίτευσης στιγματίστηκε από πολλές πρακτικές και νοοτροπίες που έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την αριστοτελική ιδέα της νομοκρατίας. Εδώ κυβερνά ο εκάστοτε πρωθυπουργός, ο υπουργός, ο βουλευτής, ο περιφερειάρχης, ο δήμαρχος, ο διευθυντής της κάθε δημόσιας υπηρεσίας. Αυτή η παθογένεια δε μας απέτρεψε ολοκληρωτικά από τον προοδεύσουμε, ούτε είναι σήμερα όσο μεγάλη ήταν τη δεκαετία του 80 ή του 90. Όμως υπάρχει ακόμα.
Σε μία περίοδο, όπως η τωρινή, που οι πολίτες πρέπει να δείξουν πειθαρχία, ενσυναίσθηση και ευθύνη, θα περίμενε κανείς ότι οποιοσδήποτε κατέχει δημόσιο αξίωμα θα έδινε το καλό παράδειγμα, δείχνοντας έτσι την έμπρακτη αναγνώριση των θυσιών που ζητά και επιβάλλει σε όλους τους υπόλοιπους να κάνουν - όπως για παράδειγμα στον παππού που έχει να δει τα εγγόνια του από τον Σεπτέμβριο. Κάτι τέτοιο όμως δεν γίνεται από τη μία στιγμή στην άλλη. Το κράτος δικαίου δε φυτρώνει από το πουθενά ούτε μπορεί να επιβληθεί δια της μνημονιακής ή οποιασδήποτε άλλης βίας. Φυτρώνει όταν οι κοινωνίες ζυμώνονται στον βαθμό που το απαιτούν και το επιβάλλουν, μέσω του νόμου και των άγραφων ηθικών κανόνων που περικλείουν την πολιτική διαδικασία.
Το δυστυχές της όλης υπόθεσης είναι ότι το κράτος δικαίου δύσκολα γίνεται σύνθημα στα χείλη των χειροκροτητών και των συλλαλητηρίων. Δύσκολα γίνεται τσιτάτο στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων ή των μέσων ενημέρωσης. Είναι μια έννοια περίπλοκη και βασανιστική. Για αυτό άλλωστε χρειάζεται και η σχετική ζύμωση.