Του Χάρη Τσιλιώτη*
Οι εξελίξεις στη Μεγάλη Βρετανία για το ακανθώδες θέμα του Brexit είναι πραγματικά καταιγιστικές, δραματικές και πρωτόγνωρες για τα κοινοβουλευτικά ήθη στην χώρα. Με ευκαιρία τις καυτές αυτές εξελίξεις χρήσιμο είναι να βγάλουμε κάποια συμπεράσματα που ορισμένα αφορούν την συγκυρία αλλά και κάποια άλλα πηγαίνουν πιο πέρα από αυτήν.
Η αμφιλεγόμενη απόφαση του Πρωθυπουργού Μπόρις Τζόνσον να αναστείλει την λειτουργία του Κοινοβουλίου για 5 εβδομάδες, φαίνεται νομότυπη, μεν, είναι όμως πρωτοφανής και προβληματική τόσο ως προς την μεγάλη έκταση του χρόνου – συνηθιζόταν μέχρι τώρα η αναστολή αυτή να διαρκεί το πολύ 10 ημέρες – όσο και ως προς την χρονική συγκυρία που λήφθηκε. Παραμονές της λήξης της προθεσμίας αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου (ΗΒ) από την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) είναι όχι μόνο πολιτικά αδόκιμο αλλά και θεσμικά άχαρο το Κοινοβούλιο να παραμένει κλειστό.
Αυτή είναι και η βασική επιχειρηματολογία όσων έχουν προσφύγει δικαστικά – μεταξύ αυτών και ο πρώην Πρωθυπουργός και πολιτικά ομογάλακτος του σημερινού Πρωθυπουργού Τζων Μέιτζορ – κατά της απόφασης του Πρωθυπουργού. Το νομικό επιχείρημα είναι ότι η αρχή της κοινοβουλευτικής κυριαρχίας, ο ακρογωνιαίος λίθος του βρετανικού Συντάγματος και του κοινοβουλευτικού συστήματος στην Βρετανία, απαιτεί για ένα θέμα, την αποχώρηση του ΗΒ από την ΕΕ, που συνεπάγεται την κατάργηση του νομικού πλαισίου, του Ενωσιακού Δικαίου, που εισήχθη στην εσωτερική έννομη τάξη με νόμο ψηφισμένο από το Κοινοβούλιο, τον European Communities Act, να αποφασίσει επίσης το Κοινοβούλιο με νόμο. Αυτό δεν μπορεί να γίνει, εάν το Κοινοβούλιο είναι κλειστό. Αυτή, άλλωστε, είναι και η κληρονομιά της απόφασης Miller του Ανωτάτου Δικαστηρίου του ΗΒ του Ιανουαρίου 2018. Στο παραπάνω επιχείρημα υπάρχουν βεβαίως εύλογα νομικά αντεπιχειρήματα, αλλά δεν είναι του παρόντος να τα σχολιάσουμε.
Το πολιτικό επιχείρημα κατά της απόφασης της αναστολής των εργασιών του Κοινοβουλίου είναι πολύ πιο ισχυρό. Αναμένεται να συμβεί ένα γεγονός μείζονος πολιτικής και ιστορικής σημασίας, το σημαντικότερο ίσως μετά την προσχώρηση του ΗΒ στην τότε ΕΟΚ, και το Κοινοβούλιο να παραμένει κλειστό, είναι κάτι που πολύ δύσκολα μπορεί να χωνευθεί από την αιωνόβια κοινοβουλευτική παράδοση στην χώρα.
Το γεγονός αυτό δεν είναι όμως το μοναδικό που ξενίζει στο βρετανικό πολιτικό σύστημα. Για πρώτη φορά έγινε προσπάθεια να καταστεί και η Βασίλισσα μέρος του προβλήματος, παρά το γεγονός ότι όλες οι πράξεις της Βασίλισσας αποτελούν υποχρεωτική έγκριση των πράξεων της κυβέρνησής Της, χωρίς αυτή να μπορεί να ελέγξει το νομικά ή και συνταγματικά επιτρεπτό των πράξεων αυτών. Και μόνο το γεγονός ότι ζητήθηκε για πρώτη φορά από την Βασίλισσα να παρέμβει για να μην εγκρίνει μία πράξη του Πρωθυπουργού, αποτελεί ένδειξη του πόσο αρχίζουν τα πράγματα να ξεφεύγουν στην Βρετανία.
Το πρόβλημα στο ΗΒ παίρνει πολύ σοβαρές διαστάσεις, οι ρίζες του είναι, όμως, πολύ βαθύτερες. Το πολιτικό σύστημα αλλά και το εκλογικό σώμα είναι βαθιά διχασμένα για το μεγάλο ζήτημα της αποχώρησης. Όσο και αν ομνύουν όλοι στον δημοκρατικό χαρακτήρα του δημοψηφίσματος του Ιουνίου 2016, είναι σαφές ότι αυτό δεν έλυσε το πρόβλημα του Brexit. Το γεγονός ότι έκτοτε πέρασαν τρεις Πρωθυπουργοί, με ισάριθμες κυβερνήσεις, διεξήχθη μία εκλογική αναμέτρηση και επίκειται ίσως μία νέα, δόθηκε δύο φορές παράταση στον χρόνο πέρατος των διαπραγματεύσεων και συνακόλουθα της αποχώρησης του ΗΒ από την ΕΕ δυνάμει του άρθρου 50 παρ. 3 Συνθήκης Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΕΕ) και τελικά πολλοί μιλάνε για την διεξαγωγή ενός δεύτερου δημοψηφίσματος ενώ άλλοι την ξορκίζουν, δεικνύει πόσο μπερδεμένα είναι τα πράγματα στην χώρα.
Τα δύο μεγάλα κόμματα είναι διχασμένα στο εσωτερικό τους, στην κομματική και την εκλογική βάση τους. Το πρόβλημα το εισπράττει περισσότερο το κυβερνών Συντηρητικό κόμμα γιατί αυτό πρέπει να παίρνει τις αποφάσεις, ενώ το Εργατικό κόμμα έχει (ακόμη) την πολυτέλεια να «κρύβεται» πίσω από την Αντιπολίτευση στις ενέργειες των Συντηρητικών. Τα υπόλοιπα κόμματα είναι πιο ξεκαθαρισμένα στις θέσεις τους. Το Βορειοϊρλανδικό Δημοκρατικό Ενωτικό Κόμμα (DUP), που στηρίζει κοινοβουλευτικά την κυβέρνηση των Συντηρητικών είναι υπέρ του Brexit, εφόσον αυτό δεν θα καθιερώνει το λεγόμενο backstop στα ενδοϊρλανδικά σύνορα. Κατά συνέπεια αντιτίθενται σε οποιαδήποτε Συμφωνία που το προβλέπει όπως και σε αυτήν που πέτυχε η κυβέρνηση της πρώην Πρωθυπουργού Τ. Μέι με την ΕΕ. Το νεοσύστατο κόμμα Brexit όπως και το κόμμα της Ανεξαρτησίας (UKIP) είναι αναφανδόν υπέρ του Brexit, ακόμα και χωρίς συμφωνία, από την άλλη οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες (LDP), οι Σκωτσέζοι Εθνικιστές (NSP), οι Πράσινοι, το Ουαλικό κόμμα και κάποιοι ανεξάρτητοι είναι είτε υπέρ της παραμονής στην ΕΕ είτε ως ultimum refugium υπέρ της αποχώρησης με Συμφωνία.
Οι παραπάνω αντιτιθέμενες θέσεις των κομμάτων αντανακλούν τον βαθύ διχασμό στην βρετανική κοινωνία, όπως και την εθνική διαίρεση στην χώρα, αποτέλεσμα της διαφορετικής αντίληψης για το πώς βλέπουν οι Βρετανοί την θέση της χώρας τους στην Ευρώπη και τον κόσμο αλλά και το πώς βλέπουν την ίδια τους την χώρα. Στην περίπτωση πραγματοποίησης του Brexit, η μεν βρετανική κοινωνία θα είναι σίγουρα μια άλλη κοινωνία, το δε ΗΒ θα είναι ενδεχομένως μια άλλη χώρα.
Όσον αφορά το ευρύτερο διεθνές ενδιαφέρον του Brexit, πέραν των ανακατατάξεων στην ΕΕ και την θέση του ΗΒ στο διεθνές γίγνεσθαι μετά από αυτό, πρέπει να το εντάξουμε στην προσπάθεια που γίνεται σε παγκόσμιο και κυρίως ευρωπαϊκό επίπεδο για την αποδόμηση της παγκοσμιοποίησης και της στενότερης συνεργασίας μεταξύ των κρατών μέσω διεθνών και κυρίως υπερεθνικών οντοτήτων, όπως η ΕΕ.
Το γεγονός ότι στους υποστηρικτές του Brexit κατατάσσονται ηγέτες όπως ο Αμερικανός και ο Ρώσος Πρόεδρος, αλλά και ότι την επιχειρηματολογία των υποστηρικτών του Brexit χρησιμοποιούν στις χώρες τους, ανεξάρτητα από την στάση που κρατούν στο Brexit, για ανάλογα θέματα και τηρουμένων οπωσδήποτε των αναλογιών εθνικολαϊκιστές ηγέτες όπως ο Βίκτορ Ορμπάν στην Ουγγαρία και ο Ματέο Σαλβίνι στην Ιταλία, αλλά και εθνικολαϊκιστικά κόμματα σε άλλες χώρες όπως η AfD στην Γερμανία καταδεικνύει ότι το Brexit εντάσσεται σε αυτό το γενικότερο πλαίσιο. Κατά συνέπεια το Brexit θεωρείται ως ένα crash test για όλες αυτές τις δυνάμεις που θέλουν να ανατρέψουν την ευρωπαϊκή τάξη που δημιουργήθηκε μετά την λήξη του ψυχρού πολέμου και που σηματοδότησε η ίδρυση της ΕΕ και η ολοένα στενότερη συνεργασία σε αυτήν.
* Ο κ. Χάρης Τσιλιώτης είναι επίκουρος καθηγητής του τμήματος πολιτικής επιστήμης και διεθνών σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.