Ο Βλαντίμιρι Κωνσταντίνοβιτς Μπουκόφσκι (1942-2019) ήταν σοβιετικός αντιφρονών, δημοσιολόγος και πολιτικός, ένας από τους ιδρυτές και δραστήριο μέλος του κινήματος των αντιφρονούντων στην Ε.Σ.Σ.Δ.
Στη Δύση έγινε γνωστός αφού δημοσιοποίησε στοιχεία για την κατασταλτική ψυχιατρική στην Ε.Σ.Σ.Δ. Συνολικά, πέρασε 12 χρόνια από τη ζωή του σε φυλακές και σε καταναγκαστική ψυχιατρική θεραπεία, έως ότου η σοβιετική ηγεσία τον αντάλλαξε με τον ηγέτη των Χιλιανών κομμουνιστών Λουίς Κορβαλάν. Στη συνέχεια ο Βλαντίμιρ Μπουκόφσκι εγκαταστάθηκε στο Κέμπριτζ της Μεγάλης Βρετανίας ως τον θάνατό του.
Είχε γράψει αρκετά βιβλία, μεταξύ των οποίων «Και ο αγέρας επιστρέφει», «Γράμματα Ρώσου ταξιδευτή» και «Να χτίσουμε το κάστρο» καθώς και πολλά άρθρα και δοκίμια. Το 2008 ήταν υποψήφιος στις προεδρικές εκλογές της Ρωσίας, μα τελικά η Κεντρική Εκλογική Επιτροπή δεν έκανε δεκτή την αίτησή του. Το 2008 συμμετείχε ενεργά στην ίδρυση του πολιτικού κινήματος «Αλληλεγγύη» στη Ρωσία και το 2014 το Υπουργείο Εξωτερικών απέρριψε την αίτησή του για την χορήγηση ρωσικής υπηκοότητας.
Η δεύτερη δίκη του Βλαδίμηρου Μπουκόφσκι έγινε στην Μόσχα στις 5 Ιανουαρίου 1972. Οι κατηγορίες που αντιμετώπιζε ήταν αντισοβιετική προπαγάνδα και αγκιτάτσια και καταικάστηκε σε 2 χρόνια φυλακή, 5 χρόνια σε στρατόπεδα υψηλής ασφάλειας και 5 χρόνια εξορία, συνολικά δηλαδή σε 12 χρόνια στέρησης της ελευθερίας του.
Η απολογία του Μπουκοφσκι δημοσιεύτηκε στα τεύχη 1-3 του 1972 του περιοδικού «Σπορά», στα τεύχη 21-24 του περιοδικού «Χρονικό των επίκαιρων γεγονότων» του 1972 και στο περιοδικό «Ελεύθερος λόγος» τεύχη 1-4 της ίδιας χρονιάς.
Πολίτες δικαστές!
Δεν θα αναφερθώ στην νομική πλευρά της κατηγορίας, γιατί στην αίθουσα του δικαστηρίου απέδειξα πλήρως το ανυπόστατό της. Ο δικηγόρος στην αγόρευσή του απέδειξε το ανυπόστατό της επίσης και συμφωνώ μαζί του σε όλα τα σημεία της υπεράσπισης.
Θα μιλήσω για κάτι άλλο∙ η δίωξή μου προετοιμαζόταν καιρό και εγώ το γνώριζα∙ τον Ιούνιο με κάλεσε ο εισαγγελέας Βανκόβιτς και με απείλησε με δίωξη, στη συνέχεια στην εφημερίδα «Πράβντα» δημοσιεύτηκε ένα άρθρο με τίτλο «Η φτώχια του αντικομμουνισμού» το οποίο σχεδόν ολόκληρο αναπαρήγαγε στην αγόρευσή του ο εισαγγελέας. Το άρθρο περιελάμβανε την κατηγορία ότι έναντι ευτελούς τιμήματος πουλάω στις αυλές των σπιτιών σε ξένους ανταποκριτές, συκοφαντικές πληροφορίες.
Και, τέλος, στο περιοδικό «Πολιτική αυτομόρφωση», στο τεύχος Νο 2 του 1971 δημοσιεύτηκε ένα άρθρο του αναπληρωτή προέδρου της Επιτροπής Κρατικής Ασφάλειας (ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ.) Σ. Τσβιγκούν, στο οποίο αναφερόταν πως έχω αντισοβιετική δραστηριότητα. Είναι απολύτως κατανοητό ότι ο ασήμαντος ανακριτής που διεξήγαγε την ανάκριση για την υπόθεσή μου, δεν μπορούσε να αντιπαρατεθεί στον προϊστάμενό του και ήταν υποχρεωμένος πάση θυσία να προσπαθήσει να αποδείξει την ενοχή μου.
Πριν από την σύλληψή μου, με παρακολουθούσαν στενά. Με καταδίωκαν, απειλούσαν πως θα με δολοφονήσουν, ενώ ένας από αυτούς που με παρακολουθούσαν εξαχρειώθηκε τόσο πολύ που απείλησε να με σκοτώσει με το υπηρεσιακό του όπλο. Όντας ανακρινόμενος, κατέθεσα μήνυση για την άσκηση ποινικής δίωξης προκειμένου να διωχθούν όλα αυτά τα πρόσωπα. Ανέφερα μάλιστα τον αριθμό της πινακίδας του υπηρεσιακού αυτοκινήτου με το οποίο οι άνθρωποι αυτοί με ακολουθούσαν και παρέθεσα στοιχεία, με βάση τα οποία θα μπορούσαν να εντοπιστούν. Ωστόσο, η μήνυση μου αυτή δεν έτυχε απάντησης από εκείνες τις βαθμίδες της εξουσίας, στις οποίες και την κατέθεσα. Αντί γι’ αυτό, έλαβε μία εξαιρετικά γλαφυρή απάντηση από τον ανακριτή μου: «Η συμπεριφορά του Μπουκόφσκι κατά την ανάκριση θέτει επί τάπητος του ερώτημα για διερεύνησης της ψυχικής του κατάστασης».
Η ανάκριση διεξήχθη με αναρίθμητες παραβιάσεις της διαδικασίας. Μπορώ να πω, πως δεν απέμεινε κανένα άρθρο του Ποινικού Κώδικα, το οποίο δεν παραβιάστηκε. Η ανάκριση έφτασε να χρησιμοποιήσει μάλιστα μία τόσο επαίσχυντη μέθοδο, όπως την αποστολή στο κελί της φυλακής όπου κρατούμουν, ειδικού πράκτορα, κάποιον ονόματι Τροφιμοφ, ο οποίος μου ομολόγησε πως του είχε ανατεθεί η αποστολή να έχει μαζί μου προβοκατόρικες συζητήσεις αντισοβιετικού περιεχομένου, έναντι πρόωρης αποφυλάκισής του.
Όπως βλέπετε, ενώ σε εμένα ποινικοποιούν αυτή τη συμπεριφορά, σε άλλους τη συγχωρούν, αν αυτό απαιτούν τα «συμφέροντα της υπόθεσης».
Σχετικά με αυτό κατέθεσα αρμοδίως αναφορές και απαίτησα τώρα, στη δίκη, να επισυναφθούν στον φάκελο, αλλά το δικαστήριο «δεν θέλησε» να το κάνει.
Αναφορικά με τον ανακριτή σημειώνω πως αντί να εξετάσει την αναφορά μου και να μου κοινοποιήσει την απάντησή του, με έστειλε για ιατρική πραγματογνωμοσύνη στο Ινστιτούτο Δικαστικής Ψυχιατρικής «Σέρμπσκι».
Το ανακριτικό τμήμα της ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ. πολύ θα ήθελε να με κηρύξουν ως «μη έχοντα σώας τα φρένας». Πόσο βολικό! Βλέπετε, δεν έχουν αποδείξεις, δεν μπορούν να στήσουν την κατηγορία, ενώ έτσι δεν θα χρειαζόταν να αποδείξουν το γεγονός της διάπραξης του εγκλήματος. Θα ήταν πολύ απλό: ο άνθρωπος είναι άρρωστος, τρελός.
Έτσι θα τελείωναν όλα. Δεν θα είχαμε τώρα αυτή τη δικαστική διερεύνηση, δεν θα ακουγόταν η απολογία μου, θα με δίκαζαν ερήμην, με εμένα απόντα... αν δεν υπήρχε η επίδραση της έντονης ανάμειξης της κοινής γνώμης. Βλέπετε, μετά την πρώτη περίοδο της πραγματογνωμοσύνης, στα μέσα Σεπτεμβρίου, η ιατρική επιτροπή διέγνωσε σε εμένα μία κακοήθη απροσδιοριστία του ψυχολογικού μου προφίλ, και με βάση τις ερωτήσεις των γιατρών, κατάλαβα πως ετοιμάζονται να μου καταλογίσουν το ακαταλόγιστο. Μόλις στις 5 Νοεμβρίου, μετά από την πίεση της κοινής γνώμης, η νέα ιατρική επιτροπή με χαρακτήρισε υγιή. Ορίστε λοιπόν μία αξιόπιστη απόδειξη των ισχυρισμών μου (τους οποίους εδώ στο δικαστήριο χαρακτηρίζουν ως συκοφαντικούς) πως καθ’ υπόδειξη της ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ. οργανώνονται οι ψυχιατρικές διώξεις των αντιφρονούντων.
Σχετικά με αυτό, έχω άλλη μία απόδειξη. Το 1966 επί οκτώ μήνες, χωρίς ανάκριση και δίκη, και σε αντίθεση με τις ιατρικές ενδείξεις για την ψυχική μου υγεία, με κρατούσαν σε ψυχιατρικά νοσοκομεία, μεταφέροντάς με βάσει των εξιτηρίων των γιατρών, από το ένα νοσοκομείο στο άλλο.
Έτσι, στις 5 Νοεμβρίου κηρύχθηκε ως έχων σώας τα φρένας και με έκλεισαν ξανά στη φυλακή, ενώ οι παραβιάσεις της δικονομικής διαδικασίας συνεχίζονταν. Άγρια παραβιάστηκε η ολοκλήρωση της ανακριτικής διαδικασίας με βάση το άρθρο 201 του Ποινικού Κώδικα της Ρωσικής Σοβιετικής Ομόσπονδης Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας. Απαίτησα να έχω δικηγόρο της επιλογής μου. Ο ανακριτής όμως αρνήθηκε να ικανοποιήσει το αίτημα μου και υπέγραψε το άρθρο 201 μόνος του, σημειώνοντας παράλληλα πως αρνήθηκα να λάβω γνώση της υπόθεσης.
Σύμφωνα με το δικαίωμα μου για υπεράσπιση, το οποίο προβλέπεται από το άρθρο 48 του Ποινικού Κώδικα της Ρωσικής Σοβιετικής Ομόσπονδης Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας, απαίτησα να αναλάβει την υπεράσπισή μου στο δικαστήριο η δικηγόρος Καμίνασκαγια Ντίνα Ισάκοβνα.
Με το αίτημα αυτό απευθύνθηκα στον πρόεδρο του Προεδρείου του Δικηγορικού Συλλόγου Μόσχας, ο οποίος αρνήθηκε γράφοντας στην αίτησή μου την σχετική του απόφαση: «Η δικηγόρος Καμίνσκαγια δεν μπορεί να αναλάβει την υπεράσπιση, εφόσον δεν έχει άδεια πρόσβασης σε μυστική δίκη». Το ερώτημα που τίθεται είναι για ποια μυστική δίκη μπορεί να γίνει λόγο, όταν με δικάζουν για αντισοβιετική αγκιτάτσια και προπαγάνδα; Και παρόλα αυτά, σε ποιον σοβιετικό νόμο αναφέρεται αυτή η περιβόητη «πρόσβαση»; Πουθενά.
Κι έτσι, δεν είχα δικηγόρο. Εκτός από αυτό, η προαναφερθείσα απάντηση από τον Δικηγορικό Σύλλογο, η οποία μου γνωστοποιήθηκε και στην οποία υπάρχει η υπογραφή μου, αφαιρέθηκε από τον φάκελο και επιστράφηκε στον Δικηγορικό Σύλλογο, πράγμα για το οποίο υπάρχει η σχετική βεβαίωση. Σε αντικατάσταση αυτής, τοποθετήθηκε άλλη με μία τελείως αθώα απάντηση του προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου, η οποία δεν μου γνωστοποιήθηκε. Πώς αποτιμάται αυτό; Μόνο ως απιστία παρά την υπηρεσία.
Χρειάστηκε η 12ήμερη απεργία πείνας μου, η αίτηση παραπόνων στον Γενικό Εισαγγελέα της Ε.Σ.Σ.Δ., στο Υπουργείο Δικαιοσύνης της Ε.Σ.Σ.Δ. και στην Κεντρική Επιτροπή του Κ.Κ.Σ.Ε., καθώς και η ενεργός ανάμειξη της κοινής γνώμης, ώστε το νόμιμο δικαίωμα μου για συνήγορο, επιτέλους, να ικανοποιηθεί και να επιτραπεί η εκπροσώπησή μου από τον δικηγόρο Σβέισκι, τον οποίο προσέλαβε η μητέρα μου.
Η σημερινή δίκη διεξήχθη, επίσης, με πλήθος παραβιάσεων της διαδικασίας. Η κατηγορία, στην οποία 33 φορές χρησιμοποιείται η λέξη «συκοφαντικός» και 18 φορές η λέξη «αντισοβιετικός», δεν περιέχει συγκεκριμένες υποδείξεις σε ποια συγκεκριμένα στοιχεία από τις πληροφορίες που έδωσα σε δυτικούς δημοσιογράφους είναι συκοφαντικές και ποιο υλικό έχει κατασχεθεί κατά τη διάρκεια της έρευνας και δήθεν το μοίραζα, είναι αντισοβιετικό.
Από τις 9 αιτήσεις που κατέθεσα στην αρχή της δίκης και υποστήριξε ο δικηγόρος μου, οι οκτώ απορρίφθηκαν. Κανείς από τους μάρτυρες που κάλεσα και θα μπορούσαν να απορρίψουν σημεία της κατηγορίας, δεν κλήθηκε στο δικαστήριο.
Μου αποδίδουν την κατηγορία, συγκεκριμένα, της παράδοσης αντισοβιετικών υλικών στον Ολλανδό Χούγκο Σεμπρέχτ που ήρθε αεροπορικώς στην Μόσχα. Δήθεν τα υλικά αυτά τα παρέδωσα σε αυτόν παρουσία των Βολπίν και Τσαλίτζε. Ωστόσο, το αίτημά μου για κλήση των δύο αυτών ανθρώπων ως μαρτύρων, δεν έγινε αποδεκτό. Στο δικαστήριο δεν κλήθηκε, επιπλέον, κανείς από τους 8 μάρτυρες που κατονόμασα και οι οποίοι θα μπορούσαν να επιβεβαιώσουν το αληθές των ισχυρισμών μου αναφορικά με τις συνθήκες και το χώρο κράτησης των ανθρώπων στα ειδικά ψυχιατρικά νοσοκομεία. Το δικαστήριο απέρριψε το αίτημά μου για κλήση αυτών των μαρτύρων, ισχυριζόμενο πως είναι ψυχικά ασθενείς και δεν μπορούν να καταθέσουν. Στο μεταξύ, ανάμεσα στους ανθρώπους αυτούς, υπάρχουν δύο, ο Ζ. Μ. Γκριγκορένκο και Α. Α. Φάινμπεργκ, οι οποίοι ποτέ δεν έτυχαν εγκλεισμού σε ειδικά ψυχιατρικά νοσοκομεία, αλλά τα επισκέφτηκαν μόνο ως συγγενείς και θα μπορούσαν να επιβεβαιώσουν την κατάθεσή μου για τις συνθήκες κράτησης σε αυτά τα νοσοκομεία.
Στο δικαστήριο κλήθηκαν μόνο εκείνοι οι μάρτυρες, τους οποίους παρουσίασε η κατηγορούσα αρχή. Τι μάρτυρες ήταν όμως; Μου έστειλαν, λίγο πριν τη σύλληψη μου, πιθανόν στελέχη της ΓΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ, ένας στρατιωτικός των στρατευμάτων κρατικής ασφάλειας, ο οποίος τώρα εργάζεται στο τελωνείο του αεροδρομίου Σερεμέτεβο, πρώην συμμαθητής μου, κάποιος Νικιτίνσκι, στον οποίο ανέθεσαν την αποστολή να με προβοκάρει στη διάπραξη εγκλήματος, και συγκεκριμένα στην εισαγωγή από το εξωτερικό εξοπλισμού για παράνομο τυπογραφείο. Ο δυστυχής προβοκάτορας όμως δεν κατέφερε να φέρει σε πέρας την αποστολή του. Τότε η ανακριτές και στη συνέχεια το δικαστήριο, προσπάθησαν να τον μετατρέψουν σε μάρτυρα ως προς αυτή την κατηγορία. Είδαμε όμως εδώ πως ο Νικίτινσκι δεν κατάφερε ούτε σε αυτό.
Για ποιο λόγο χρειάστηκαν αυτές οι προβοκάτσιες και οι βαριές παραβιάσεις της διαδικασίας, αυτές οι συκοφαντίες και οι αστήρικτες κατηγορίες; Για ποιο λόγο γίνεται αυτή η δίκη; Μόνο και μόνο για να τιμωρηθεί ένας άνθρωπος;
Όχι, εδώ υπάρχει μία «αρχή», μία ιδιότυπη «φιλοσοφία». Πίσω από τις κατηγορίες που μου αποδίδονται, υπάρχει κάτι άλλο που δεν ανακοινώνεται. Καταδικάζοντας εμένα, η εξουσία σκοπεύει να κρύψει τα δικά της εγκλήματα, την ψυχιατρική καταστολή των αντιφρονούντων.
Με τη δική μου δίωξη θέλουν να τρομοκρατήσουν εκείνους που προσπαθούν να μιλήσουν για τα εγκλήματα του σε όλο τον κόσμο. Δεν θέλουν «να βγάλουν τα σκουπίδια από την ίζμπα» για να φαίνονται στην παγκόσμια σκηνή ως ανυπόληπτοι υπερασπιστές των καταπιεσμένων!
Η κοινωνία μας είναι ακόμη άρρωστη. Η αρρώστια της είναι ο φόβος που μας έρχεται από την σταλινική εποχή. Η διαδικασία όμως της πνευματικής ωρίμανσης της κοινωνίας έχει αρχίσει και είναι αδύνατο να σταματήσει. Η κοινωνία καταλαβαίνει πως εγκληματίας δεν είναι αυτός που βγάζει τα σκουπίδια από την ίζμπα, αλλά εκείνος που κάνει σκουπίδια μέσα στην ίζμπα. Όσο κι αν χρειαστεί να μείνω στη φυλακή, ποτέ δεν θα απαρνηθώ τις πεποιθήσεις μου και θα τις διατυπώνω, αξιοποιώντας το δικαίωμα που μου δίνει το άρθρο 15 του σοβιετικού Συντάγματος, σε όλους όσους θέλουν να με ακούσουν. Θα παλέψω για την νομιμότητα και τη δικαιοσύνη.
Λυπάμαι μόνο που σε αυτό το σύντομο χρονικό διάστημα, 1 χρόνο, 2 μήνες και 3 ημέρες που ήμουν ελεύθερος, πρόλαβα να κάνω λίγα για αυτό τον σκοπό.
Μετάφραση από τα Ρωσικά
Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης