Τα ελληνικά διεθνή και ελληνικά μέσα ενημέρωσης παρουσίασαν έκπληκτα την απόφαση του Αμερικανού προέδρου Joe Biden να χτυπήσει τους φιλοϊρανούς Σιίτες μαχητές στην Συρία. Πρόκειται όμως για κάτι πρωτόγνωρο για τον Biden; Δεν ήταν κάτι που το περιμέναμε; Τι συνέβη τελικώς στην Συρία και τι σηματοδοτεί η απόφαση Biden;
Στις 26 Φεβρουαρίου, αμερικανικά μαχητικά τύπου F-15 έπληξαν τουλάχιστον έντεκα στρατιωτικούς στόχους στην υπό καθεστωτικό έλεγχο ανατολική Συρία, κοντά στην πόλη Abu Kamal στα σύνορα με το Ιράκ. Στόχος των Αμερικανών ήταν οι προερχόμενες από το Ιράκ φιλοϊρανικές σιιτικές παραστρατιωτικές οργανώσεις που δρουν στην περιοχή και, πιο συγκεκριμένα, οι Kataib Hezbollah και Kataib Sayyid al-Shuhada οι οποίες αποτελούν δύο από τις πιο ριζοσπαστικές οργανώσεις της ιρακινής σιιτικής πολιτοφυλακής (Popular Mobilization Forces).
Σύμφωνα με πηγές, τα αμερικανικά μαχητικά δεν πέταξαν από τις αμερικανικές βάσεις στο Ιράκ ή από την συριακή αεροπορική βάση Al-Tanf η οποία βρίσκεται υπό τον έλεγχο των Αμερικανών. Τα δύο F-15 ξεκίνησαν από βάση των ΗΠΑ στα μακρινά Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και από εκεί, χρησιμοποιώντας τον εναέριο χώρο της Σαουδικής Αραβίας και του Ιράκ, έφτασαν στην περιοχή και έπληξαν τις εγκαταστάσεις των φιλοϊρανών παραστρατιωτικών.
Πριν διενεργήσουν τους βομβαρδισμούς, οι ΗΠΑ ενημέρωσαν το Ισραήλ και προειδοποίησαν την Ρωσία. Σύμφωνα με αναφορές, οι Ρώσοι προειδοποιήθηκαν 4-5 λεπτά πριν την επίθεση, αν και ο εκπρόσωπος Τύπου του Κρεμλίνου δεν ξεκαθάρισε αν οι ρωσικές δυνάμεις ενημερώθηκαν. Δαμασκός, Μόσχα και Τεχεράνη καταδίκασαν την επίθεση, ενώ το Ηνωμένο Βασίλειο την στήριξε.
Ως προς την στάση του Ιράκ, υπάρχουν αναφορές ότι οι Ιρακινοί έδωσαν πληροφορίες στους Αμερικανούς για την τοποθεσία και τις κινήσεις των Σιιτών μαχητών, με τον ιρακινό Στρατό ωστόσο να αρνείται τις κατηγορίες αυτές. Εκπρόσωποι μάλιστα των ιρακινών ενόπλων δυνάμεων δήλωσαν «έκπληκτοι» μετά τους βομβαρδισμούς κατά μελών της σιιτικής πολιτοφυλακής η οποία αποτελεί τμήμα του ιρακινού στρατού από το 2017.
Γιατί όμως οι Αμερικανοί χτύπησαν τώρα; Το έκαναν για λόγους γεωπολιτικούς και συμβολικούς και, δευτερευόντως, για λόγους ασφαλείας. Ξεκινώντας από το τελευταίο, οι αμερικανικές δυνάμεις στο Ιράκ έχουν γίνει πολλές φορές στόχος φιλοϊρανικών οργανώσεων που συνδέονται με την σιιτική πολιτοφυλακή. Εκείνοι οι οποίοι πραγματοποιούν τις επιθέσεις εναντίον των Αμερικανών, πολλές φορές καταφεύγουν ή προέρχονται από εγκαταστάσεις στο συριακό έδαφος και, πιο συγκεκριμένα, από την περιοχή όπου πραγματοποιήθηκαν οι πρόσφατοι βομβαρδισμοί. Με αυτή την επίθεση λοιπόν οι Αμερικανοί θέλουν να αποτρέψουν μια νέα επίθεση εναντίον των στρατευμάτων τους στο Ιράκ.
Όμως οι βασικοί λόγοι της απόφασης του Biden είναι πολιτικοί: από την μία, ο Αμερικανός πρόεδρος ήθελε να αποδείξει ότι η Αμερική δεν θα πάψει να είναι παρούσα στην περιοχή. Θέλει να δείξει δηλαδή ότι οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν να εξυπηρετούν τα συμφέροντά τους στη Μέση Ανατολή με σκοπό την αποτροπή της επέκτασης του Ιράν.
Από την άλλη, οι ΗΠΑ ήθελαν να δείξουν στους συμμάχους τους και πιο συγκεκριμένα στο Ισραήλ και στην Σαουδική Αραβία ότι, ναι μεν επιθυμούν μια νέα συνεννόηση με το Ιράν για το πυρηνικό του πρόγραμμα, αλλά δεν θα επιτρέψουν στην Τεχεράνη να τους απειλεί, έμμεσα ή άμεσα. Πρόκειται δηλαδή για ένα μήνυμα με πολλούς αποδέκτες. Και αυτοί δεν είναι μόνο οι σύμμαχοι των ΗΠΑ αλλά και οι αντίπαλοί τους: προειδοποιεί το Ιράν να περιορίσει την δράση του, παρά τα ανοίγματα που κάνει σε αυτό, και ξεκαθαρίζει στην Ρωσία ότι οι ΗΠΑ δεν έχουν εγκαταλείψει την πολιτική τους στην Συρία.
Η απόφαση Biden δεν σηματοδοτεί την έναρξη μιας νέας αμερικανικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή. Πρόκειται για την συνέχιση της προηγούμενης πολιτικής η οποία ξεκίνησε από την προεδρία Obama – στην οποία ο Biden ήταν αντιπρόεδρος – και συνεχίστηκε επί Trump παρά την ρητορική του τελευταίου περί της αποχώρησης των ΗΠΑ από την Μέση Ανατολή.
Όταν ο Biden ήταν αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, οι Αμερικανοί ενεπλάκησαν στον συριακό πόλεμο: το 2012 υποστήριξαν τους Σύρους αντάρτες και από το 2014 τους Κούρδους μαχητές. Το 2013, ο Obama ζήτησε την έγκριση του Κογκρέσου για να πλήξει καθεστωτικούς στόχους στην Συρία. Το 2014, οι Αμερικανοί ξεκίνησαν αεροπορικές και πυραυλικές επιθέσεις εναντίον του Ισλαμικού Κράτους και της Al-Qaeda και εγκατέστησαν στρατιωτικές εγκαταστάσεις στην βορειοανατολική Συρία και την συριακή έρημο. Τέλος, υπάρχουν ενδείξεις ότι οι Αμερικανοί βομβάρδισαν θέσεις του συριακού στρατού στην επαρχία Deir ez-Zor, τον Σεπτέμβριο του 2016, έναν μήνα πριν τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ.
Βεβαίως, η πολιτική του Trump στην Συρία ήταν πολύ πιο ενεργή και επιθετική και οι αμερικανικές επιθέσεις κατά των φιλοϊρανών μαχητών έγιναν επί των ημερών του πρώην Ρεπουμπλικάνου προέδρου. Όμως φαίνεται πως η αμερικανική πολιτική στην Συρία έχει μία συνέχεια. Οι στόχοι της πολιτικής αυτής βέβαια δεν είναι και πολύ ξεκάθαροι, αν σκεφτούμε ότι το καθεστώς Assad δεν πρόκειται να καταρρεύσει και πως οι Ρώσοι δεν πρόκειται να αποχωρήσουν από την χώρα.
Ίσως οι ΗΠΑ προσπαθούν να αντιμετωπίσουν την αναθεωρητική πολιτική του Ιράν, να καθησυχάσουν τους συμμάχους και να δείξουν ότι οι ΗΠΑ συνεχίζουν να είναι δραστήριες στην περιοχή, αν και οι περισσότεροι αναλυτές θα συμφωνήσουν ότι η Αμερική στρέφεται σταδιακά προς την ανατολική Ασία με σκοπό να αντιμετωπίσει την Κίνα.
Συμπερασματικά, η απόφαση του προέδρου Biden να χτυπήσει τους φιλοϊρανούς μαχητές στην ανατολική Συρία σχετίζεται με την επιδιωκόμενη αποδιοργάνωση των Σιιτών μαχητών στα σύνορα με το Ιράκ και κυρίως με την επιθυμία του να στείλει ένα ισχυρό μήνυμα στο Ιράν, την Ρωσία, τους συμμάχους των Αμερικανών αλλά και στο εσωτερικό των ΗΠΑ.
Παρά τις κατά καιρούς διακυμάνσεις και αναδιπλώσεις, οι ΗΠΑ ακολουθούν μια σχετικά σταθερή πολιτική παρέμβασης στην Συρία. Επομένως, δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει τόσο η απόφαση του Biden, αλλά περισσότερο το γιατί η απόφαση αυτή πάρθηκε τώρα: οι ΗΠΑ θέλουν να διαπραγματευτούν μια νέα συμφωνά για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης. Γι’ αυτό αρκετοί αναλυτές και ειδικοί δεν περίμεναν μια τέτοια απόφαση από πλευράς Biden αυτή την συγκεκριμένη χρονική στιγμή.
Όμως η νέα προεδρία, παρά την επιδιωκόμενη επαναπροσέγγιση με το Ιράν, θέλει να δείξει ότι οι ΗΠΑ είναι αποφασισμένες και δεν είναι καθόλου αφελείς ώστε να μην ενισχύσουν την διαπραγματευτική τους θέση με το να θέτουν εμπόδια στην δράση του Ιράν στη Μέση Ανατολή, χωρίς ωστόσο να πάνε την ένταση στα άκρα όπως έκανε ο Trump.