Ο εσωτερικός διχασμός της Δύσης αποτελεί μια εκ των αιτιών της κρίσης στην Ουκρανία, αφού το έλλειμμα που υπάρχει σε επίπεδο ηγεσιών και αξιών επιτρέπει στον Πούτιν να διεκδικεί την επιβολή μιας ζώνης επιρροής στην Ανατολική Ευρώπη και την φιλανδοποίηση μιας σειράς κρατών. Αυτό τονίζει στο Liberal o Δημήτρης Καιρίδης προσθέτοντας ότι μια στρατιωτική εισβολή θα έχει περισσότερα ρίσκα και μεγαλύτερο κόστος από ότι οφέλη για την Μόσχα.
Ο βουλευτής της ΝΔ και καθηγητής Διεθνών Σχέσεων αναφέρεται στη στάση της Δύσης και επισημαίνει ότι «όλα αυτά που ζούμε στο εσωτερικό του δυτικού κόσμου με τον λαϊκισμό, με τον ανορθολογισμό με τις ακρότητες της πολιτικής ορθότητας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η Δύση σε αυτή τη συγκυρία είναι σε έναν οιονεί πόλεμο με τον εαυτό της».
«Έχει ξεχάσει σε ένα βαθμό, έχουν θαμπώσει θα έλεγα, οι αξίες που την έκαναν Δύση, που την έκαναν ισχυρή, δηλαδή ο ορθός λόγος, η αξιοκρατία, η πρωτοκαθεδρία στην ίδια την επιστήμη» και αυτό σε συνδυασμό με την αδυναμία καθορισμού ξεκάθαρου τρόπου αντιμετώπισης της κρίσης ρωσικής πρόκλησης δίνει τη δυνατότητα στον Πούτιν να διεκδικεί την επανάκαμψη της Ρωσίας ως Μεγάλη Δύναμη.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει «Η κρίση της Ουκρανίας συμβαίνει εξ αιτίας της κρίσης της Δύσης. Δεν θα υπήρχε διαφορετικά» σημειώνοντας πως «θα ήταν αδιανόητο σε άλλες εποχές η παντοδύναμη Δύση να αμφιταλαντεύονταν απέναντι σε μια Ρωσία η οποία, κακά τα ψέματα, είναι μακροπρόθεσμα σε παρακμή, με μια οικονομία του μεγέθους της Ισπανίας».
Δηλώνει ακόμη ότι μια στρατιωτική εισβολή στην Ουκρανία θα έχει περισσότερα ρίσκα και μεγαλύτερο κόστος για την Μόσχα τη στιγμή που ο Πούτιν έχει καταφέρει αφού χωρίς ιδιαίτερο κόστος να επιβάλει την πολιτική του (χωρίς μια τουφεκιά) και έναν «αργό θάνατο» σε μια συμμορία «αυθάδους» ουκρανικού εθνικισμού.
Συνέντευξη στον Τάσο Ευαγγελίου
- Τι θέλει τελικά η Μόσχα από την Ουκρανία και που μπορεί να οδηγήσει η ανταλλαγή απειλών μεταξύ Ρωσίας και Δύσης;
Η Μόσχα δεν θέλει μόνο από την Ουκρανία. Άλλωστε η διαπραγμάτευση δεν είναι καν με την Ουκρανία. Η μεγάλη διαπραγμάτευση σήμερα είναι μεταξύ Μόσχας και Ουάσινγκτον, χωρίς ενδιάμεσους και με την Ευρώπη, λίγο – πολύ, απούσα. Αφορά τη διεκδίκηση της Ρωσίας να επανακάμψει ως Μεγάλη Δύναμη και να επιβάλει μια ζώνη επιρροής στην Ανατολική Ευρώπη με τη Φινλανδοποίηση μιας σειράς κρατών και μια δέσμευση ότι το ΝΆΤΟ δεν θα επεκταθεί περαιτέρω.
Ουσιαστικά η Ρωσία, με τη στήριξη και της Κίνας, η οποία, σημειωτέον, απαντά στην κίνηση του Μπάιντεν με την Aukus, φέρνοντας το πρόβλημα από τον Ειρηνικό πίσω στην Ευρώπη, δείχνει να επενδύει στην αμηχανία των Δυτικών, με τον Πούτιν να «διασκεδάζει» με την αδυναμία καθορισμού ξεκάθαρου τρόπου αντιμετώπισης της κρίσης και της ρωσικής πρόκλησης
- Αν το αίτημα της Μόσχας αναφορικά με το ΝΑΤΟ δεν αλλοιώνει την πολιτική της συμμαχίας αναφορικά με την ένταξη νέων κρατών;
Είναι προφανές πως κάποια πράγματα οι Αμερικάνοι δεν μπορούν να τα δώσουν διότι θα ακύρωναν το ΝΑΤΟ, θα υπονόμευαν τη θέση τους στην Ευρώπη και θα παραβίαζαν την ανεξαρτησία και την κυριαρχία αυτών των κρατών. Γι΄ αυτό και η διαπραγμάτευση είναι δύσκολη και για αυτό κάποια πράγματα θα παραμείνουν στο παρασκήνιο και δεν θα έρθουν στο προσκήνιο. Δηλαδή κάποιες ενδεχόμενες δεσμεύσεις θα αναληφθούν στο πλαίσιο της γνωστής ρήσης ότι κάποια πράγματα γίνονται και δεν λέγονται.
- Ο Πούτιν αύριο θα διευθύνει μια μεγάλη στρατιωτική άσκηση ρωσικών στρατευμάτων την ώρα πο έχει συγκεντρώσει ή πάνω από 100.000 στρατιωτικούς στα σύνορα με την Ουκρανία. Είναι μια απλή επίδειξη δύναμης;
Ο Πούτιν επιτείνει με αυτό τον τρόπο την πίεση. Στον βαθμό δε που οι Δυτικοί αποφάσισαν ότι δεν είναι διατεθειμένοι να πολεμήσουν για την Ουκρανία, ο Πούτιν διαθέτει ένα εύρος επιλογών. Προς το παρόν δείχνει να είναι από πάνω διότι, χωρίς να έχει χρειαστεί να ρίξει μια τουφεκιά, η Ουκρανία έχει λίγο - πολύ τρωθεί,. Η οικονομία της βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση, συγκλονίζεται στο εσωτερικό και θα έλεγα πως ο στόχος να ασκηθεί αυτή η πίεση και να ξεκινήσει μια διαπραγμάτευση που μέχρι χθες οι δυτικοί αρνούνταν έχει επιτευχθεί από πλευράς Πούτιν.
Αυτά σε ένα πρώτο βραχυπρόθεσμο επίπεδο, διότι αυτή η επιτυχία του Πούτιν είναι η επιτυχία ενός συγκεκριμένου συστήματος και καθεστώτος, που μακροπρόθεσμα δεν δείχνει να εξυπηρετεί τα ουσιαστικά συμφέροντα του Ρωσικού λαού. Η «νίκη» του Πούτιν είναι ήττα των όποιων εναπομεινάντων φιλελεύθερων δυνάμεων στην Ρωσία και σηματοδοτεί τη διαψευση των προσδοκιών, που υπήρχαν τη δεκαετία του 1990, για ενσωμάτωση της χώρας αυτής στη δύση και στο δυτικό πολιτικό πολιτισμό.
- Είχαμε ζήσει την περίοδο αυτή οπως και την περίοδο της πρώτης δεκαετίας του 2000 αυτή την προσπάθεια συμπόρευσης και των συζητήσεων παρουσία του Πούτιν που όμως δεν ευοδώθηκε...
Η πορεία ήταν απογοητευτική με ευθύνη όμως, για να είμαστε ειλικρινείς και των δύο πλευρών. Δεν θα κρυφτώ από τις ευθύνες που υπάρχουν και στη Δύση, όπου κάποιοι παράγοντες ήταν εκδικητικοί και τιμωρητικοί έναντι της, πεσμένης στο έδαφος, Ρωσίας μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Ευθύνη υπάρχει και στην ρωσική πλευρά, η οποία, εν τέλει, επέλεξε τον αυταρχισμό, τον αναθεωρητισμό, και τον ηγεμονισμό, όπως είδαμε στις περιπτώσεις της Γεωργίας και της Ουκρανίας, αλλά και στην Μέση Ανατολή.
- Είναι πραγματικός τελικά ο φόβος για εμπλοκή της Ρωσίας στον πόλεμο στο Ντορμπάς;
Η Ρωσία είναι μπλεγμένη στο Ντορμπας ούτως ή άλλως. Δεν θα υπήρχε απόσχιση χωρίς τη ρωσική στήριξη. Παλαιότερα όταν οι Ουκρανοί αντεπιτέθηκαν και βρέθηκαν ένα βήμα πριν την ανακατάληψη του παρενέβη δυναμικά η Ρωσία και επέβαλε επί του εδάφους την αυτονόμηση της περιοχής. Η εμπλοκή υπάρχει και είναι διαρκής. Από εκεί και πέρα, είχα από την αρχή αμφιβολίες για μια στρατιωτική εισβολή στην Ουκρανία, όχι γιατί είχα εμπιστοσύνη στα φιλειρηνικά αισθήματα του Κρεμλίνου, αλλά για καθαρά ορθολογικούς λόγους. Μια τέτοια εισβολή θα είχε περισσότερα ρίσκα και κόστος από τα όποια οφέλη και δεν θα συνέφερε τον Πούτιν.
Επίσης, μια τέτοια κίνηση θα οδηγούσε σε επανασυσπείρωση της Δύσης, αναβίωση του ΝΑΤΟ, με προσχώρηση χωρών που σήμερα δεν είναι μέλη του, όπως η Σουηδία και η Φιλανδία και τη δημιουργία ενός αντιρωσικού συνασπισμού. Η σημερινή κατάσταση εξυπηρετεί τον Πούτιν αφού, χωρίς ιδιαίτερο κόστος για τον ίδιο, επιβάλει την πολιτική του και έναν «αργό θάνατο» σε μια συμμορία «αυθάδους» ουκρανικού εθνικισμού, όπως τονίζει.
- Υπάρχει το ενδεχόμενο ο φόβος που εκφράζεται από πολλές πλευρές στις δυτικές χώρες, ότι με τη λήξη των Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων στην Κίνα θα δημιουργηθούν συνθήκες σύγκρουσης να βγει αληθινός;
Είναι κάτι το παράδοξο, σίγουρα πρωτοφανές, να προαναγγέλλεται από την αμερικάνικη κυβέρνηση και τις αμερικάνικες μυστικές υπηρεσίες, η ημέρα και η ώρα της Ρωσικής εισβολής. Κάτι τέτοιο δεν το είχαμε συναντήσει στο παρελθόν και το παράδοξο γίνεται ακόμη πιο ακραίο για τους ίδιους τους Ουκρανούς που δεν ξέρουν από τι να προφυλαχθούν, από τις απειλές των Ρώσων ή τις αμερικάνικες προφητείες.
Διότι όχι μόνο οι απειλές αλλά και οι προφητείες αποσταθεροποιούν την Ουκρανία. Πρόσφατα, θυμίζω, η Ουκρανική κυβέρνηση διαμαρτυρήθηκε στους Αμερικάνους γι αυτή την κατάσταση. Είναι και αυτό μέρος των παραδοξοτήτων με τις οποίες είμαστε αντιμέτωποι σε αυτή την κρίση. Όμως είτε έτσι ή αλλιώς ένα είναι το μείζον που πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας: Το γιατί έχουμε αυτή την κρίση.
Υπάρχουν τα δευτερεύοντα: η Ουκρανία δεν κατάφερε να αναπτυχθεί οικονομικά, αν υπολογίσει κανείς πως το 1991 είχε το ίδιο βιοτικό επίπεδο με την γειτονική Πολωνία και σήμερα ο μέσος Πολωνός είναι τέσσερις φορές πλουσιότερος. Είναι διχασμένη εσωτερικά με μια ισχυρή ρωσόφωνη μειονότητα και μια ιστορική διαδρομή που την καθιστά στο μυαλό των Ρώσων περισσότερο μέρος του ρωσικού κόσμου παρά ανεξάρτητο έθνος. Από την άλλη η Ρωσία κατάφερε να ανακάμψει οικονομικά τη δεκαετία του 2000 αν και αυτή δεν βασιζόταν σε κάποιον οικονομικό εκσυγχρονισμό, αλλά στην άνοδο της τιμής των υδρογονανθράκων και έχει περιορισμένο εύρος και ημερομηνία λήξης.
Το πρωτεύον όμως είναι η στάση της Δύσης. Έχουμε ένα παράδοξο: Από τη μια η δύση είναι παντοδύναμη αντικειμενικά, αν σκεφτεί κανείς πως είναι το 60% της παγκόσμιας οικονομίας (Ευρώπη Αμερική, Ιαπωνία, Αυστραλία), το 80% της παγκόσμιας έρευνας, το 90% των αμυντικών δαπανών, (μόνη της η Αμερική είναι πάνω από το μισό), αλλά από την άλλη δεν καταφέρνει να επιβάλει τη θέλησή της, όπως έκανε στο παρελθόν, λόγω του εσωτερικού διχασμού και του ελλείμματος ηγεσίας που και αυτό είναι αντανάκλαση της εσωτερικής της κρίσης.
Όλα αυτά που ζούμε στο εσωτερικό του δυτικού κόσμου με τον λαϊκισμό, με τον ανορθολογισμό με τις ακρότητες της πολιτικής ορθότητας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η Δύση σε αυτή τη συγκυρία είναι σε έναν οιονεί πόλεμο με τον εαυτό της. Έχει ξεχάσει σε ένα βαθμό, έχουν θαμπώσει θα έλεγα, οι αξίες που την έκαναν Δύση, που την έκαναν ισχυρή, δηλαδή ο ορθός λόγος, η αξιοκρατία, η πρωτοκαθεδρία στην ίδια την επιστήμη.
Αυτό είναι φανερό. Όποιος παρακολουθεί την αμερικανική πολιτική σκηνή, όποιος δει τι γίνεται στην Ντάουνινγκ Στρίτ με πρωθυπουργό τον Μπόρις Τζόνσον, καταλαβαίνει ότι κάτι δεν πάει καλά στην άλλοτε κραταιά Δύση. Υπάρχει αυτό το έλλειμμα ηγεσίας που είναι αντανάκλαση της εσωτερικής κρίσης και δεν είναι συγκυριακό αλλά δομικό. Τον καλύτερο να είχαν οι Αμερικάνοι και τον πιο χαρισματικό ως πρόεδρο, μια αναβίωση ενός Κένεντυ, και πάλι αυτός θα ήταν «με τα χέρια δεμένα». Είναι μεγάλος ο εσωτερικός διχασμός μεταξύ του ανορθολογισμού της ακραίας δεξιάς και του Τράμπ από τη μια και της υστερίας μιας ακραίας πολιτικά ορθής αριστεράς με τον φιλελευθερισμό τελικά να βάλλεται πανταχόθεν και βρίσκεται στην υποχώρηση.
- Δηλαδή η κρίση της Ουκρανίας συνδέεται με την κρίση της Δύσης;
Η κρίση της Ουκρανίας συμβαίνει εξ αιτίας της κρίσης της Δύσης. Δεν θα υπήρχε διαφορετικά. Θα ήταν αδιανόητο σε άλλες εποχές η παντοδύναμη Δύση, με τα στοιχεία που περιέγραψα ήδη, να αμφιταλαντεύονταν απέναντι σε μια Ρωσία η οποία, κακά τα ψέματα, είναι μακροπρόθεσμα σε παρακμή, με μια οικονομία του μεγέθους της Ισπανίας.
Δυστυχώς έχουμε, με κάποιες εξαιρέσεις, μια γενικευμένη κρίση αξιών της Δύσης που την καθιστά λιγότερο ικανή να αντιμετωπίζει τις τρέχουσες προκλήσεις σε σχέση με την πραγματική της δύναμη.
*Ο Δημητρης Καιρίδης. Βουλευτής της Ν.Δ, Καθηγητής Διεθνών σχέσεων και πρώτος αντιπρόεδρος της Επιτροπής Ευρωπαικών Υποθέσεων της Βουλής.