Του Θανάση Παπαδή
Ο νόμος Κατρούγκαλου ψηφίστηκε στα μέσα στο 2016. Χρειάστηκε όμως να φτάσουμε στα μέσα του 2018 για να αποφασίσει το υπουργείο Εργασίας να επιβάλει άλλο ένα «χαράτσι» σε χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Η απόφαση που εξέδωσε το υπουργείο Εργασίας – και η οποία αναμένεται να εξειδικευτεί το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα με αντίστοιχη απόφαση του ΕΦΚΑ –, για την επιβολή ασφαλιστικών εισφορών μισθωτού στους διαχειριστές των προσωπικών εταιρειών, φέρνει τα πάνω κάτω στα μέχρι τώρα δεδομένα, καθώς θα υποχρεώσει δεκάδες χιλιάδες εταιρείες να αναθεωρήσουν τη μέχρι τώρα πολιτική τους. Πρακτικά, οι επιτηδευματίες, σε συνεργασία με τους λογιστές τους, καλούνται να επιλέξουν το επόμενο χρονικό διάστημα ανάμεσα στη... Σκύλλα των ασφαλιστικών εισφορών που μπορούν να φτάσουν να υπολογίζονται με συντελεστή έως και 41% και τη Χάρυβδη του φόρου 29% που μπορεί να φτάσει στο 58% μαζί με τις προκαταβολές. Το χαράτσι ενεργοποιείται από την 1η Ιουνίου αιφνιδιαστικά και θα κοστίσει αρκετές εκατοντάδες ή και χιλιάδες ευρώ σε κάθε μικρομεσαία επιχείρηση.
Τα δεδομένα έχουν ως εξής:
– Μέχρι σήμερα, οι διαχειριστές των ομόρρυθμων και ετερόρρυθμων εταιρειών που εισέπρατταν επιχειρηματική αμοιβή δεν ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν ασφαλιστικές εισφορές για το ύψος της αμοιβής αυτής, αν είχαν ταυτόχρονα και την ιδιότητα του εταίρου της Ο.Ε. ή της Ε.Ε. (κάτι που συνέβαινε βέβαια στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων). Αυτό, από την 01/06 αλλάζει. Με την απόφαση του υπουργείου Εργασίας – η οποία ερμηνεύει με καθυστέρηση δύο ετών τον νόμο Κατρούγκαλου – ορίζεται ότι για το ύψος της επιχειρηματικής αμοιβής, ο διαχειριστής θα πρέπει να πληρώνει ασφαλιστικές εισφορές ως μισθωτός.
– Ο συντελεστής υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών δεν έχει προσδιοριστεί ακόμη. Στο κακό σενάριο, η επιβάρυνση θα ξεπερνά το 41% όσων δηλώνει ένας ένας μισθωτός μαζί με τον εργοδότη του. Στο καλύτερο σενάριο, ο συντελεστής θα κατέβει στο 34,1%, όσο δηλαδή πληρώνουν σήμερα και τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου εταιρειών τα οποία και αντιμετωπίζονται ως οιωνεί μισθωτοί.
– Αν ο διαχειριστής αποφασίσει να μην εισπράττει επιχειρηματική αμοιβή (είναι στη διακριτική του ευχέρεια), τότε θα πληρώνει ασφαλιστικές εισφορές βάσει των μερισμάτων που θα του αναλογούν, δεδομένου ότι διατηρεί και την ιδιότητα του εταίρου.
Η πρακτική που ακολουθούσαν μέχρι σήμερα οι προσωπικές εταιρείες ήταν οι εξής: οι διαχειριστές εμφανίζονταν να εισπράττουν μια αμοιβή διαχείρισης, η οποία φορολογούνταν ως αμοιβή από μισθωτή εργασία, χωρίς όμως να επιβαρύνεται με ασφαλιστικές εισφορές. Ετσι, ένα τμήμα των κερδών περνούσε από την επιχείρηση στο όνομα του διαχειριστή, με αποτέλεσμα, αντί να φορολογείται με συντελεστή 29% και να υπόκειται και σε προκαταβολή φόρου 100%, να καλύπτεται είτε από το αφορολόγητο του μισθωτού είτε να φορολογείται με τον χαμηλό συντελεστή της κλίμακας του 22%, χωρίς μάλιστα να υπάρχει και ο κίνδυνος της προκαταβολής. Τώρα, οι προσωπικές εταιρείες θα πρέπει να κάνουν τις πράξεις και τις επιλογές τους:
1. Αν καταργήσουν την αμοιβή του διαχειριστή, επί του ποσού της αμοιβής θα επιβληθεί φόρος 29% (δεδομένου ότι θα φουσκώσουν αντίστοιχα τα κέρδη της εταιρείας), προκαταβολή 100% και ασφαλιστική εισφορά 26,95% (δεδομένου ότι οι εισφορές θα υπολογιστούν επί του καθαρού κέρδους, το οποίο θα είναι φουσκωμένο).
2. Αν διατηρήσουν την επιχειρηματική αμοιβή, θα εξακολουθήσουν να έχουν το προνόμιο του μειωμένου φόρου, αλλά θα πρέπει να πληρώνουν τις ασφαλιστικές εισφορές, οι οποίες αντί να υπολογιστούν με συντελεστή 26,95%, όπως στην προηγούμενη περίπτωση, θα υπολογιστούν με συντελεστή 34,1% στην καλύτερη περίπτωση ή πάνω από 41% στην χειρότερη.
Και στη μία και στην άλλη περίπτωση, δεκάδες χιλιάδες επιτηδευματίες είναι δεδομένο ότι θα βάλουν για μια ακόμη φορά το χέρι στην τσέπη.
* Αναδημοσίευση από τον «Φιλελεύθερο» της Πέμπτης 19 Απριλίου.