Του Δημήτρη Καμπουράκη
Ας ξεκινήσω με μια απλή παραδοχή: Όποιος απ' τους απλούς πολίτες τούτης της χώρας υποστηρίζει την συμφωνία των Πρεσπών δεν είναι προδότης κι όποιος αντιτίθεται σ' αυτήν δεν είναι Χρυσαυγίτης. Αυτή η αυτονόητη αρχή είναι απαραίτητη για να μην υπάρξει επικίνδυνος και άκρως επώδυνος διχασμός μέσα στις λαϊκές μάζες. Οι ηγεσίες όμως τι κάνουν;
Από γενέσεως πολιτικής, το παιχνίδι παίζεται πρωτίστως στην κορυφή κι από κει διοχετεύεται προς την λαϊκή βάση. Ένας παλιός επαρχιακός βουλευτής είχε πει κάτι πραγματικά εύστοχο, όταν δέχτηκε κριτική επειδή χαιρέτησε τον αντίστοιχο αντίπαλο του στην πλατεία: «Ό,τι κάνουμε εμείς στα ψηλά, μεταφέρεται στο δεκαπλάσιο στα χαμηλά. Αν εγώ, αντί να τον χαιρετήσω του ρίξω ένα χαστούκι, τότε οι κομματάρχες μας στα χωριά θα μαχαιρωθούν.»
Το ίδιο ισχύει και για την συμφωνία των Πρεσπών. Η συμπεριφορά των ηγεσιών δίνει τον τόνο των λαϊκών συναισθημάτων και αντιδράσεων. Η ΝΔ ή το ΚΙΝΑΛ, παρά την σφοδρή διαφωνία τους με την συμφωνία, ουδέποτε χαρακτήρισαν προδότες και πουλημένους τους κυβερνητικούς. Δεν είχαν άλλωστε λόγο να το κάνουν. Η λαϊκή πλειοψηφία κατά της συμφωνίας ήταν από την αρχή τόσο καταφανής, που δεν υπήρχε καμία απολύτως ανάγκη περαιτέρω όξυνσης για την είσπραξη κομματικών ωφελημάτων. Ο Σύριζα είχε βγάλει μόνος του τα μάτια του.
Αντιθέτως, ήταν ο Σύριζα που από την πρώτη στιγμή χαρακτήρισε ακροδεξιές τις ηγεσίες όσων κομμάτων διαφώνησαν με τις Πρέσπες. Όπως ο αρχικός Συριζαϊκός σχεδιασμός ήταν να περάσει η λύση του Μακεδονικού από το μέσον της ΝΔ και να την κάνει δυο κομμάτια, έτσι και στην συνέχεια ο Τσίπρας τοποθέτησε την γραμμή υποστήριξης-απόρριψης της συμφωνίας, πάνω στην νοητή γραμμή ανάμεσα στην δημοκρατία και την ακροδεξιά.
Η ΝΔ και το ΚΙΝΑΛ δεν είχαν καμιά ανάγκη να κάνουν διαχωρισμό ανάμεσα σε πατριώτες και προδότες. Τους αρκούσε η διαχωρισμός ανάμεσα σε υποστηριχτές και διαφωνούντες της συμφωνίας, καθώς οι δεύτεροι είναι άνω του 70% του εκλογικού σώματος. Τα εκλογικά οφέλη τα είχαν έτσι κι αλλιώς. Ο Σύριζα ήταν που είχε απόλυτη ανάγκη έναν υψηλότερο και οξύτερο διαχωρισμό, ο οποίος θα μπορούσε δυνητικά να υπερκεράσει την μειοψηφική του θέση πάνω στο Μακεδονικό. Γι αυτό υιοθέτησε τον διαχωρισμό δημοκράτες-Χρυσαυγίτες.
Αυτό που εισπράττει σήμερα, από τα Γιαννιτσά και το Κιλκίς ως την Μελβούρνη, είναι αποτέλεσμα δυο παράλληλων επιλογών του: Πρώτον, της νομιμοποίησης από τον ίδιον τον Σύριζα αυτών των ομάδων και πρακτικών για ικανό χρονικό διάστημα. Δεύτερον, της υιοθέτηση εκ μέρους του ενός αποτυχημένου –εκ των αποτελεσμάτων των δημοσκοπήσεων- τεχνητού διαχωρισμού ανάμεσα σε πατριώτες και φασίστες, που ''χτυπάει'' στο θυμικό όσων διαφωνούν με τις Πρέσπες και φυσικά δεν είναι φασίστες.
Οι κυβερνητικοί θα πορευτούν ως τις εκλογές έχοντας απέναντι τους ομάδες ακραίων που θα τους αποδοκιμάζουν. Αυτό δεν πρόκειται ν' αλλάξει. Με την γραμμή που υιοθέτησαν όμως, δεν πρόκειται να υπάρξει από τις μάζες των απλών πολιτών κανένα μέτωπο δημοκρατικής υποστήριξης τους έναντι των επιθέσεων που δέχονται. Ο απλός κόσμος θα τους αφήσει μόνους να υποστούν τα επίχειρα της δράσης των ομάδων που οι ίδιοι εξέθρεψαν. Κι αυτό, ο Σύριζα το πέτυχε.