Του Κωνσταντίνου Χαροκόπου
Είναι πολλά, τα μέχρι πρότινος ακλόνητα στερεότυπα, που αποδομήθηκαν από την ίδια την ζωή και από την ίδια την πραγματικότητα, κατά την διάρκεια των τελευταίων ετών. Τα είδαν οι πολίτες να αποκαθηλώνονται μπροστά στα ίδια τους μάτια και να φαντάζουν πλέον, τόσο ευτελή και τόσο αναξιόπιστα.
Και δεν αναφέρομαι ούτε στα καταρρεύσαντα οράματα των εγχώριων οπαδών του Μαδούρο, ούτε στον καθυποταγμένο επαναστατικό και αντιιμπεριαλιστικό οίστρο τους. Και ούτε φυσικά, στο δήθεν ηθικό πλεονέκτημα της αριστεράς και στην αναπτυξιακή πορεία με προοδευτικό πρόσημο, που μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού της χώρας την βίωσε πολύ δυσάρεστα μέσω της ισοπεδωτικής φοροεπιδρομής.
Αναφέρομαι στα στερεότυπα που έχουν να κάνουν με τα γενικότερα οικονομικά δεδομένα, αλλά και την οικονομική διαχείριση της καθημερινότητας των πολιτών. Με την απαξίωση του κινήματος «δεν πληρώνω», με το ξεχέρσωμα του λεφτόδενδρου από τη λογική των πολιτών, με την εξαφάνιση του φοβερά άλογου μηνύματος «μας χρωστάνε, δεν τους χρωστάμε» και με την σταδιακή αποκλιμάκωση της διεκδίκησης νέων «δικαιωμάτων» και της προάσπισης των «κεκτημένων».
Παρ' όλα αυτά, διατυπώνεται συχνά ένα ερώτημα σχετικό με την πώληση των μη εξυπηρετούμενων δανείων στα εξειδικευμένα funds. «Γιατί οι τράπεζες πουλάνε στα funds τα δάνεια προς 6 σεντς στο 1 ευρώ και δεν τα πωλούν στους δανειολήπτες τους, προς 7 ή και 10 σεντς στο 1 ευρώ, έτσι ώστε και οι τράπεζες να κερδίσουν κάτι παραπάνω, αλλά και οι δανειολήπτες να πάρουν πίσω τα σπίτια τους»; Η απάντηση, πως θα ήταν καλύτερο να πωληθούν τα δάνεια στους δανειολήπτες, διακρίνεται από κάποια ίχνη αλήθειας, όμως η πραγματικότητα είναι διαφορετική.
Οι περισσότερες τράπεζες έχουν εξαντλήσει προ καιρού, κάθε ρεαλιστικό μέσο ρύθμισης των δανείων των ιδιωτών. Έχουν διαθέσει και δαπανήσει σημαντικούς πόρους στα δικαστικά τους τμήματα, σε εξωτερικούς δικηγόρους, σε μηχανικούς και στο εξειδικευμένο προσωπικό που έχει αναλάβει την διαχείριση αυτών των δανείων, με σκοπό την εξεύρεση μιας χρυσής τομής. Μιας τομής, που από τη μια θα εξασφάλιζε ένα μέρος του δανείου που έχει δοθεί αλλά δεν εξυπηρετείτο και από την άλλη θα έκλεινε μια υπόθεση που θα μπορούσε να οδηγήσει είτε στα δικαστήρια για χρόνια, είτε στον εκπλειστηριασμό του ακινήτου του δανειολήπτη.
Μόνο μετά από την αποτυχία αυτών των διαπραγματεύσεων, οι τράπεζες αποφασίζουν να πωλήσουν ομαδοποιημένα πλέον τα δάνεια σε funds, σε εξαιρετικά χαμηλές τιμές. Σε τιμές που προσδιορίζουν οι αγοραστές ανάλογα με το επίπεδο του ρίσκου που αναλαμβάνουν, αγοράζοντας μια ομάδα συγκεκριμένων δανείων και ανάλογα με την ποιότητα των εξασφαλίσεων που συνοδεύουν αυτά τα δάνεια. Δηλαδή σε άλλες τιμές αγοράζουν μεγάλα δανειακά υπόλοιπα που δεν έχουν εξασφαλίσεις, σε άλλες τιμές μικρά δανειακά υπόλοιπα με εξασφαλίσεις και ούτω καθεξής. Για παράδειγμα, στην προσφερόμενη τιμή των 10 σεντς ανά ευρώ, το fund αγοράζει κάποια δάνεια, από τα οποία δεν θα καταφέρει να εισπράξει ούτε ένα σεντ, κάποια άλλα από τα οποία θα εισπράξει 8 σεντς και κάποια άλλα από τα οποία μπορεί να εισπράξει 20 σεντς. Γι' αυτό, και η τράπεζα δέχεται να τα πωλήσει τόσο χαμηλά, καθώς τα ποσοστά ανάκτησης μέσω της κλασσικής τραπεζικής οδού και του υπάρχοντος νομικού πλαισίου, είναι ακόμα πιο χαμηλά.
Επομένως, με οικονομικά κριτήρια είναι απολύτως λογική, η κίνηση της πώλησης των δανειακών υπολοίπων σε εξειδικευμένα funds, αφού η άλλη εναλλακτική της bad bank δεν προκρίθηκε ποτέ, λόγω έλλειψης κεφαλαίων και απουσίας πολιτικής βούλησης. Σε κάποιους μπορεί να φαντάζει άδικη, σε κάποιους άλλους σκληρή, όμως υπαγορεύεται από την ανάγκη συρρίκνωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων στους τραπεζικούς ισολογισμούς.
Ο αρθρογράφος είναι οικονομικός αναλυτής, με ειδίκευση στο σχεδιασμό σύνθετων επενδυτικών στρατηγικών.
Αποποίηση Ευθύνης: Το περιεχόμενο της στήλης, είναι καθαρά ενημερωτικό και πληροφοριακό και δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση επενδυτική συμβουλή, ούτε υποκίνηση για συμμετοχή σε οποιαδήποτε συναλλαγή. Ο αρθρογράφος δεν ευθύνεται για τυχόν επενδυτικές και λοιπές αποφάσεις που θα ληφθούν με βάση τις πληροφορίες αυτές.