Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Να σκέφτεσαι, όταν σε παίρνει από κάτω, όταν δεν βλέπεις τίποτε καλό μες στη μέρα σου, παρά ακούς και διαβάζεις μονάχα για άλλο ένα τερτίπι αυτής της κυβέρνησης που δεν κυβερνά αλλά χαλκεύει και ιστορεί την εικόνα της — όταν νιώθεις, και ξέρεις, πως (ναι) είμαστε φτωχοί, πως τα πράγματα δεν πάνε καλά, πως υπάρχει πίκρα και στενοχώρια και απογοήτευση — όταν σε παίρνει από κάτω και μπουχτίζεις και θες να βγεις έξω και να πετάς τα καπέλα του κόσμου στον δρόμο — τότε ακριβώς να σκέφτεσαι πως υπάρχει και ένας άλλος κόσμος πέρα από αυτόν, ένας κόσμος παράλληλος με την εικονική επαυξημένη πραγματικότητα των πρωτοσέλιδων και του διαδικτύου, ένας κόσμος που κάποια στιγμή θα βγει κι αυτός με τη σειρά του στην επιφάνεια και θα λαμπρύνει τα πάντα.
Να σκέφτεσαι πως κάπου στην πόλη κάποιος τώρα δα έλυσε ένα μαθηματικό πρόβλημα, δεν έχει σημασία ποιο, και πως τα μάτια του έλαμψαν σαν να πήραν φωτιά, γιατί ξέρει πως έχει ανοιχτεί ένας ορθάνοιχτος δρόμος μπροστά του. Πως λίγο πιο πέρα κάποια εικοσιπεντάχρονα παιδιά βρίσκουν λύσεις για εκείνα τα καρέ τού κόμικς που φτιάχνουν, και που τους παίδευαν μέρες τώρα, και κάνουν high five. Πως κάποιοι άλλοι, μια παρέα παλιοί συμμαθητές, βάζουν τις βάσεις για μία start up που, έτσι και βρει χρηματοδότες και πιάσει, τα αλλάζει όλα, λένε.
Να σκέφτεσαι πως παραδίπλα ένα κορίτσι γράφει αστεία στο Messenger στον αδελφό της, που ζει στο εξωτερικό, κι εκείνος γελάει και της στέλνει emoticon που δείχνουν να ξεκαρδίζονται — και πως μετά από λίγο την προσκαλεί για τις Γιορτές, να δει από κοντά κι εκείνη τη σχολή που της έλεγε: είναι καλή σχολή. Πως κάποιος έσκυψε να μαζέψει τις ακαθαρσίες του σκύλου του και, μιας και είχε το σακουλάκι πρόχειρο και ήταν και σκυμμένος, μάζεψε και κάποιες άλλες από δίπλα. Πως ένας μάστορας βρήκε έναν έξυπνο τρόπο να μη στάζει αυτό το κλιματιστικό πάνω στους περαστικούς, αλλά να τρέχει απευθείας στο λούκι — και πως γέμισε η καρδιά του με το κατόρθωμα και είναι έτοιμος να κεράσει μπίρες.
Να σκέφτεσαι πως δυο φίλοι γυρίζουν και ξαναγυρίζουν το βιντεάκι που πρέπει να φτιάξουν για να προωθήσουν τη λαμπρή ιδέα που είχαν για crowdfunding, μα όλο μπερδεύουν τα λόγια τους και το πάνε πάλι από την αρχή — γιατί ντρέπονται και λιγάκι. Πως είναι ένας στο γραφείο του στο σπίτι, κάθε βράδυ απαρεγκλίτως από τις εννιά και μετά, που γράφει, σβήνει, διορθώνει το μυθιστόρημά του, και πως πέφτει τα μεσάνυχτα ξέπνοος για ύπνο, γιατί αύριο ξυπνάει πάλι στις εφτά για τη δουλειά — μα το πιστεύει, διάολε, αυτό το βιβλίο, και ξέρει πως είναι καλό. Πως μια γυναίκα σταμάτησε να κλαίει, μόνο, για το αυτιστικό παιδί της, και έκατσε και έφτιαξε μια Σελίδα για να εξιστορεί εκεί την καθημερινότητά της — και αύριο θα την καλούν να δίνει διαλέξεις.
Να σκέφτεσαι πως αυτός εκεί ο μάγειρας απογείωσε τα πιάτα του αλλάζοντας το ελαιόλαδο με ένα πολύ καλύτερο που ανακάλυψε τυχαία, και τώρα πρέπει να το πει στο αφεντικό του και να τον πείσει — πιστεύει πως θα τα καταφέρει και τρίβει τα χέρια του από χαρά. Πως εκείνος ο ηλικιωμένος κύριος απέναντι από την πρασιά, στο ισόγειο, έκανε μία πολύ καλύτερη ακουαρέλα σήμερα: φτιάχνει πάντα τη γυναίκα του, για να τη θυμάται, και γίνεται κάθε μέρα καλύτερος με τα ιδιαίτερα μαθήματα που παίρνει. Πως μόνο σήμερα βγήκε σωστή εκείνη η στριφνή συγχορδία από το κορίτσι που μαθαίνει πιάνο στον τρίτο — σήμερα, μετά από ένα μήνα αγώνα.
Να σκέφτεσαι πως μια ομάδα ανθρώπων σχεδιάζει μία καινούργια εφημερίδα, έναν καινούργιο εκδοτικό, ένα περιοδικό για κάποιο περιορισμένο αλλά απαιτητικό και παθιασμένο κοινό. Πως ένας αρχιτέκτονας έφτιαξε μόλις τη μακέτα μιας γέφυρας που δεν του ζητήθηκε ποτέ, ενός μοντέρνου ναϋδρίου έτσι για το κέφι του, ενός σπιτιού που λούζεται όλο από το φως, και που μπορεί κάποτε να χτιστεί στ' αλήθεια. Πως εκείνο το ψηλόλιγνο μαύρο παιδί που παίζει μπάσκετ με την παρέα του κάπου στην Αττική, το φωνάζουν οι φίλοι του Γιάννη, και πως σφίγγει τα δόντια του για να του μοιάσει.
Να σκέφτεσαι πως ένας εξηντάχρονος έβαζε μόνο αγγλικούς υποτίτλους στα σίριαλ που έβλεπε επί δύο χρόνια, και πως απόψε για πρώτη φορά δεν τους χρειάστηκε ούτε καν αυτούς, και πως κλαίει μπροστά από την τηλεόρασή του, κι ας μην είναι συγκινητική αυτή η ταινία που έβαλε να δει. Πως κάποιος υιοθέτησε εκείνο το καμένο σκυλάκι από το Μάτι, και το 'χει κάνει έτοιμο για τα καλλιστεία σκύλων απ' την αγάπη, απ' την περιποίηση και από τα χάδια. Πως κάποιοι κατάφεραν να υιοθετήσουν μετά από μακρύ αγώνα ένα παιδί από μια μακρινή χώρα, που θα 'χει πια δυο μπαμπάδες να το προστατεύουν και να τους θαυμάζει.
Να σκέφτεσαι πως εκείνη η μικροσκοπική εταιρία υψηλής τεχνολογίας στα Εξάρχεια μόλις κατάφερε και έκλεισε ένα συμβόλαιο με έναν διεθνή γίγαντα του χώρου — είναι για ένα μικρό πρότζεκτ, αλλά ανοίγει ξαφνικά τόσο πολλές Δυνατότητες. Πως μια νοσοκόμα κάθεται κάθε βράδυ δίπλα σε έναν συγκεκριμένο ηλικιωμένο άρρωστο στο νοσοκομείο και του διαβάζει τον «Τομ Σόγιερ», από λίγες σελίδες τη φορά, μέχρι εκείνος να κοιμηθεί ήσυχος και χαμογελαστός. Πως κάποιος παίζει σκάκι με έναν άγνωστό του φίλο στην Εσθονία — και πως την άνοιξη ίσως να πάει εκεί για μια ολόκληρη εβδομάδα, μιας και χθες τον κάλεσε.
Να σκέφτεσαι πως όλα αλλάζουν, και τίποτε δεν μένει ίδιο.
Να σκέφτεσαι πως δεν είσαι μόνος.