Του Αλέξανδρου Σκούρα
Αν αναλογιστούμε τα πιο σημαντικά οικονομικά ζητήματα που ανακύπτουν στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων και ως κύρια θέματα στα ενημερωτικά site, θα παρατηρήσουμε μία επαναλαμβανόμενη κατάσταση. Το θέμα των συντάξεων, της ανεργίας και της υπερφορολόγησης διαδέχονται το ένα το άλλο ως τα κύρια προβλήματα της οικονομίας μας. Σαν να μη φτάνει αυτό, οι πολιτικοί μας σπάνια αναγνωρίζουν την πηγή των προβλημάτων αυτών και συνεχώς προσπαθούν να χαϊδέψουν τα αυτιά των ψηφοφόρων είτε με ρητορικές τεχνικές είτε με επιβλαβείς πολιτικές, όπως η προσπάθεια της κυβέρνησης να αναβάλλει την περικοπή των συντάξεων. Η κινητήριος δύναμη αυτής της προσπάθειας, όπως και άλλων στο παρελθόν, δεν είναι το ενδιαφέρον για το ευ ζειν των ηλικιωμένων μας, το ενδιαφέρον για την αξιοπρέπεια της τρίτης ηλικίας ή οτιδήποτε άλλο. Αντίθετα, είναι μία στυγνή και κυνική μικροπολιτική τακτική κίνηση: η αποφυγή του πολιτικού κόστους της μείωσης των συντάξεων.
Η συγκεκριμένη κατηγορία ίσως είναι βαριά για τους καλοπροαίρετους πολιτικούς που την υπερασπίζονται και για το λόγο αυτό αξίζει θεμελίωσης. Αν το ενδιαφέρον της κυβέρνησης ήταν ο βιοπορισμός της τρίτης ηλικίας, θα περιμέναμε να έχουν ήδη καταργηθεί οι μεγαλύτερες αδικίες του συνταξιοδοτικού συστήματος, όπως οι συνταξιοδοτήσεις πριν τα 65, ώστε τα ασφαλιστικά ταμεία να μην αναλαμβάνουν νέες υποχρεώσεις. Αν το ζητούμενο ήταν η αξιοπρέπεια των συνταξιούχων, η κυβέρνηση θα μπορούσε στα τριάμιση χρόνια της θητείας της να έχει αναδιαρθρώσει το συνταξιοδοτικό με τρόπο τέτοιο που να μην καθιστά τους συνταξιούχους αιχμαλώτους της πολιτικής ηγεσίας με τα κοινωνικά μερίσματα και τα εκάστοτε αναδρομικά. Αντίθετα, θα τους έδινε τη δυνατότητα να γνωρίζουν πόσα χρήματα θα λάβουν και πότε, ώστε να μπορούν αξιοπρεπώς να τακτοποιήσουν τις υποθέσεις τους. Πέρα όμως από τους τωρινούς συνταξιούχους, μία κυβέρνηση που ενδιαφέρεται πραγματικά για το καλό της χώρας, θα φρόντιζε και για τους μελλοντικούς συνταξιούχους δημιουργώντας ένα σύστημα που θα ενέπνεε εμπιστοσύνη και σταθερότητα. Τίποτα από αυτά δεν έχει γίνει φυσικά.
Μιας και μιλάμε για συντάξεις, πρέπει να δούμε και τι συμβαίνει στο κομμάτι της οικονομίας που τις πληρώνει, τους εργαζόμενους. Ο Οκτώβριος ήταν ένας δύσκολος μήνας για την αγορά εργασίας. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, το μήνα που μας πέρασε σημειώθηκε αρνητικό ρεκόρ στο ισοζύγιο απασχόλησης με μείωση της τάξης των 120 χιλιάδων θέσεων εργασίας. Φυσικά, πριν βιαστούμε να βγάλουμε πρώιμα συμπεράσματα, καλό θα ήταν να αναλογιστούμε ότι ο Οκτώβριος είναι ο μήνας που κλείνει η τουριστική σεζόν και η μείωση αυτή ενδέχεται να επηρεάζεται σημαντικά από αυτό το γεγονός. Πέρα όμως από την όποια επίδραση της τουριστικής σεζόν, η χώρα μας έχει τραγικά υψηλό ποσοστό ανεργίας που σταθερά βρίσκεται κοντά στο 20% του εργατικού δυναμικού και αυτό δεν είναι τυχαίο αλλά αποτέλεσμα τόσο της εργασιακής και ασφαλιστικής μας πολιτικής. Αν ένας κακοπροαίρετος οικονομολόγος σχεδίαζε ένα εργασιακό περιβάλλον ώστε να εξασφαλίσει ότι η χώρα του θα είχε πολύ υψηλή ανεργία στην επίσημη οικονομία και διάχυτη τη μαύρη εργασία, είναι σίγουρο ότι το σύστημά του θα έμοιαζε με το δικό μας.
Το μη μισθολογικό κόστος στη χώρα μας είναι τιμωρητικό και απαγορευτικά ακριβό, ιδιαίτερα όσο αυξάνεται το ύψος των μισθών. Η έλλειψη καλοπληρωμένων υπαλλήλων στην ιδιωτική οικονομία είναι λογική συνέπεια του ύψους των ασφαλιστικών και εργοδοτικών εισφορών. Αν θέλουμε να αλλάξει αυτό, πρέπει οπωσδήποτε να μειωθούν οι ασφαλιστικές εισφορές και οι φόροι στην εργασία, πράγμα που απαιτεί την ριζική αναδιάρθρωση του συνταξιοδοτικού συστήματος. Φαύλος κύκλος δηλαδή!
Για να σπάσει αυτός ο κύκλος υπάρχει μόνο μία λύση που ακούει στο όνομα περικοπή κρατικών δαπανών. Η ανάγκη για περικοπές στο κράτος δεν είναι πλέον ιδεολογική εμμονή των φιλελεύθερων αλλά αποτελεί κοινή διαπίστωση όλων σχεδόν των φορέων που ασχολούνται με την οικονομία μας. Αυτό σημαίνει ότι οι συντάξεις και οι μισθοί, που αποτελούν τη μεγάλη πλειοψηφία των κρατικών δαπανών, πως πρέπει να μειωθούν. Χωρίς περικοπή δαπανών στο κράτος, ούτε φόροι μπορούν να μειωθούν, ούτε επενδύσεις πρόκειται να εμφανιστούν, ούτε δραματικές αυξήσεις στο βιοτικό επίπεδο του μέσου Έλληνα πρόκειται να δούμε. Μιας και πλησιάζουμε σε εκλογές, καλό θα είναι να θυμόμαστε ότι οποιαδήποτε υπόσχεση αυξάνει τις δαπάνες του κράτους είτε δεν θα πραγματοποιηθεί, είτε θα μας υπερχρεώσει ακόμα περισσότερο, είτε θα αυξήσει ακόμα περισσότερο τη φορολογία. Αντίθετα, κάθε υπόσχεση που μειώνει τις δαπάνες του κράτους σημαίνει περισσότερα χρήματα στα χέρια των φορολογουμένων και αυξάνει τις πιθανότητες να δούμε πραγματική ανάπτυξη και βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης για όλους μας.