Μια εμπειρία πατριδογνωσίας είναι η θεατρική μεταφορά του λόγου του Θουκυδίδη από τον Δημήτρη Λιγνάδη. Όχι όμως ως ένα πολιτικό «μνημόσυνο» για τους νεκρούς μας, σε όλη την πολύπαθη ιστορία της πατρίδας μας. Αλλά ως ένας λόγος που μας καλεί σε ουσιαστική σχέση και κοινωνία προσώπων ως πολιτική πράξη.
Με αυτό το αίσθημα φεύγει το κοινό από την επιτυχημένη παράσταση που συνεχίζει στο Μέγαρο Μουσικής. Και, παρά το ρίσκο της θεατρικής μεταφοράς, η αποδοχή της από το κοινό δείχνει πόσο ζωντανό, ειδικά στις μέρες μας, είναι το αίτημά της. «Ποταμός» ο Λιγνάδης, δηλώνει στον «Φιλελεύθερο» «αριστερός» χωρίς ιδεολογικό πρόσημο κι εξηγεί, χωρίς περιστροφές, τι μπορεί να σημαίνει ο λόγος του Θουκυδίδη σήμερα.
«Να σου πω ένα σύμπτωμα που μου συμβαίνει αυτόν τον καιρό και φαντάζομαι σε οποιονδήποτε στην ηλικία μου, πολύ δε περισσότερο όταν δεν έχει παιδιά. Τώρα που ηλικιακά είμαι πάνω από μισό αιώνα, έχω μια τάση να “μιλήσω”, ν'' αφήσω κάτι πίσω μου. Επειδή λοιπόν περνά ο καιρός και θέλω ν'' αφήσω κάτι πολύ πιο χειροπιαστό, καταλαβαίνω ότι ανοίγουν λίγο οι ορίζοντές μου, γίνομαι πιο ευρέως πολιτικό ον, παρά στενά καλλιτεχνικό, αρχίζω λοιπόν να θέλω να κάνω πράγματα που έχουν κάτι πέρα από την αυτοαναφορικότητα.
Δεν θέλω να πω να διδάξω ή να εκπαιδεύσω ένα κοινό, αλλά να αφήσω κάτι πίσω μου, και σε αυτό το κίνητρο βρήκα πρόσφορο έδαφος στον Θουκυδίδη. Αν διαβάσει ή ακούσει κανείς θεατρικά το έργο αυτού του “εξωγήινου”, όπως στην παράστασή μας, καταλαβαίνει ότι το έγραψε κάποιος που έζησε χθες, σήμερα, πριν από 5 λεπτά.
Οι περισσότεροι καλλιτέχνες φίλοι μου με απέτρεψαν, λέγοντας “μα, τώρα έχεις παίξει Ριχάρδο Γ'', Πέερ Γκιντ, Κρέοντα από την Αντιγόνη, θα κάνεις τώρα Οιδίποδα Τύραννο στην Επίδαυρο, τι δουλειά έχεις με τον Θουκυδίδη; Εμένα όμως δεν με νοιάζει να εκφραστώ μόνο καλλιτεχνικά.
Η καριέρα μου πάει μια χαρά, η επιτυχία μου το ίδιο. Ζητούμενο για μένα είναι η ευτυχία μου. Και η ευτυχία μου θα συμβεί, αν αφήσω κάτι στους νεότερους ή σε αυτό που εγώ ονομάζω πατρίδα -ένα γενέθλιο τοπίο, ένα ψυχικό τοπίο, εκτός από γεωγραφικό-, παρά να είμαι ένας άνθρωπος που κάθεται στον καναπέ του ή με κάτι παρέες και διαμαρτύρεται για τη σημερινή κατάσταση. Οχι, προτιμώ να κάνω τον Θουκυδίδη».
Συνέντευξη στον Γιώργο Μυλωνά
- Ο Λιγνάδης, λοιπόν, είναι που μιλάει για τα πράγματα σήμερα, διά του Θουκυδίδη;
Κι εγώ και τα παιδιά που ασχοληθήκαμε με αυτό, οι ηθοποιοί και ο αδελφός μου που είναι κλασικός φιλόλογος, αλλά και θεατρολόγος και μεταφραστής -αυτές είναι οι ιδιότητές του και η ιδιότητα «αδελφός» είναι τυχαία-, και η Ανδρονίκη Μακρή (ιστορικός, σύμβουλός μας), όλοι θέλουμε να μην αφήσουμε τη διδασκαλία των ανθρωπιστικών σπουδών, να μην την αφήσουμε στο έλεος των μεν που την καπηλεύονται και των δε που αδιαφορούν παντελώς γι'' αυτήν. Γνωρίζω ότι ζούμε σε μια εποχή παγκοσμιοποίησης, γνωρίζω ότι και η επιχειρηματική δραστηριότητα και η εθνομηδενιστική κατάσταση δεν θέλει τις ιστορίες και τις μνήμες, γιατί τους είναι πιο βολικό να κοιτάμε μπροστά χωρίς να σκεφτόμαστε τι υπάρχει πίσω - λες και το μπροστά είναι μία έννοια που δεν ορίζεται από το τι είναι πίσω. Γνωρίζω λοιπόν ότι γενικά η διδασκαλία της ιστορίας είναι κάτι που δεν συμπαθούν πολλοί και μάλιστα αρχίζουν και το πετσοκόβουν, με αποκορύφωμα -γιατί δεν φταίνε μόνο αυτοί- το συνονθύλευμα που λέγεται κυβέρνηση.
- Στο σήμερα, λοιπόν, τι μας λέει ο Θουκυδίδης με πολιτικούς όρους;
Μιλά για την παθογένεια του Έλληνα. Και μαζί του κι εγώ πρεσβεύω ότι η διδασκαλία της ιστορίας πρέπει να γίνεται με τα υπέρ και τα κατά, χωρίς καμία αποθέωση του Έλληνα, αλλά και καμιά καταβαράθρωση. Πρέπει να διδάσκονται τα πάντα. Ο εαυτός έχει φωτεινές και σκοτεινές στιγμές μαζί. Αυτό πρέπει να διδάσκεται. Και γιατί πρέπει να διδάσκεται η Ιστορία; Διότι η πολιτική -με τη στενή έννοια- έχει εγκαταλείψει τον άνθρωπο.
Αρχίζει να δημιουργεί άτομα και όχι πρόσωπα. Μη διαμαρτυρόμαστε που η ελληνική κοινωνία τα τελευταία χρόνια δεν μερίμνησε ώστε το εκπαιδευτικό σύστημα να βγάλει πολίτες. Αντιθέτως, άφησε τον πολίτη στο έλεος των κοινωνικών συγκυριών, της λαμογιάς και, κυρίως, της αδιαφορίας για τα κοινά.
Αυτό το πράγμα μπορεί να το διορθώσει μόνο η εκπαίδευση, τίποτε άλλο. Σε όλες τις βαθμίδες πάσχει η παιδεία μας και από αυτό δεν διαφέρει ούτε η καλλιτεχνική. Ακούγεται, ίσως, λίγο γεροντικό αυτό, αλλά δεν πειράζει. Ξέρω ότι στη ζωή μου είμαι ένας πολύ ανατρεπτικός άνθρωπος. Δεν είμαι άνθρωπος του γραφείου, ούτε από αυτούς που κουνάνε το δάχτυλο.
- Αυτή η αδιαφορία που περιγράφετε έχει ενταθεί μετά το «πρώτη φορά Αριστερά»;
Δεν πίστεψα ποτέ στο «πρώτη φορά Αριστερά». Και για να είμαι πιο σωστός, ούτε στη Δεξιά. Αυτοί οι όροι στις μέρες μας δεν εκφράζουν μια ιδεολογία. Πολύ δε περισσότερο η Αριστερά. Διέπονται από μια ευκαιριακή διαχείριση της πραγματικότητας. Άλλο όμως αυτό και άλλο η ιδέα. Άλλο η προσχηματική ιδεολογία και άλλο η ιδέα. Αυτό έχω το θάρρος ή, αν θες την ψυχασθένεια, να το λέω και να το περιφέρω. Κάποιοι δεν έχουν το θάρρος να το πουν. Δηλώνουν ότι υπάρχει Αριστερά, αλλά με χίλιους δυο αστερίσκους.
Ο σοσιαλισμός δοκιμάστηκε και κράτησε από το '17 έως το '87, δηλαδή 70 χρόνια. Αυτός ο χρόνος μέσα στην Ιστορία είναι μια σταγόνα. Ας γυρέψουμε γιατί, τι πήγε να επιβάλει. Και όχι να εμπνεύσει. Πού χρεοκόπησε αυτό; Και μην έρθει κανείς και πει «ναι, αλλά δεν εφαρμόστηκε σωστά». Έκανε ακριβώς αυτό που είναι!
Είμαστε πλέον ένας κόσμος που νιώθει προδομένος. Δεν είμαστε θρεμμένοι με μια ιδέα. Το δυστύχημα είναι ότι σε όλη την Ευρώπη έχουμε ανάγκη από αυτό - και αν δε γίνει κάτι, τότε οδηγούμαστε σε μια χρεοκοπία σε όλα τα επίπεδα. Είμαι βαθιά Ευρωπαίος και πιστεύω ότι άνευ της Ευρώπης δεν θα υπήρχαμε. Το εκκρεμές των άκρων αρχίζει να κινείται έντονα.
- Στους νέους που απευθύνεστε, τι βλέπετε;
Υπάρχει δημιουργικότητα, αλλά δεν βλέπω δημιουργία. Και το χειρότερο, έχουμε αναγάγει σε αυταξία τη λέξη «νέο». Μα το νέο δεν κρίνεται μόνο ηλικιακά. Το νέο έχει να κάνει ακόμη με τον τρόπο σκέψης, μια στάση απέναντι στη ζωή. Εχει να κάνει με μια πρόταση και μάλιστα ορμητική, με ρίσκο. Άρα, το νέος χρειάζεται απόδειξη, χρειάζεται μάχη. Κάποιος που δεν έχει φιλομάθεια, δεν θέλει να μάθει το άγνωστο, που δεν ρισκάρει, για μένα δεν είναι νέος. Αυτά μόνο στην ταυτότητα. Υπάρχει λοιπόν μία νεολαγνεία από μας τους μεγαλύτερους, προκειμένου να μη βγούμε κι εμείς από το παιχνίδι του νιάτου.
- Βάζετε και τον εαυτό σας μέσα;
Ναι, μπορεί και να έπαιξα αυτό το παιχνίδι. Χαϊδεύουμε όμως τους νέους με τρόπο που τους κόβει τα φτερά. Με το να λέμε δεν υπάρχει αριστεία, καταργούμε ουσιαστικά το ερωτικό κίνητρο για να φτάσει κάποιος ψηλά. Επίσης, τα δίδακτρα. Ομως, για οτιδήποτε κάνει κάποιος χρειάζεται ψυχικό αίμα. Αυτό λοιπόν δεν το μαθαίνουν τώρα, για να μην τους γίνουμε αντιπαθείς. Βλέπεις τα συμπτώματα στο γραφείο του υπουργού. Τα λέω όλα αυτά με αγάπη στους νέους και τα λέω αυτά, κυρίως, γιατί νιώθω νέος! Μπορεί να μην είμαι, αλλά έτσι νιώθω. Και όλα αυτά τα λέω με την ελπίδα να θυμώσω αυτούς τους νέους που θα με διαψεύσουν.
- Μου θυμίσατε το εμβληματικό κείμενο του πατέρα σας στο «Καταρρέω» (επιστολή στους νέους).
Δυστυχώς, παραμένει ένα βιβλίο προφητικό. Εγώ δεν κινήθηκα σύμφωνα με την ηθική του πατέρα μου. Εγώ έκανα και πολλές παρασπονδίες στη ζωή μου, πράγματα για τα οποία έχω μετανιώσει, πίκρανα ανθρώπους, πολλές φορές έκανα εκπτώσεις στις αρχές μου. Οποιαδήποτε ηθική παρανομία την πλήρωσα με αϋπνία, με χτύπημα του κεφαλιού μου. Δεν βρήκα μια φιλοσοφία να με καλύψει, αυτομαστιγώθηκα πολύ. Και για να το ελαφρύνω λίγο, δεν είμαι αριστερός στην ιδεολογία μου, αλλά ζω αριστερά.
Σε αντίθεση με τους αριστερούς στην ιδεολογία, αλλά ζουν... Διαχειριζόμαστε έτσι με μια απάθεια την πραγματικότητα και, για να κοιμηθούμε λίγο πιο εύκολα, το πασπαλίζουμε με μια ιδεολογίτσα! Αρχίζουμε κάτι φθηνές συγκρίσεις του στυλ «οι άλλοι ήταν καλύτεροι;» ή «όλοι κλέβουνε». Πάντοτε θέλουμε να ξεκινάει μια επανάσταση απέξω. Όχι όμως από εμάς. Είναι γνωστή συμπτωματολογία, τη βλέπουμε, αλλά δεν την ομολογούμε. Ο σημερινός πολίτης είναι «αφασιακός».
- Οπότε πώς βλέπετε την επόμενη ημέρα; Τι μπορεί να μας σηκώσει από αυτή την πολιτική «αφασία»;
Αν ο επόμενος δεν καταλάβει ότι η διαχείριση του τόπου πέρα από λογιστικές λογικές έχει να κάνει με την παιδεία, νομίζω ότι αργά ή γρήγορα ο τόπος πάλι θα χρεοκοπήσει. Γιατί δεν θα έχει φτιάξει τον πολίτη. Πρέπει κάποιος να εργαστεί για ένα μακρόπνοο σχέδιο παιδείας, ώστε το πεντάχρονο παιδί σήμερα να βγει από το σχολείο με μια, κατά το δυνατόν, ολοκληρωμένη πολιτική αγωγή. Προσωπικά, πιστεύω στην επόμενη μέρα. Και θέλω να συνεισφέρω όπως μπορώ.
Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο Παρασκευής 23 Νοεμβρίου