Δεν θα συνηθίσουμε τους θανάτους

Δεν θα συνηθίσουμε τους θανάτους

Της Λίνας Παπαδάκη

Ήταν τόσο απλό να το συνηθίσουμε και να συμπεριφερόμαστε σαν να είναι κάτι φυσιολογικό. Πάει καιρός που έχει απαγορευτεί στους δημοσιογράφους η είσοδος στους προσφυγικούς καταυλισμούς, δηλαδή στην ουσία η κοινή γνώμη παραμένει ανενημέρωτη για τις πραγματικές συνθήκες που επικρατούν στα συρτάρια ανθρώπων που ευφημικά ονομάζονται χώροι υποδοχής. Και ο μόνος τρόπος να μαθαίνουμε τι ζωές ζούν εκεί είναι κάποια σκόρπια δημοσιεύματα που γεννούν φρίκη και οι αντιρροπιστικές διαβεβαιώσεις των κυβερνητικών ότι όλα πάνε καλά.

Τώρα καταλάβαμε και τι εννοούν ότι όλα πάνε καλά. Το διετύπωσε με τον πιο ωμό τρόπο ο υπουργός Μουζάλας. Τόσο καλά, τόσο κανονικά, τόσο φυσιολογικά, που δεν μπορεί να διαβεβαιώσει ότι δεν θα υπάρξουν νεκροί από το κρύο. Αυτό ήταν λοιπόν, άλλαξε η κανονικότητα που γνωρίζαμε με αυτήν την κυβέρνηση. Παλιά ανατριχιάζαμε όλοι μαζί για την αθλιότητα της Αμυγδαλέζας και των άλλων κλειστών χώρων και πρώτος ο ΣΥΡΙΖΑ το κατήγγειλε - μιλούσαμε βέβαια μόνο για στενότητα χώρου και ελλιπή διατροφή. Τώρα ένας θάνατος, περισσότεροι θάνατοι, είναι μικρή απόκλιση της στατιστικής, λελογισμένη απώλεια, παρενέργεια του συστήματος.

Πρέπει να ξαναδιαβάσουμε τη ζωή μας, την κοινωνία μας και το σύστημα αξιών μας από την αρχή; Σε μία ευνομούμενη δημοκρατική χώρα, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που τη λειτουργία της διέπουν όλες οι συνθήκες Κράτους Δικαίου και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του πολιτισμένου δυτικού κόσμου, μιλούμε τόσο αψήφιστα, τόσο επιδερμικά για την πιθανότητα θανάτων από το κρύο, ανθρώπων που έχουμε αναλάβει να φιλοξενήσουμε και να εξασφαλίσουμε; Ο υπουργός μπορεί να μιλά με την εμπειρία του ακτιβιστή σε τριτοκοσμικές περιοχές όπου ο θάνατος είναι αναπόφευκτη συνθήκη (και ειλικρινά μπράβο του για αυτές τις αποστολές), αλλά πλανάται αν κάνει τέτοιου είδους αναγωγές στη χώρα μας. Είναι ο δεύτερος προσφυγικός χειμώνας και ο δικός μας πολιτισμός απλώς δεν επιτρέπει να μην έχουν ληφθεί όλα τα μέτρα εκείνα που θα εκμηδενίσουν οποιονδήποτε κίνδυνο για την σωματική ακεραιότητα των θυμάτων της ιστορίας που φιλοξενούμε.

Αλήθεια πόσο δρόμο διανύσαμε; Πόση απόσταση από την κραυγάζουσα υπερευαισθησία μέχρι τον άκρατο κυνισμό περπάτησε αυτό το κόμμα που μας κυβερνά; Πώς φτάσαμε από την ανθρωπιστική κρίση και τη γενοκτονία των μνημονίων, τις καταγγελίες για τις αυτοκτονίες και τους θανάτους από μαγκάλια, στην «ψύχραιμη, ρεαλιστική, επαγγελματική» εκτίμηση ότι μπορεί να έχουμε και νεκρούς; Και, έλεος, η κοινωνία των πολιτών πώς το επιτρέπει αυτό; Γιατί τους επιτρέπουμε να καταντούν τη χώρα μας σε μέρος που οι θάνατοι υπό την αιγίδα του κράτους είναι στατιστική;

Τα χρήματα που διατίθενται είναι πολλά και οι διεθνείς οργανώσεις καταγγέλλουν την αναποτελεσματική κατανομή τους- ακόμα όμως και αν τα λεφτά των επιδοτήσεων δεν φτάνουν, εφόσον μιλούμε για ανθρώπινες ζωές, πριν από κοινωνικά μερίσματα και προσλήψεις συμβασιούχων, η πρώτη μέριμνα οφείλουμε να είναι αυτή. Καμιά ζωή σε δομή του κράτους να μην κινδυνεύει. Μετά από αυτό ξεκινά κάθε άλλη συζήτηση. Αυτός είναι ο πολιτισμός μας, αυτές είναι οι κοινές αρχές και το σύστημα αξιών μας και δεν πρέπει να επιτρέψουμε σε καμία κυβέρνηση να τον διαστέφει.