Του Αλέξανδρου Σκούρα
Από τις πρώτες κιόλας λέξεις του άρθρου αυτού, ομολογώ ότι αισθάνομαι την ανάγκη να προσέχω πολύ, περισσότερο απ' ό,τι πιστεύω ότι θα έπρεπε υπό κανονικές συνθήκες, τις λέξεις και τις εκφράσεις που θα χρησιμοποιήσω. Κι αυτό γιατί η άσκηση κριτικής σε συγκεκριμένα δημόσια πρόσωπα δυστυχώς στην Ελλάδα επιφέρει συχνά δικαστικές περιπέτειες. Και ενώ καθόλου δεν φοβάμαι για την έκβαση τέτοιων δικών - ίσα-ίσα είμαι σίγουρος ότι συμβάλλουν καθοριστικά στον αγώνα για περισσότερη και ουσιαστικότερη ελευθερία - η ταλαιπωρία που συνεπάγεται μια τέτοια δικαστική περιπέτεια είναι, όπως αποδεικνύουν τα παραδείγματα του Θανάση Μαυρίδη, του Παναγιώτη Λάμψια, της Κατερίνας Γαλανού, αλλά και του Ηλία Κανέλλη, συχνά εξοντωτική.
Μετά λοιπόν από αυτή την κάπως μεγάλη εισαγωγή, περνάω στο κυρίως θέμα που είναι η πρόθεση της πρώην υπηρεσιακής πρωθυπουργού και προέδρου του Αρείου Πάγου κυρίας Βασιλικής Θάνου - η οποία είχε μηνύσει τον αείμνηστο Σταύρο Τσακυράκη για εξύβριση και δυσφήμιση - να αναλάβει μετά τη θητεία της ως άμισθη σύμβουλός του Πρωθυπουργού, τη θέση της επικεφαλής της Επιτροπής Ανταγωνισμού.
Προσέχοντας λοιπόν λίγο παραπάνω απ' ό,τι θα έπρεπε τα λόγια μου, αισθάνομαι άβολα από αυτή την εξέλιξη. Δεν είναι άλλωστε συχνό στις φιλελεύθερες δημοκρατίες ανώτατος δικαστής να δέχεται μετά την συνταξιοδότησή του να υπηρετήσει σε σαφώς υποδεέστερη θέση του κρατικού μηχανισμού, άσχετη μάλιστα με την δικαστική εξουσία.
Ένας διαπρεπής ξένος συνομιλητής μου μάλιστα τις μέρες αυτές, ο οποίος έχει βρεθεί σε υψηλότατο κυβερνητικό αξίωμα στη χώρα του, μου δήλωσε ανοιχτά πως ο ίδιος θεωρεί ότι τέτοιες κινήσεις υποβαθμίζουν την εμπιστοσύνη των πολιτών στον θεσμό της δικαιοσύνης και τον βαθμό της πραγματικής της ανεξαρτησίας έναντι των υπολοίπων εξουσιών. Εξάλλου, όταν σε ανεξάρτητους φορείς τοποθετούνται επικεφαλής άνθρωποι που, παρά την αξία τους, έχουν υπηρετήσει σε θέσεις που σχετίζονται με τους εκάστοτε φορείς της πολιτικής εξουσίας, τότε οι φορείς αυτοί κινδυνεύουν σοβαρά να χάσουν την εικόνα της ανεξαρτησίας τους.
Αυτή η εμπιστοσύνη στους θεσμούς, συνέχισε ο συνομιλητής μου, είναι αναγκαία προϋπόθεση για τη θωράκιση μιας πολιτικής κοινωνίας έναντι του λαϊκισμού, αλλά και για την εμπέδωση του αισθήματος ισονομίας μεταξύ των πολιτών και την εμπέδωση μιας θεώρησης περί συλλογικού καλού.
Ο διαπρεπής συνομιλητής μου έκλεισε τη συζήτησή μας με την εξής διαπίστωση: Αν τελικά η κυρία Θάνου δεχθεί να αναλάβει επικεφαλής της Επιτροπής Ανταγωνισμού, τότε η εξέλιξη αυτή θα πολιτικοποιήσει ακόμη περισσότερο τη δικαιοσύνη στην Ελλάδα, χωρίς να ωφελήσει ούτε την υστεροφημία της κυρίας Θάνου προσωπικά, ούτε την Κυβέρνηση, ούτε τους θεσμούς συνολικά. Κάποιοι αξιωματούχοι, μου υπογράμμισε ο συνομιλητής μου και μ' αυτό έκλεισε η κουβέντα μας, θα πρέπει να είναι πάνω από την πολιτική - κι αν οι ίδιοι δεν αντιλαμβάνονται αυτή την ανάγκη, τότε θα πρέπει τουλάχιστον η θεσμική διάρθρωση της πολιτικής κοινωνίας να τους προστατεύει, και ταυτόχρονα να προστατεύει και τον θεσμό που οι ίδιοι υπηρέτησαν.