Του Τάσου Ι. Αβραντίνη*
Ποικίλες αντιδράσεις προκάλεσε η δήλωση του Κυριάκου Μητσοτάκη στο ραδιόφωνο του «Σκάι» για σύμπραξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα στα δημόσια νοσοκομεία. Η κυβερνητική φαιά προπαγάνδα έσπευσε για μια ακόμη φορά να διαστρέψει, όχι μόνο όσα είπε ο αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας, αλλά την ίδια την πραγματικότητα στον χώρο της υγείας. Ποια είναι αυτή; Ένα ξεχαρβαλωμένο κρατικό σύστημα υγείας, που έχει καταληφθεί από ιδιωτικά συμφέροντα σε κατάσταση απόλυτης αδιαφάνειας και διαφθοράς, μέσω απευθείας αναθέσεων από τις διοικήσεις και τη γραφειοκρατία των κρατικών νοσοκομείων.
Οι διοικήσεις των κρατικών νοσοκομείων είναι διορισμένες από την εκάστοτε κυβέρνηση με κομματικά και όχι αξιοκρατικά κριτήρια. Από τα κρατικά νοσοκομεία, όπως και από το σύνολο άλλωστε των φορέων του Δημοσίου, απουσιάζει η λογοδοσία και ο έλεγχος των αποτελεσμάτων. Οι υπηρεσίες που προσφέρει αυτό το σύστημα στους πολίτες είναι στην καλύτερη περίπτωση απολύτως υποβαθμισμένες. Ενίοτε με διάφορες προφάσεις τα δημόσια νοσοκομεία παραπέμπουν τους ασθενείς σε ιδιωτικούς παρόχους υπηρεσιών υγείας (κλινικές, διαγνωστικά κέντρα κ.ο.κ.). Στην περίπτωση αυτή οι ασθενείς επωμίζονται βεβαίως το κόστος. Υπενθυμίζω ότι οι δαπάνες υγείας ανέρχονται στο 5,2% του ΑΕΠ της χώρας (9,5 δισ. ευρώ) και καλύπτουν ποσοστό που αγγίζει το 20% του συνόλου των κοινωνικών δαπανών του προϋπολογισμού. Στα κρατικά νοσοκομεία νοσηλεύονται κατά κανόνα πολίτες που προέρχονται από χαμηλά εισοδηματικά στρώματα.
Η πρόταση του Κυριάκου Μητσοτάκη για ανάθεση της διοίκησης κρατικών νοσοκομείων με διεθνή δημόσιο μειοδοτικό διαγωνισμό στον ιδιωτικό τομέα μπορεί να στηρίζεται στην απολύτως επιτυχημένη διεθνή εμπειρία, εντούτοις για την Ελλάδα είναι επαναστατική. Η πρόταση συνδυάζει, εν ολίγοις, τη διατήρηση του δημόσιου χαρακτήρα της υγείας με τα πλεονεκτήματα της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Οι ασθενείς δεν πληρώνουν από την τσέπη τους. Οι υπηρεσίες εξακολουθούν να παρέχονται δωρεάν στους πολίτες, ενώ το κράτος καταβάλλει τα χρήματα στη διαχειρίστρια των νοσοκομείων εταιρεία, η κερδοφορία της οποίας εξαρτάται άμεσα από την απόδοσή της, από την ποιότητα δηλαδή των παρεχόμενων υπηρεσιών, από τη δυνατότητά της να αυξήσει τον αριθμό των εξυπηρετούμενων ασθενών, από τον βαθμό ικανοποίησης των τελευταίων, από τη μείωση και εξορθολογισμό του διοικητικού κόστους του νοσοκομείου κ.λπ. Στους όρους του διαγωνισμού περιλαμβάνονται αυστηροί όροι και μετρήσιμοι ποιοτικοί και ποσοτικοί στόχοι για τον μειοδότη, που διασφαλίζουν την ποιότητα των υπηρεσιών υγείας. Εάν οι στόχοι αυτοί δεν επιτευχθούν, το Δημόσιο έχει το δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση.
Οι υπηρεσίες υγείας πληρώνονται δηλαδή από τον κρατικό προϋπολογισμό, αλλά δεν τις παρέχει το κράτος. Ο κρατικός όμως έλεγχος στην ιδιωτική εταιρεία είναι πλέον ουσιαστικός. Είναι γνωστό ότι ο ιδιωτικός τομέας ελέγχεται από το Δημόσιο, ο δημόσιος τομέας δεν ελέγχεται από κανέναν. Ο έλεγχος από το κράτος και τους πολίτες γίνεται έτσι αποτελεσματικότερος. Ο ανταγωνισμός θα έχει επίσης ευεργετικές επιπτώσεις στις υπηρεσίες υγείας υπέρ των πολιτών και ταυτόχρονα θα οδηγήσει σε μικρότερη επιβάρυνση των φορολογουμένων.
Εν κατακλείδι, με την ανάθεση της διοίκησης δημόσιων νοσοκομείων στον ιδιωτικό τομέα θα αναβαθμιστεί η δημόσια υγεία και θα κερδίσουν οι πολλοί, ανοργάνωτοι και αδύναμοι οικονομικά πολίτες (ασθενείς και φορολογούμενοι).
*Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο της 17ης Μαΐου