Του Θανάση Κοντογεώργη*
Βρισκόμαστε και πάλι ενώπιον πολιτικής αστάθειας. Η κυβέρνηση διακρίνεται από διοικητική και εκτελεστική ανεπάρκεια και παράλληλα αδυνατεί να διαχειριστεί τις προσδοκίες που καλλιέργησε σε μεγάλα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας, αφού το πρόγραμμα που έχει συμφωνήσει με τους εταίρους μας επιβάλλει περιορισμούς και απαραίτητες προσαρμογές. Παράλληλα, το προσφυγικό πρόβλημα αναβιβάζει το επίπεδο των πολιτικών, οικονομικών, κοινωνικών και γεωπολιτικών προκλήσεων.
Σε αρκετούς πολιτικούς από τα κόμματα της μετριοπαθούς αντιπολίτευσης του «ευρωπαϊκού τόξου» είναι δημοφιλής η θεωρία του φρούτου που ωριμάζει. Με άλλα λόγια, πιστεύουν ότι πρέπει να αφήσουν την κυβέρνηση να ψηφίσει μέτρα που θα προκαλέσουν σε εκείνη πολιτική φθορά και τα κόμματά τους θα λειτουργήσουν ως υποδοχείς της κοινωνικής δυσαρέσκειας, χωρίς να χρειαστεί να έλθουν τα ίδια σε σύγκρουση με οργανωμένες ομάδες συμφερόντων ή να διατυπώσουν ένα προγραμματικό πλαίσιο δημόσιων πολιτικών που θα προτείνει λύσεις για τα προβλήματα που μας απασχολούν. Η παραπάνω προσέγγιση είναι, κατά την άποψή μου, εσφαλμένη και θα πρέπει να απορριφθεί για συγκεκριμένους λόγους.
Ο πρώτος και προφανής λόγος είναι παιδευτικός και ηθικοπολιτικός. Είναι πρόσφατα τα ιστορικά παραδείγματα που έχουμε. Αρκεί κανείς να κοιτάξει την τύχη των βραχύβιων κυβερνήσεων από το 2009 και μετά. Απατηλές υποσχέσεις, μαξιμαλιστικοί στόχοι και το άγχος της κατάληψης και παραμονής στην εξουσία οδήγησαν σε διάψευση προσδοκιών, λαϊκή δυσαρέσκεια, απώλεια εμπιστοσύνης, πολιτική και κοινωνική «κανονικοποίηση» της εξαίρεσης. Με αυτόν τον τρόπο, όμως, ενισχύονται όσοι απορρίπτουν συλλήβδην την πολιτική και τους πολιτικούς, όσοι ενθαρρύνουν την ισοπέδωση, αφού επιδιώκουν τη διαίρεση. Βρίσκουν έδαφος και νέο περιεχόμενο για να ριζώσουν στην ελληνική κοινωνία νοοτροπίες και αντιλήψεις που μας κράτησαν καθηλωμένους για πολλά χρόνια και μας οδήγησαν στη συνολική κρίση που βιώνουμε.
Η πολιτική πρέπει να παράγει παράδειγμα. Η διαμόρφωση και υπεράσπιση ρεαλιστικών προτάσεων που θα αναγνωρίζουν τα λάθη του παρελθόντος και θα απαντούν στα προβλήματα του σήμερα οδηγεί σε αλλαγή του τρέχοντος υποδείγματος. Χρειαζόμαστε πολιτικές που επικαιροποιούν το παρελθόν και αντλούν στοιχεία απ' αυτό και δίνουν ιστορικό βάθος στο παρόν. Ο αντιπολιτευτικός λόγος οφείλει να είναι καίριος, ειλικρινής, ουσιαστικός και συνθετικός. Η χώρα μας έχει υποφέρει από τον ανέξοδο λαϊκισμό. Για κάποιους είναι συνταγή εκλογικής επιτυχίας. Αποδείχθηκε, όμως, παράγοντας εθνικής αποτυχίας.
Αυτή η πρόσφατη εμπειρία είναι που πρέπει να καθορίζει τα πολιτικά κριτήρια διαμόρφωσης του αντιπολιτευτικού λόγου. Πλέον, την τελευταία εξαετία, σχεδόν όλα τα κόμματα κλήθηκαν να προωθήσουν πολιτικές για τις οποίες ουδέποτε είχαν προετοιμάσει την κοινωνία. Αυτό το λάθος δεν μπορεί να επαναληφθεί. Η διακυβέρνηση του τελευταίου έτους προσφέρει μια μοναδική ευκαιρία στις υπεύθυνες πολιτικές δυνάμεις να διατυπώσουν μια διαφορετική αντιπολιτευτική πρόταση. Ειδικά, τα κόμματα που συμμετείχαν στις κυβερνήσεις μέχρι και το 2014 έχουν και την εμπειρία και το σχετικό τεχνικό και επιστημονικό υλικό για να υποστηρίξουν προοδευτικές και συγκεκριμένες πολιτικές.
Αφετηρία μιας αντιπολιτευτικής πρότασης μπορεί να είναι τα θετικά πεπραγμένα αλλά και τα λάθη της περιόδου 2010-2014 στο πλαίσιο των προγραμμάτων προσαρμογής και η διαφορά με όσα γίνονται ή δεν γίνονται τον τελευταίο χρόνο. Η προεργασία αυτή οδηγεί στην ανάλυση του προβλήματος στη σημερινή συγκυρία και στην καλύτερη δυνατή πρόταση για την αντιμετώπισή του. Οι γενικόλογες προσεγγίσεις για την επιδείνωση των μακροοικονομικών δεικτών, τη διάλυση του τραπεζικού συστήματος, την επιβάρυνση του χρέους και πολλά άλλα, αν και αληθείς και σημαντικές, δεν έχουν απήχηση στον πολύ κόσμο που έχει δεχθεί καταιγισμό αναλύσεων, οικονομικών όρων και μεγεθών που δύσκολα καταλαβαίνει και ακόμα δυσκολότερα μπορεί να αναλύσει.
Ενδεικτικά αναφέρω δύο παραδείγματα που συνδέονται με το νέο πρόγραμμα (Μνημόνιο):
Ένα από τα συχνά σημεία συγκρούσεων με την τρόικα ήταν οι περίφημες «ρυθμίσεις» οφειλετών για χρέη τους έναντι της φορολογικής διοίκησης και των ασφαλιστικών ταμείων. Η τρόικα, και κυρίως το ΔΝΤ, πιστεύει, ότι η χωρίς κριτήρια (εισοδηματικά, περιουσιακά, φορολογικής συμπεριφοράς κοκ) ρύθμιση δεν ενισχύει την κουλτούρα καταβολής και οδηγεί σε κακοδιαχείριση και περιορισμένη ικανότητα είσπραξης φόρων. Οι κυβερνήσεις και οι αντιπολιτεύσεις εκμεταλλευόντουσαν το θέμα αυτό για να ασκήσουν «φιλολαϊκή» μικροπολιτική, γεγονός που είχε, όμως, τα αντίθετα αποτελέσματα, αφού είτε αναγκαζόντουσαν να πάρουν πίσω όσα είχαν μονομερώς νομοθετήσει, είτε ευνοούνταν κυρίως στρατηγικοί κακοπληρωτές και μεγαλοοφειλέτες χωρίς να υπάρχει επιβράβευση των συνεπών φορολογούμενων.
Αν διαβάσει κανείς το κεφάλαιο του νέου Μνημονίου που αφορά τη φορολογική πολιτική, θα διαπιστώσει ότι οι εταίροι μας δίνουν –και πάλι– ιδιαίτερο βάρος στο σημείο αυτό. Η σημερινή κυβέρνηση λειτούργησε –τουλάχιστον τους πρώτους μήνες– επιπόλαια στο θέμα αυτό, αφού άλλα υποσχέθηκε, άλλα έκανε και από αυτά που έκανε –μάλιστα με Πράξεις Νομοθετικού Περιεχόμενου– πολλά χρειάστηκε να τα πάρει πίσω, αφού τελικά αποδείχθηκε ότι ευνοούσαν συγκεκριμένους κακοπληρωτές και λιγότερο εκείνους που είχαν πραγματική ανάγκη. Η αντιπολίτευση μπορεί να επεξεργαστεί ένα ρεαλιστικό σχέδιο για την αναμόρφωση της φορολογικής διοίκησης και την ενίσχυση της κουλτούρας πληρωμών. Πλέον, η συνεργασία με τους εταίρους, η τεχνολογία και η πείρα που έχει αποκτήσει η διοίκηση μας δίνουν τη δυνατότητα να διαπιστώσουμε ποιοι έχουν πραγματική ανάγκη, ποιοι πρέπει να τύχουν ευεργετικών ρυθμίσεων, πώς να ενθαρρύνουμε όσους είναι συνεπείς, πώς να ενισχύσουμε την παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας διαμορφώνοντας ένα πλαίσιο ρύθμισης οφειλών που διασφαλίζει διαθέσιμο εισόδημα για αξιοπρεπή διαβίωση αλλά και επενδύσεις για τις επιχειρήσεις. Και αυτό η αντιπολίτευση μπορεί να το κάνει σωστά και υπεύθυνα.
Στο σημείο 4.2 του νέου μνημονίου αναφέρονται πολιτικές που δεσμεύεται η ελληνική κυβέρνηση να υιοθετήσει προκειμένου ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και να διευκολυνθεί το επενδυτικό περιβάλλον. Αν κάποιος διαβάσει αναλυτικά το συγκεκριμένο κεφάλαιο, θα διαπιστώσει ότι πολλές από τις πολιτικές που περιλαμβάνονται σε αυτό αποτελούν επανάληψη παλαιότερων δεσμεύσεων που δεν έχουν υλοποιηθεί ή έχουν υλοποιηθεί μερικώς. Επαγγέλματα που δεν έχουν απελευθερωθεί ακόμα, σχεδιασμός επενδυτικών και φορολογικών κινήτρων, υιοθέτηση νέας εργαλειοθήκης ΟΑΣΑ, διευκόλυνση αδειοδοτήσεων. Η αντιπολίτευση οφείλει να αξιολογήσει τα μετρήσιμα αποτελέσματα των πολιτικών της και να επισημάνει τις δυσκολίες στην εφαρμογή και υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων αλλά και τις αστοχίες. Την αξιολόγηση ακολουθεί η ανάλυση της τρέχουσας κατάστασης, όσων γίνονται και κυρίως δεν γίνονται. Και μετά από αυτήν την αξιολόγηση έπεται η αξιολόγηση των δεσμεύσεων του ελληνικού προγράμματος. Είναι αυτές επαρκείς; Θα φέρουν τα επιθυμητά αποτελέσματα; Ποιες πρέπει να έχουν προτεραιότητα ειδικά σε αυτήν τη συγκυρία; Τι άλλο προτείνεται;
Με αυτό τον τρόπο διαμορφώνεται μια νέα πρόταση που περιλαμβάνει την αυτοκριτική, την κριτική και τη ρεαλιστική πρόταση για τα προβλήματα του σήμερα, προετοιμάζοντας καλύτερα το αύριο. Για να επέλθει πολιτική αλλαγή, θα πρέπει το ρεύμα αποδοκιμασίας να αποκτήσει πυρήνα θετικής επιλογής. Δομική αντιπολίτευση, επομένως, γιατί είναι εθνικά συμφέρουσα και πολιτικά ωφέλιμη.
* Ο κ. Θανάσης Κοντογεώργης είναι δικηγόρος, απόφοιτος της σχολής Δημόσιας Πολιτικής «Κέννεντυ» του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ. Την περίοδο 2010-2014 υπήρξε νομικός σύμβουλος και σύμβουλος στρατηγικής για την ελληνική κυβέρνηση.