Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Στοιβάζουμε, συγκεντρώνουμε, στοκάρουμε, αποθησαυρίζουμε βιβλία —γιατί δεν γίνεται αλλιώς— και μεγαλώνουμε διαρκώς τη λίστα μας με τα αδιάβαστα — γιατί έτσι πρέπει να γίνεται και, ξαναλέμε, έτσι και όχι αλλιώς. Δεν υπάρχει αλλιώς, θα ήταν άδικο για τα βιβλία, για όσους αγαπάμε, και κυρίως άδικο για εμάς. Δεύτερη ζωή δεν έχει. Αυτά είναι γνωστά και μελετημένα? είναι το άλφα και το ωμέγα της βιβλιοφιλίας, μιας νόσου που δεν έχει γιατρειά. Και ευτυχώς: όποτε επιχειρήθηκε, υπήρξε καταστροφική. Ήταν το Τέλος.
Παρά ταύτα, η βιβλιοφιλία είναι η μία όψη του νομίσματος. Η άλλη είναι η φιλαναγνωσία. Αυτά τα δύο πάνε μαζί. Αλλά δεν είναι το ίδιο πράγμα. Μάλιστα, ποτέ δεν ήταν. Αλλά πλέον το κακό έχει παραγίνει.
Και εξηγούμαι.
Οι ερωτευμένοι με το βιβλίο άνθρωποι πάντα φρόντιζαν να μην τους λείπουν τα αγαπημένα τους βιβλία. Ακόμη και τον καιρό που τα ταξίδια δεν ήταν καθόλου εύκολα όσο είναι σήμερα —από πλευράς μέσων, εννοώ—, θα έβρισκαν πάντα χώρο στις αποσκευές τους για πέντε-δέκα τόμους που χωρίς αυτούς απλώς δεν μπορούσαν να απομακρυνθούν από το σπίτι τους. Ακόμη και αν έπρεπε να αφήσουν πίσω κάτι «χρήσιμο», όπως περισσότερες αλλαξιές ας πούμε, ή ένα δεύτερο σπαθί (όταν το ταξίδι ήταν για πόλεμο).
Υπάρχουν μνημειώδεις ιστορίες τέτοιων βιβλιοφίλων, που στην εποχή μας συνέκλιναν στην περίπτωση του Μπόρχες και των αδιανόητα πολλών βιβλίων που συγκέντρωνε όλη του τη ζωή —φευ, ήταν τυφλός και δεν μπορούσε να τα διαβάσει? αλλά τα είχε όμως—, του Ουμπέρτο Έκο και της λαβυρινθώδους βιβλιοθήκης του των 30.000+ τόμων — ή, γιατί όχι, του Καρλ Λάνγκερφελντ με τις δεκάδες χιλιάδες coffee table books του, για να μνημονεύσουμε μόνο τρεις από τους πιο γνωστούς bookaholics. Ενώ, σαν μερικώς αντίθετο παράδειγμα, μπορούμε να θυμηθούμε τον Μάνο Ελευθερίου, που κάποια στιγμή θεώρησε καλύτερο να μην κρατά ο ίδιος τα βιβλία του —σπάνιες και πανάκριβες εκδόσεις πολλά από αυτά—, αλλά να τα χαρίσει στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της Σύρας, του νησιού του.
Αυτά για τους γνωστούς βιβλιόφιλους-συλλέκτες. Ένας από τους αγνώστους —και αυτοί είναι ασφαλώς πολύ περισσότεροι: το παγόβουνο κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας— είναι ο φίλος μου ο Γιάννης Π., που έχει πάντα όσα βιβλία αγαπά περισσότερο μέσα σε μία ογκώδη βαλίτσα στο χολ, και όχι στη βιβλιοθήκη. «Γιατί;» τον είχα ρωτήσει κάποτε. «Σε περίπτωση πυρκαγιάς», μου είπε κοιτώντας με λες και τον ρώτησα για ποιο λόγο δεν υιοθετεί ένα τυφλό και υπέργηρο ιγκουάνα. «Για να τα σώσω». Τώρα, ο φίλος μου ήταν μάλλον κοντός και αδύνατος, όχι τίποτα φοβερό δηλαδή, και η βαλίτσα πρέπει να ζύγιζε τα διπλά κιλά από τον ίδιο (άρα θα καιγόταν κι εκείνος μαζί τους και θα 'χαμε δράματα), αλλά τι να του πεις; Δεν υπάρχει κάτι να του πεις. Δεν μπορεί να υπάρξει.
Ξέρω —όλοι ξέρουμε— πολλές τέτοιες ιστορίες (κάποιες θα τις βρείτε εδώ), και υπάρχουν άπειρες άλλες. Όμως, και πάλι δεν μας λένε κάτι για την ανάγνωση: τον καθαυτό, τον πρωταρχικό λόγο που έχουμε, που αγοράζουμε και που στοκάρουμε βιβλία. Και που τα αγαπάμε. Ή μήπως αυτό παραείναι προφανές. Μπορεί. Ίσως γι' αυτό και να το αποφεύγω. Μοιάζει κάπως με την ερώτηση: «Γιατί αναπνέουμε;» (Η απάντηση δεν είναι, «Για να ζήσουμε», αλλά: «Επειδή έχουμε μύτη»).
Ας συνεχίσουμε όμως. Και ας δούμε γιατί ΔΕΝ διαβάζουμε. Ή όχι όσο οφείλουμε.
Λέγαμε λοιπόν πιο πάνω ότι οι παλιοί ταξίδευαν παρέα με τα αγαπημένα τους βιβλία. Άλλοι, άντρες και γυναίκες, περπατούσαν καθημερινά σαν τους τρελούς κρατώντας έναν μικρό τόμο ποιημάτων σφιχτά στο χέρι. (Θυμίζω ότι από εδώ βγαίνει και ο όρος «εγχειρίδιο» για τα βιβλία: είναι εκείνα τα μικρά, που χωράν, ή περίπου, στο χέρι — σαν το στιλέτο. Τα εγχειρίδια δεν είναι πολυσέλιδοι τόμοι αναφοράς και εγκυκλοπαιδικά λεξικά). Εν πάση περιπτώσει, τον καιρό εκείνο τα βιβλία δεν ήταν όπως σήμερα. Καταρχάς, ήταν λίγα. Τυπώνονταν σε ελάχιστα αντίτυπα. Και αφορούσαν ένα μικρό ποσοστό του πληθυσμού: την ελίτ της ελίτ. Πλέον, από τον καιρό των πατεράδων μας και μετά, αφορούν τους πάντες. Και, από τη δική μας εποχή και δώθε, δεν είναι τα μόνα που διεκδικούν την αναγνωστική προσοχή μας και τον αναγνωστικό μας χρόνο. Για να έχουμε μία (χαοτική) τάξη μεγέθους, αρκεί μάλλον να πούμε ότι ο όγκος των λέξεων που διατίθενται για ανάγνωση σήμερα (εννοώ: σήμερα-σήμερα, σήμερα 6 Μαρτίου του 2019) είναι υπερδιπλάσιος του όγκου των λέξεων που διετίθεντο για ανάγνωση στις 6 Μαρτίου του 2018. «Όντως;» Ναι, όντως.
Ο άνθρωπος είναι ένα ζώο που παράγει λέξεις. Είμαστε λέξεις. Λέξεις, και βιβλία. Υπάρχουν τόσες λέξεις, τόσα κείμενα, που δεν μπορούμε να τα διαβάσουμε όλοι οι άνθρωποι μαζί, και τα έξι-εφτά δισεκατομμύρια (αφαιρώ τα μικρά παιδάκια που εκ των πραγμάτων δεν γνωρίζουν ανάγνωση και τους απανταχού Χρυσαυγίτες που εκ των πραγμάτων δεν μπορούν να μάθουν ανάγνωση), ακόμη και αν δουλεύαμε οχτάωρο. Δεν γίνεται. Η παραγωγή πάντα θα μας ξεπερνά. Όσο και να διαβάζεις, ποτέ δεν θα προλάβεις να διαβάσεις ούτε τη σκιά ενός ιώτα από τον όγκο των βιβλίων —και των άλλων κειμένων— που, υπό μία έννοια, «γράφτηκαν για σένα», δηλαδή που θα σου άρεσαν, που θα σε ικανοποιούσαν αισθητικά ή όπως αλλιώς. Που θα τα χαιρόσουν. Που δεν θα έκλαιγες τα λεφτά που έδωσες και τον χρόνο που επένδυσες για αυτά.
Εξ ου και οφείλουμε να δημιουργούμε διαρκώς χώρο για την ανάγνωση. Χώρο μέσα στη μέρα μας. Χώρο μέσα στη μικρή ζωή μας: χώρο ανάμεσα στα σκληρά, δερματόδετα εξώφυλλα του βίου μας. Που, αν το καλοσκεφτείς, είναι μια σταλιά. (Ο θάνατος ενός προσφιλούς μας ανθρώπου ή μίας παγκοσμίου φήμης προσωπικότητας έρχεται κάθε τόσο να μας το θυμίσει).
Αλλά δεν είναι εύκολο. Δεν είναι εύκολο να δημιουργεί κανείς χώρο για διάβασμα. Το υπονοήσαμε ήδη: μαζί με τα βιβλία (και τον Τύπο: άλλη Μεγάλη Λατρεία κι αυτή), παράγεται καθημερινώς ένας αστρονομικός αριθμός λέξεων που πάνω τους σκοντάφτουμε θέλουμε δεν θέλουμε. Και αυτή είναι η μεγάλη διαφορά της δικής μας εποχής από όλες τις προηγούμενες. Παλιά, υπήρχε ένα ποίημα που το 'λεγαν οι γέροι ή κάποιοι τραγουδιστές, μάγοι, τροβαδούροι και λοιποί ειδικοί, επί πληρωμή γύρω από μια φωτιά, ενώ ο κόσμος γύρω άκουγε προσηλωμένος μασώντας κοτσάνια. Και όλοι ήταν ευχαριστημένοι. Ήταν μάλιστα ωραίο ποίημα — στο τέλος όλοι πέθαιναν, αλλά τι να κάνεις. Σήμερα όμως… σήμερα μπορεί να σκοντάψει —ξαναλέμε— κανείς πάνω σε ένα κείμενο (μια ανάρτηση για τα πολιτικά, ένα σχόλιο για τα αθλητικά, μια δημοσίευση που μας φάνηκε κάπως στραβή για οτιδήποτε) και να μείνει εκεί. Πόσο; Για ώρες. Για μέρες. Σαν να τον πληρώνανε κι αυτόν. Εντάξει, κάποιους τούς πληρώνουν: είναι πληρωμένα τρολ και δουλεύουν σε υπόγεια ακριβώς για να γράφουν προκαλώντας. (Αλλά καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή).
Εμείς, είναι το θέμα, τι κάνουμε. Εμείς πώς μπορούμε να δημιουργήσουμε χώρο για διάβασμα.
Απαντήσεις, αύριο.
[ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ]