Κάναμε καθημερινή παρέα έναν ολόκληρο χρόνο, τώρα λέω κι εγώ να πηγαίνω για δυο-τρεις βδομάδες. Να θυμηθώ πώς είναι να ξυπνώ το πρωί και να μην έχω έννοια για το τι θα γράψω, πώς θα το γράψω, τι θα αποδοθεί στην οθόνη απ' αυτά που προτίθεμαι θεωρητικώς να γράψω και τι θα καταλάβουν απ' αυτά που έγραψα εκείνοι που με διάβασαν. Θα πείτε «σιγά το μεροκάματο, δεν έσκαβες κιόλας με χιόνια ή με λιοπύρι, στο γραφείο σου καθόσουν».
Σύμφωνοι. Αλλά πάλι εγώ επιμένω ότι μια περίοδο ξενοιασιάς την έχω ανάγκη κι ας μην λιώνω τα μπράτσα μου στην τσάπα ή στη μηχανή του εργοστασίου. Θαρρώ πως και σεις, καθημερινοί μου αναγνώστες, έχετε μια ανάγκη απομάκρυνσής σας από τις καθημερινές μου… σοφίες. Για να αντιληφθούμε αμφότεροι αν ο ένας λείπει πραγματικά στον άλλον ή αν η σχέση μας μεταμορφώθηκε πια σε ρουτίνα, σαν τριαντάχρονος γάμος που κυλά δίχως φωτιά παρά μόνο με τη δύναμη της συνήθειας.
Έχουμε εξάλλου σκληρό χειμώνα μπροστά μας. Τοξική προεκλογική περίοδο, εκλογές, ενδιάμεσες διεργασίες και πάλι εκλογές. (Αφήνω στην άκρη το ακραίο σενάριο και των τρίτων εκλογών.) Κι αυτά μέσα σε πόλεμο, πληθωρισμούς και ηλεκτρικό ρεύμα με το σταγονόμετρο. Και μόνο που τα σκέφτομαι όλα αυτά μαζί, μου 'ρχεται να γεμίσω όχι μια αλλά δέκα βαλίτσες, να τις κατεβάσω στην Κρήτη και να μην ξανανέβω στην πρωτεύουσα.
Αδύνατο βέβαια, έχω και καινούριο τηλεοπτικό συμβόλαιο, αλλά αν δεν ονειρευτώ το ακατόρθωτο τώρα που φεύγω διακοπές, πότε θα το κάνω; Όταν μπει ο Σεπτέμβρης με τους λογαριασμούς και τις μαυρίλες του; Θα τα ξαναπούμε, το λοιπόν, κατά τα τέλη του Αυγούστου. Προς το παρόν τρέχω για το καράβι. Μπορεί οι παραλίες κάτω να έχουν τόσο κόσμο που να μην μπορεί κανείς να μπει στη θάλασσα, οι συκιές μου όμως είναι γεμάτες ώριμα σύκα. Κι εκεί πάω μοναχός μου, άντε με κανένα φιλαράκι. Αυτό μου φτάνει και μου περισσεύει.