Του Γιάννη Στεφανίδη*
Όπως ανέφερα στο προηγούμενο κείμενό μου (Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να μεταλλαχθεί!), ένα από τα βασικά επιχειρήματα των προσωπικοτήτων της Κεντροαριστεράς, που εσχάτως αντιμετωπίζουν θετικά το κυβερνών κόμμα, επικεντρώνεται στα όποια απωθητικά χαρακτηριστικά του αντίπαλου πολιτικού δέους. Καταλογίζουν στη Νέα Δημοκρατία έναν ανάλγητο νεοφιλελευθερισμό, παρωχημένες εθνικιστικές αγκυλώσεις και, γενικότερα, μια επικίνδυνη ακροδεξιά ροπή.
Συχνά προσωποποιούν τα τρία αυτά κακά της νεοδημοκρατικής μοίρας, ταυτίζοντας τον νεοφιλελευθερισμό με τον νυν πρόεδρο του κόμματος, τις εθνικιστικές αγκυλώσεις με τον προκάτοχό του, και την ακροδεξιά ροπή με τον ένα εκ των δύο αντιπροέδρων της ΝΔ. Πρόκειται για δοκιμασμένη τακτική, στον βαθμό που η πολιτική αντιπαράθεση στην Ελλάδα εξακολουθεί να διεξάγεται περισσότερο σε επίπεδο προσώπων (και συνθημάτων) παρά ιδεών και θέσεων.
Δεν απαιτείται ιδιαίτερη ανάλυση για να καταδειχθεί ότι στον εγχώριο δημόσιο λόγο ο όρος «νεοφιλελευθερισμός» έχει υποκαταστήσει τον φιλελευθερισμό, υπό την έννοια της αναγνώρισης ότι μέχρι σήμερα δεν έχει δοκιμαστεί οικονομικό σύστημα περισσότερο επιτυχημένο από την οικονομία της αγοράς (δηλ. τον μη μονοπωλιακό καπιταλισμό, με λιγότερο ή περισσότερο ρυθμιστικό ρόλο του κράτους), δεν έχει εφαρμοστεί πολιτικό σύστημα περισσότερο λειτουργικό από την αντιπροσωπευτική δημοκρατία (προεδρικού ή κοινοβουλευτικού τύπου), και δεν έχει υπάρξει αποτελεσματικότερο σύστημα εγγυήσεων για την ανθρώπινη ελευθερία από την κατοχύρωση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη στο πλαίσιο του κράτους δικαίου. Ορισμένα κόμματα και μέλη του ελληνικού κοινοβουλίου αμφισβητούν τις παραδοχές αυτές. Σε αυτά δεν συγκαταλέγεται η Νέα Δημοκρατία.
Η εθνικιστική αγκύλωση του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης συνδέεται πρωτίστως με τη στάση του έναντι της Συμφωνίας των Πρεσπών. Ακόμα και αν παραβλέψει κανείς το γεγονός ότι η κυβέρνηση του κυρίου Τσίπρα δεν επιδίωξε ειλικρινή διάλογο με την αντιπολίτευση προτού παρουσιάσει τη Συμφωνία δημοσίως, ακόμα και αν αγνοηθεί ο ευδιάκριτος κρυφός στόχος να πλαγιοκοπηθεί η Νέα Δημοκρατία από έναν νέο, «πατριωτικό» (γιατί όχι εθνικιστικό) πόλο στα δεξιά της, σε περίπτωση που αυτή συμπορευόταν με την κυβερνητική επιλογή, οπωσδήποτε υπάρχουν σημεία της Συμφωνίας που εγείρουν σοβαρές ενστάσεις: από την αναγνώριση των παραγώγων του όρου «Μακεδονία» για τον προσδιορισμό της εθνικής ταυτότητας και γλώσσας των κατοίκων της γειτονικής χώρας μέχρι την αμφισβήτηση της χρήσης των ίδιων παραγώγων από ελληνικούς φορείς, καθώς η χρήση αυτή υπάγεται υπό την κρίση τρίτων. Είναι πράγματι επιλήψιμες οι ενστάσεις αυτές, ιδίως όταν προέρχονται από ένα κόμμα, η ηγεσία του οποίου ήδη από την έναρξη της σύγχρονης φάσης του Μακεδονικού Ζητήματος υιοθέτησε τη σύνθετη ονομασία ως την ενδεδειγμένη λύση και πλήρωσε βαρύ τίμημα, το φθινόπωρο του 1993.
Τελευταίο, αλλά όχι έσχατο, με βάση παλαιότερη, κυρίως, ρητορεία στελεχών της Νέας Δημοκρατίας, επισείεται το φάσμα της «ακροδεξιάς στροφής», με παραλληλισμούς προς λαϊκίστικα κόμματα και κυβερνήσεις τύπου Ορμπάν και Κατσίνσκι. Το επιχείρημα αυτό παραγνωρίζει πλήθος στοιχείων, εκ των οποίων η ιστορική προσήλωση του κόμματος στην κοινοβουλευτική δημοκρατία και η προσωπικότητα του προέδρου του δεν είναι τα πλέον ασήμαντα. Και, εν τέλει, σε τι συνίσταται η επίφοβη ρητορεία (ελλείψει πράξης, όπως στην περίπτωση της καθαρόαιμης, υποδίκου ακροδεξιάς) στελεχών της ΝΔ; Μήπως αφορά στην αποτελεσματικότερη κάλυψη της ελληνικής επικράτειας από το φαινόμενο της παράνομης μετανάστευσης;
Μήπως εννοείται η αντίθεση στις χαλαρές πρακτικές απόδοσης ιθαγένειας σε επήλυδες που δεν γνωρίζουν την ελληνική γλώσσα; Μήπως πρόκειται για τις αναφορές στην, όντως ακραία για τα ελληνικά δεδομένα, επιλογή να επιβάλλονται ο νόμος και η τάξη, όπου αυτά παραβιάζονται; Μήπως γιατί αποκρούεται η ανοχή απέναντι σε όσους αντιμάχονται το σύστημα της «αστικής δημοκρατίας» (το μόνο που επιτρέπει να αμφισβητείται λόγω, αλλά όχι έργω, η ίδια του η υπόσταση); Αν η δημοκρατία και το κράτος δικαίου έχουν ελπίδες επιβίωσης, τα μέσα τους δεν μπορούν να εξαντλούνται στην πειθώ? ενίοτε, πρέπει να σηκώνουν «βαρύ χέρι» απέναντι στους εχθρούς τους.
Την ίδια στιγμή, ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό ψηφοφόρων της παραδοσιακής Δεξιάς διστάζουν ή αρνούνται να ψηφίσουν Νέα Δημοκρατία διότι, όπως και οι εξ αριστερών επικριτές της, φοβούνται τον «νεοφιλελευθερισμό» της ηγεσίας της (ως απεμπόληση των λογικών του κρατισμού και της πατρωνίας που γαλούχησαν γενιές Ελλήνων), και, ταυτόχρονα, επειδή δεν εισπράττουν τον επιδεικτικό εθνικισμό και την ξενόφοβη, εσωστρεφή ρητορεία μίσους της Χρυσής Αυγής και της εξωκοινοβουλευτικής Ακροδεξιάς – στοιχεία που πολλοί συμπατριώτες μας ρουφούν ως αναλγητικό για τις προσωπικές ανασφάλειες ή και αποτυχίες τους, όπως θα διαπιστώσει ο καθείς ανοίγοντας πολιτική συζήτηση, ιδίως σε λαϊκές γειτονιές και δημοσίας χρήσεως οχήματα.
Ίσως η μεγαλύτερη συνεισφορά της Νέας Δημοκρατίας στις επερχόμενες εκλογές θα είναι αν κατορθώσει να ορθώσει αναχώματα στο ρεύμα αυτό των ψηφοφόρων προς τη γνήσια ακροδεξιά? στη δε πορεία του τόπου, αν, αναλαμβάνοντας τη διακυβέρνηση, κατορθώσει να σπάσει τον φαύλο κύκλο της στείρας, πλην βολικής, συνωμοσιακής-αντιμνημονιακής θεώρησης που επικράτησε στον δημόσιο λόγο από την εκδήλωση της κρίσης.
*Ο κ. Γιάννης Στεφανίδης είναι καθηγητής Διπλωματικής Ιστορίας Α.Π.Θ.