Αν ο πρώην Πρωθυπουργός, Κώστας Σημίτης, δεν εξέδιδε ανακοίνωση για τη συμπλήρωση των είκοσι χρόνων της μετάβασης από τη Δραχμή στο Ευρώ, η σημαντική αυτή επέτειος που μάλιστα συμπίπτει με την άλλη επέτειο, των 200 χρόνων, θα έμενε ασχολίαστη από το πολιτικό σύστημα της χώρας.
Η σιωπή αυτή μας πληγώνει.
Δεν ήμασταν αφελείς ούτε τόσο άσχετοι για τα θέματα της Οικονομίας. Την Πρωτοχρονιά του 2002 βλέποντας στην τηλεόραση τον τότε πρωθυπουργό να βγάζει από το ΑΤΜ μια δεσμίδα Ευρώ και να την κουνάει θριαμβευτικά στον αέρα δύο ήταν τα κυρίαρχα συναισθήματα: η πολύ μεγάλη συγκίνηση που η πατρίδα μας, μια μικρή χώρα της περιφέρειας, είχε καταφέρει με σκληρή δουλειά να ενταχθεί στην Ευρωζώνη αλλά και μια αδιόρατη ανησυχία: μπορούσε ποτέ η Ελλάδα να έχει το ίδιο νόμισμα με τη Γερμανία;
Κι αν τελικά ίσχυε αυτό που λένε οι ιστορικοί της Οικονομίας ότι δηλαδή «το νόμισμα είναι ο ηγεμόνας του», ποιος ακριβώς ήταν ο ηγεμόνας του Ευρώ;
Σύμφωνα με ποιον καταστατικό χάρτη, με ποιο σύνταγμα θα λειτουργούσε η αρχή έκδοσης του κοινού νομίσματος;
Ποιος θα είχε την πολιτική ευθύνη του κοινού νομίσματος;
Ακόμα κι αν το 2002 δεν ήμασταν σε θέση να διατυπώσουμε αυτές τις ερωτήσεις με αυτή τη σαφήνεια, έπρεπε να μεσολαβήσει η τραγική δεκαετία της κρίσης για να διευρύνουμε τη σχέση μας με την επικράτεια των λέξεων, διαισθανόμασταν ότι η Ελλάδα δεν έμπαινε με ίσους όρους στο εγχείρημα του Ευρώ.
Κι όμως, ήταν μια σωστή απόφαση τεράστιας σημασίας για τη χώρα. Στην πραγματικότητα ήταν μια δήλωση για το πως έβλεπε η ίδια η χώρα τον εαυτό της.
Αλλά και για την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση η συμμετοχή της Ελλάδας σε αυτή λειτουργούσε ως δήλωση για το πως έβλεπε το μέλλον της.
Και μια απλή ματιά στο χάρτη της Ευρώπης όταν η Ελλάδα έγινε το 11ο μέλος της Κοινότητας ήταν αρκετή για να καταλάβει κανείς το εγχείρημα: Οι δέκα χώρες-μέλη συγκεντρωμένες στα Βορειοδυτικά του χάρτη της ευρωπαϊκής ηπείρου και στα στα Νοτιοανατολικά, πιο κοντά στη Μέση Ανατολή παρά στο Παρίσι ή το Λονδίνο, το 11ο νέο μέλος: κι εκεί στα Νοτιοανατολικά, Ευρώπη θα λογίζονταν στο εξής. Πρώτη η Ελλάδα από τις μικρές χώρες κατάφερε να σπάσει την απομόνωση της ιστορίας και κυρίως της γεωγραφίας και να βρεθεί στο ίδιο τραπέζι με τους ισχυρούς.
Για την Ελλάδα η ΕΕ ήταν η εμπέδωση της Δημοκρατίας μετά από δύο εμφύλιες διαμάχες (Εθνικός Διχασμός- Εμφύλιος 45-49) και μια επταετή δικτατορία. Εκσυγχρονίστηκε η νομοθεσία και η διοίκηση, αποδεχτήκαμε αρχές, ήταν η χρυσή εποχή της Μεταπολίτευσης. Ποτέ δεν ήταν «τα λεφτά» η Ευρωπαϊκή Ένωση. Γι αυτό κατά τη δημοσιονομική κρίση του 2009 ήταν η Δημοκρατία που αμφισβητήθηκε με πρόφαση μόνο την Ευρωπαϊκή Ένωση και το κοινό νόμισμα.
Η Δημοκρατία ήταν που δοκιμάστηκε την προηγούμενη δεκαετία και δευτερευόντως οι σχέσεις μας με την Ένωση και το νόμισμά της κι αυτό γιατί πλέον είχαμε ενσωματωθεί στην Ένωση των Ευρωπαϊκών Δημοκρατιών, στην ομάδα κρατών που αποδέχεται τις αρχές του Κράτους Δικαίου και τις χάρτες των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Και η Δημοκρατία κέρδισε σε κάθε επίπεδο, ουσιαστικό και συμβολικό.
Γι αυτό και η σιωπή του πολιτικού συστήματος γι αυτή τη σημαντική επέτειο μας πληγώνει. Είναι ακατανόητη έως και προσβλητική για το δημοκρατικό κόσμο της χώρας, όσους δηλαδή στοιχηθηκαμε στην πλευρά που δικαίωσε η ίδια η Ιστορία. Ελπίζουμε ότι με αφορμή αυτή την επέτειο θα διαβάσουμε τουλάχιστον κάποια ενδιαφέροντα πράγματα από όσους παρεμβαίνουν συστηματικά στο δημόσιο διάλογο.