Του Μανούσου Μαραγκουδάκη*
Το σύνθημα είναι γνωστό: «όχι στον ρατσισμό και στην ξενοφοβία». Διαπερνά τη δημόσια σφαίρα ξεκινώντας από κινηματικές συνελεύσεις και πορείες και καταλήγοντας σε εθνικές και διεθνείς πολιτικές και προγράμματα. Ο συμβολισμός του παραπέμπει και αντανακλά ένα κοινωνικό όραμα παγκοσμίων διαστάσεων: ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι και δεν χωράει κανένας περιορισμός, θεσμικός ή συμπεριφοριακός, που να βασίζεται στον ρατσισμό και την ξενοφοβία.
Όμως τόσο το σύνθημα καθαυτό, όσο και οι συνέπειες της αποδοχής του, είναι σε ένα σημαντικό βαθμό προβληματικά. Ξεκινώ από τα συστατικά του στοιχεία. Ο ρατσισμός δεν είναι ταυτόσημος με την ξενοφοβία: στον πυρήνα του ο ρατσισμός είναι μία ιδεολογία που υποστηρίζει ότι η πανανθρώπινη κοινωνία χωρίζεται σε «φυλές» και ότι οι φυλές αυτές απλώνονται σε μία ιεραρχική κλίμακα ανωτερότητας-κατωτερότητας· ευρύτερα, είναι μία στάση διαχωρισμού των κοινωνικών ομάδων (ταξικών, έμφυλων, σεξουαλικών, θρησκευτικών κλπ) σε μία παρόμοια ιεράρχηση ανωτερότητας-κατωτερότητας. Η ξενοφοβία, από την μεριά της, είναι μία προδιάθεση να διακρίνουμε τον κοινωνικό περίγυρο σε εσωμερίτες και εξωμερίτες, ευνοώντας τους μεν έναντι των δε.
Αφήνοντας κατά μέρος τις προφανείς αντιφάσεις ανάμεσά στο ρατσισμό και την ξενοφοβία (κάποιος μπορεί να είναι θύμα ρατσισμού αλλά ο ίδιος να είναι ξενόφοβος), αλλά και τον προφανώς ανεπίτρεπτο χαρακτήρα του ρατσισμού σε κάθε περίπτωση, ας εξετάσουμε τον όρο «ξενοφοβία» σε σχέση με τη σύγχρονη δημοκρατία. Η δημοκρατία, ως μία ενεργή παρουσία του πολίτη στα κοινά, μπορεί να πάρει δύο μορφές, ή προσανατολισμούς: είτε αθέσμιτη και συγκρουσιακή με το σύστημα εξουσίας, είτε θεσμική και συμπεριληπτική στο σύστημα εξουσίας. Στην πρώτη περίπτωση, που χαρακτηρίζει «ανώριμες» «ανολοκλήρωτες», ή «αυταρχικές» δημοκρατίες (βλ. Τουρκία, Ρωσία, Βενεζουέλα, κλπ), η εξουσία δεν εκρέει από τους πολίτες αλλά από τον αρχηγό προς τους ανίσχυρους πολιτικά υπηκόους. Οι σχέσεις μεταξύ πολιτών και ηγέτη είναι άνισες. Στην καλύτερη περίπτωση είναι πατερναλιστικές, ενώ στην χειρότερη είναι συγκρουσιακές. Σε αυτού του τύπου χώρες τα πολιτικά και οικονομικά δικαιώματα των απλών πολιτών είναι περιορισμένα, και η είσοδος καινούργιων κατοίκων-πολιτών δεν επηρεάζει αρνητικά τους παλιούς πολίτες.
Αντίθετα, η είσοδος εξωμεριτών-μεταναστών ευνοεί τους «υποτελείς» εσωμερίτες που πληθαίνουν τις τάξεις τους και δυνητικά ενδυναμώνουν τα κινήματα πολιτικής χειραφέτησης.
Στην δεύτερη περίπτωση, που χαρακτηρίζει «ώριμες» δημοκρατίες, όπως αυτές του προτεσταντικού κόσμου, τα πολιτικά και οικονομικά δικαιώματα των πολιτών είναι υψηλά. Σε αυτή την περίπτωση, η είσοδος εξωμεριτών είναι προβληματική, καθώς αυτή θα μπορούσε να αποσπάσει κοινωνικούς πόρους από τους παλιούς πολίτες της χώρας προς όφελος των καινούργιων κατοίκων. Σε αυτό ακριβώς το σημείο, η ορθολογική αυτή ανησυχία (που εξισορροπείται από την ενεργό συμμετοχή τους στο εργασιακό δυναμικό της χώρας) εμπλέκεται με μία ηθικού χαρακτήρα ανησυχία, συχνά άρρητη: Σε αυτές τις χώρες, το υψηλό επίπεδο ωφελημάτων και έντονης θεσμικής συμμετοχής στα κοινά οφείλεται πάντοτε στο υψηλό επίπεδο εμπιστοσύνης ανάμεσα στα μέλη της πολιτικής κοινωνίας, και αυτή με την σειρά της οφείλεται στον έντονο αλληλο-έλεγχο και μακρόχρονη εκπαίδευση των μελών της στην πειθαρχημένη και αλτρουιστική συμμετοχή στα κοινά.
Οι κοινωνίες αυτές έχουν το εξής χαρακτηριστικό: ενώ είναι έντονα αντιρατσιστικές, είναι εξαιρετικά καχύποπτες προς τους εξωμερίτες (δηλαδή ξενοφοβικές) όποιοι κι αν είναι αυτοί, καθώς οι τελευταίοι δεν είναι εκπαιδευμένοι να συμμετέχουν στα κοινά έχοντας κατά νου το όφελος της εν λόγω πολιτικής κοινότητας παρά μόνο το άτομό τους και τον στενό κύκλο συγγενών και φίλων. Σε αυτή την περίπτωση, οι ροές νεο-εισερχομένων είναι έντονα ελεγχόμενες σε όρους ικανότητας αυτών των κοινωνιών να απορροφήσουν πολιτισμικά και να εκπαιδεύσουν πολιτικά τους μετανάστες να γίνουν ενεργοί πολίτες όπως και οι υπόλοιποι. Με άλλα λόγια, αντί η ξενοφοβία να είναι μία ψύχωση ή φοβία, στις χώρες και στις συνειδήσεις που ενδιαφέρονται για την συγκροτημένη συμμετοχή στα κοινά, η ξενοφοβία είναι μία ανησυχία σχετικά με την ποιότητα της συγκροτημένης πολιτικής κοινότητας.
Ο ρατσισμός, λοιπόν, και η ξενοφοβία αποτελούν συμπληρωματικές και συμβατές μεταξύ τους έννοιες σίγουρα στις περιπτώσεις αυταρχικών πολιτικών συστημάτων και των οπαδών τους. Όμως τείνουν να γίνουν αντιπαραθετικές σε κοινωνίες υψηλής δημοκρατικής ποιότητας. Ως εκ τούτου η κατ' αρχήν βεβαιότητα ότι κάποιος που είναι ξενόφοβος είναι οπωσδήποτε ρατσιστής, και ως εκ τούτου φασίστας, δεν ευσταθεί. Θα πρέπει να γνωρίζουμε τι είδους πολιτική κοινότητα οραματίζεται: Κάποιος που δεν πιστεύει στην αξία της εθνικής πολιτικής κοινότητας οργανωμένης από την βάση (πχ. νεοφιλελευθερισμός, αμεσοδημοκρατία, κομουνισμός), θα έτεινε να είναι αντιρατσιστής και ξενόφιλος. Κάποιος που πιστεύει σε αυτές τις αξίες (πχ. κλασσικός φιλελευθερισμός, σοσιαλδημοκρατία) θα έτεινε να είναι αντιρατσιστής αλλά συγχρόνως και «ξενόφοβος». Ενώ ένας φασίστας θα ήταν τόσο ρατσιστής, όσο και ξενόφοβος. Επίσης, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη την συμπεριφορά του απέναντι στους ξένους: Ο φασίστας χρησιμοποιεί αδιακρίτως σωματική βία εναντίον τους αφαιρώντας τους την ιδιότητα του ανθρώπου, ενώ οι υπόλοιποι σέβονται τα ατομικά δικαιώματά τους και συμπεριφέρονται απέναντί τους με ευγένεια. Το να πιστεύεις όμως ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι, ότι είναι αδελφοί σου, δεν υποθέτει απαραιτήτως ότι απορρίπτεις την σημασία της συγκροτημένης πολιτικής κοινότητας. Ούτε ότι είσαι οπαδός της Νέας Δεξιάς.
*O κ. Μανούσος Μαραγκουδάκης είναι Καθηγητής Κοινωνιολογίας, Πανεπιστήμιο Αιγαίου.