Το απόστημα του παρακράτους – οπερέτα, που προσπάθησε να επιβάλει το συνονθύλευμα του εθνολαϊκισμού, που κυβέρνησε την χώρα για τέσσερα χρόνια, σπάει. Σκορπίζοντας μια δυσωδία, που κατεδαφίζει το “ιερό” τοτέμ του ηθικού πλεονεκτήματος. Ταυτόχρονα, αποδεικνύεται ότι οι ημιμαθείς μαθητευόμενοι μάγοι, το μόνο που γνώριζαν να κάνουν και αυτό όχι καλά, ήταν νταραβέρια και εκβιασμούς.
Οι χειρότεροι της γενιάς μας, είχαν πάρει τα ηνία της χώρας το 2015, εξαπατώντας τους πολίτες, αλλά και τους εαυτούς τους. Ο μύθος της κατατρεγμένης αριστεράς, του καταπιεσμένου εθνικισμού και της κοινωνικής αδικίας, ξεπρόβαλε στην επικαιρότητα σαν ασπρόμαυρη ταινία με τον καλό και τίμιο εργάτη, Νίκο Ξανθόπουλο και τον κακό και μοχθηρό εργοστασιάρχη, Χρήστο Τσακανέα.
Τύποι, που στα πανεπιστήμια και στα πολυτεχνεία της χώρας γελούσαμε μαζί τους και τους αποφεύγαμε, καθώς η γραφικότητα και η πνευματική νωθρότητα που τους διέκρινε, μας προκαλούσε εκνευρισμό. Τότε, το μόνο που γνώριζαν είναι να κυριαρχούν στις συνδικαλιστικές διαδικασίες των πανεπιστημίων και να παρεμβαίνουν στην ακαδημαϊκή ζωή, προς ίδιον όφελος.
Και όταν έφτασε η ημέρα να αναλάβουν τις ευθύνες που τους έδωσαν οι Έλληνες ψηφοφόροι, τότε ξεγυμνώθηκαν εν μια νυκτί. Ξεγυμνώθηκαν λόγω της άγνοιας τους, της αμετροέπειας τους, της αδυναμίας κατανόησης των καταστάσεων και των συσχετισμών, της εμμονής τους, του τυχοδιωκτισμού τους και της καθήλωσης τους στην επαναστατική εφηβεία.
Εκ του αποτελέσματος, αποδείχθηκε ότι είχαμε να κάνουμε με μια ομάδα λούμπεν εκβιαστών και νταραβεριτζήδων, που προσπαθούσαν να στήσουν το δικό τους παρακράτος. Και σε αυτόν τον τομέα, η -σταλινικής ανατροφής- σκέψη τους, τους έδινε ένα μεγάλο πλεονέκτημα.
Θυμάμαι στο τέλος Οκτωβρίου του 2017, όταν είχα βρεθεί στα γραφεία του Θανάση Μαυρίδη για να συζητήσουμε για τη συνεργασία μας στο Liberal.gr και στο Φιλελεύθερο. Στη συνάντηση ήταν παρόντες και άλλοι δύο συνεργάτες. Ήταν Παρασκευή μεσημέρι και συμφωνήσαμε τα πάντα γρήγορα, αφού μοιραζόμασταν το ίδιο όνειρο και την ίδια επιθυμία για την φιλελεύθερη πορεία της χώρας. Εκτός από εμάς τους τέσσερις, ουδείς άλλος γνώριζε για την συνάντηση μας.
Έτσι τουλάχιστον νόμιζα. Το μεσημέρι της Κυριακής, χτύπησε το κινητό μου τηλέφωνο και στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν ένας παλαιός γνωστός μου από το Πανεπιστήμιο, με τον οποίο είχαμε συναντηθεί δυο – τρείς φορές τυχαία, τα τελευταία είκοσι χρόνια. Ο γνωστός μου, αφού κάλυψε τα τυπικά ενός τηλεφωνήματος, μου ανέφερε πως “μάθαμε πως θα συνεργαστείς με τον Μαυρίδη και πήρα να σου πω, ότι αυτό θα είναι ένα μεγάλο λάθος για σένα και την οικογένεια σου”, ότι “δεν θα έπρεπε να εκτεθείς σε αυτήν τη φάση και μπορεί να υπάρξουν ενδεχομένως, προβλήματα με τις φορολογικές αρχές” και ότι “σαν παλαιός φίλος έκρινα σκόπιμο να σε προειδοποιήσω”.
Πάγωσε η σπονδυλική μου στήλη, όχι από φόβο, αλλά από την ταχύτητα που κινήθηκε το παρακράτος, σε μια περίπτωση σαν τη δική μου, που στα μάτια μου φάνταζε ασήμαντη. Μέχρι να αρχίσω να αρθρογραφώ, ήμουν γνωστός μόνο στο στενό χρηματιστηριακό επαγγελματικό χώρο και ακολουθούσα μια πορεία που δεν άφηνε ούτε ίχνη, ούτε προκαλούσε θόρυβο.
Οπότε το γεγονός, ότι μέσα σε 48 ώρες, κάποιοι είδαν έναν εντελώς άγνωστο άνθρωπο να βγαίνει από το γραφείο του Μαυρίδη, κατάφεραν και έμαθαν ποιος ήταν και βρήκαν τον κατάλληλο δικό τους στέλεχος – σύνδεσμο για να με καλέσει στο τηλέφωνο, με προβλημάτισε βαθιά. Η κίνηση αυτή, απαιτούσε οργάνωση, ανθρώπινους όρους και προσβάσεις. Αποσκοπούσε δε προφανώς στην αποθάρρυνση μου, μέσω έμμεσων απειλών. Ευγενικά του απάντησα, πως όλοι είμαστε μεγάλα παιδιά, που αντιλαμβανόμαστε και αναλαμβάνουμε τις ευθύνες των πράξεων μας. Τον ευχαρίστησα για την στοργική συμβουλή του, την οποία του υποσχέθηκα πως δεν θα ακολουθήσω και του είπα να προσέχει με ποιους συναναστρέφεται.
Θορυβημένος κάλεσα τον Θανάση στο τηλέφωνο. Ο Θανάσης έσκασε στα γέλια και μου είπε “καλώς όρισες, στον κόσμο που ζούμε εδώ και κάτι μήνες”. Μιλήσαμε για αρκετή ώρα και στο τέλος καταλήξαμε αμφότεροι στο : “σύντροφε, θα τους συντρίψουμε.” Και να, που μετά από 32 μήνες παρακολουθούμε την αποκάλυψη αυτού καλοστημένου μηχανισμού που προσπαθούσε να στήσει ένα παρακράτος. Ευτυχώς όμως που οι άνθρωποι αυτοί, ήταν ανίκανοι ακόμα και σε αυτόν τον τομέα.
Εκβιαστές και νταραβεριτζήδες, του γλυκού νερού. Όλοι; Ίσως, όχι. Όμως το γεγονός ότι ουδείς διαφοροποιείται, μας δίνει τη εντύπωση ότι αυτό το συνονθύλευμα από βασιλόφρονες, ρατσιστές, ψεκασμένους, μαοϊκούς, τροτσικιστές, σταλινικούς, ανανεωτικούς, τριτοδρομικούς, σκληρούς πασόκους και λοιπούς γραφικούς, πηγαίνει μονομπλόκ προσπαθώντας να στηρίξει την ίδια του την ύπαρξη. Διότι αν διαλυθεί ο Σύριζα, όλοι θα επιστρέψουν εκεί, που ανήκουν. Στο τίποτα.