Η κριτική βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας για το επετειακό δημοσίευμα της επιτροπής «Ελλάδα 2021» για τη δολοφονία του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη το 1963, μας έστειλε στη βιβλιοθήκη μας: τι να είχε πει, άραγε, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης στον Αλέξη Παπαχελά για τον Γρηγόρη Λαμπράκη και τη ειδεχθή δολοφονία του από παρακρατικούς εκείνης της ταραγμένης εποχής.
Γιατί έχει ενδιαφέρον σήμερα η άποψη του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη για ένα γεγονός από το παρελθόν που σημάδεψε μια ταραγμένη εποχή, όταν η Ελλάδα ήταν πολύ διαφορετική από αυτό που είναι σήμερα;
Γιατί σήμερα, αν και ζούμε σε μια ευρωπαϊκή χώρα με εμπεδωμένη και ισχυρή δημοκρατία, η ένταση είναι διαρκώς εκτός ορίων και τα γεγονότα του παρελθόντος μας φανατίζουν με την ίδια ένταση.
Αν κάποιοι σήμερα φανατίζονται με τη δολοφονία ενός βουλευτή που συνέβη πριν από 53 χρόνια, τι έλεγε κάποιος που ήταν τότε στην πρώτη γραμμή της πολιτικής ζωής;
Πράγματι, στη σελίδα 121 του Α’Τόμου του βιβλίου «Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης με τα δικά του λόγια» που καλύπτει την περίοδο 1942-1974, υπάρχει ξεχωριστό κεφάλαιο για το θέμα της δολοφονίας του Λαμπράκη.
Λέει μεταξύ άλλων ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης (σελ 122) :
«Τώρα για τη δολοφονία του… εγώ ο ίδιος δεν έχω προσωπική αντίληψη. Θα σας πω μόνο τι νόμιζα εκείνη την εποχή, ποια εντύπωση απεκόμισα. Ήταν σίγουρα δολοφονία. Προετοιμασμένη όμως δεν ήταν και γι’ αυτό η κατηγορία περί ηθικής αυτουργίας την οποία απηύθυνε εναντίον του Καραμανλή ο Γεώργιος Παπανδρέου ήταν αδιανόητη και υπερβολική. Ήταν βέβαια πολύ ηπιότερη σε σύγκριση με αυτά που συμβαίνουν σήμερα, αλλά εκείνη την εποχή προκάλεσε σοκ διότι δεν συνηθίζαμε αυτή την αμετροέπεια που υπάρχει σήμερα στην έκφραση φερ’ ειπείν του εγγονού του, του νεαρού Γεωργίου Παπανδρέου· εκείνη την εποχή προσέχαμε τι λέγαμε»
«Εκείνη την εποχή προσέχαμε τι λέγαμε».
Την ταραγμένη δεκαετία του ‘60, όταν οι μνήμες του Εμφυλίου ήταν ακόμα ζωντανές, οι πολιτικοί πρόσεχαν τί έλεγαν.
Σταθήκαμε σε αυτή τη φράση. Γιατί αν κάτι χαρακτηρίζει την πολιτική ζωή της χώρας σήμερα, είναι η έλλειψη κάθε φραγμού του πολιτικού συστήματος στην εκφορά το λόγου. Δείτε, πάλι, τι έγινε με αφορμή τα Ελληνοτουρκικά. Πριν μάθουμε καν τι συνέβη στον Έβρο άρχισαν οι μισοί πολιτικοί παράγοντες να αποκαλούν τους άλλους μισούς εθνοπροδότες και όλοι αυτοί να χαρακτηρίζουν εθνομηδενιστές όσους έκαναν έκκληση για ψυχραιμία, τουλάχιστον μέχρι να μάθουμε τι πραγματικά συμβαίνει. Η λέξη «εθνομηδενιστής» είναι βαριά προσβολή. Κι όμως εκστομίζεται πλέον για πλάκα από βουλευτές μεγάλων κομμάτων, χωρίς καμία αιδώ, χωρίς καμία συναίσθηση του βάρους της. Και πόσες, ακόμα, λέξεις που σημαίνουν βαριές προσβολές («γερμανοτσολιάδες», «Πινοτσέτ» ) έχουν ενταχθεί στην καθημερινή φρασεολογία των βουλευτών και των πολιτικών στελεχών.
Για το φαινόμενο ευθύνονται πρωτίστως οι βουλευτές, τα στελέχη των κομμάτων και οι δημοσιογράφοι. Μητσοτάκης και Παπανδρέου αντάλλαζαν πολύ βαριά λόγια αλλά πάντα εντός Βουλής δηλαδή εντός θεσμικού πλαισίου. Σήμερα, οι βουλευτές όλων των κομμάτων ούτε που πατάνε στη Βουλή και φυσικά κανείς δεν τους ελέγχει γι αυτό. Είναι όλη μέρα στο τουίτερ, σε μια πλατφόρμα δημόσιου χαρακτήρα που λειτουργεί με την ευθύνη μιας ιδιωτικής εταιρείας και στην οποία δεν υπάρχει κανένας θεσμικός έλεγχος του λόγου που παράγουν οι βουλευτές εκεί. Και ακριβώς επειδή δεν υπάρχει κανένας θεσμικός έλεγχος του λόγου που εκφέρουν εκεί, οι βουλευτές θεωρούν ότι μπορούν να τον αναπαράγουν στα πάνελ και τη Βουλή.
Μιλούν προκλητικά και με τρόπο που τον ακούς μόνο σε κάτι σήριαλ αποβλάκωσης, με περιορισμένο λεξιλόγιο, απλοϊκά, με μια επίφαση λαϊκότητας, στην πραγματικότητα αγοραία. Μιλάνε για να απευθυνθούν αποκλειστικά στους χρήστες των σόσιαλ μήντια δηλαδή σε εικονικούς πολίτες και ξέρουν ότι όσο πιο προκλητικά μιλάνε, τόσες μεγαλύτερες πιθανότητες έχουν να τους καλέσουν στα πρωϊνάδικα, κι εδώ είναι που οι δημοσιογράφοι έχουν ευθύνη, για να ανεβάσουν και εκεί την ίδια αγοραία παράσταση.
Η ευθύνη των ηγεσιών όλων των κομμάτων είναι πραγματικά τεράστια γιατί οι ηγεσίες είναι οι μόνες που έχουν την ισχύ να επιβάλλουν κανόνες.
Αλήθεια τι κάνουν τα κόμματα όταν βλέπουν τα στελέχη τους να ασχημονούν; Υπάρχει κάποιος με την αρμοδιότητα να τους παίρνει ένα τηλέφωνο για να τους ανακαλέσει στην τάξη; Τα γραφεία τύπου των κομμάτων τους απομακρύνουν από τα κανάλια μέχρι να συμμορφωθούν ή μήπως τους επιβραβεύουν στέλνοντάς τους σε εκπομπές με μεγαλύτερη ακροαματικότητα;
Ο Πρόεδρος της Βουλής σηκώνει κανένα τηλέφωνο να ανακαλέσει βουλευτές στην τάξη; Αναφέρουμε τον Πρόεδρο της Βουλής όχι μόνο γιατί είναι ο τρίτος τη τάξει πολιτειακός παράγοντας αλλά επειδή ξέρουμε ότι παρακολουθεί τα δρώμενα στη δημόσια σφαίρα, όπως αυτά καταγράφονται στον Τύπο. Απόδειξη ότι ασχολείται με τη δημόσια σφαίρα με το να δίνει συστηματικά, ως παραπολιτικά, τα ευφυολογήματα του ακόμα και τα δεύτερης διαλογής. Ασχολείται καθόλου με τη συμπεριφορά και την εμφάνιση των βουλευτών; Τράβηξε κανένα αυτί για το «κότα λειράτη» που ακούστηκε από βουλευτή του κόμματός του μάλιστα; Θα είχε ενδιαφέρον να πληροφορηθούμε τι κάνει για το επίπεδο των συζητήσεων στην Ολομέλεια και τις Επιτροπές της Βουλής.
Τα κόμματα στην Ελλάδα έχουν επί της ουσίας διαλυθεί ή, για να είμαστε ακριβέστεροι, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ δεν κατάφεραν να ανασυνταχθούν ποτέ μετά το διπλό εκλογικό σεισμό του 2012 ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ αν και κυβέρνησε επί τέσσερα χρόνια δεν κατάφερε να κανονικοποιηθεί σε κόμμα της αστικής δημοκρατίας.
Ο καθένας πολιτεύεται για τον εαυτό του, κάνει δημόσιες σχέσεις για τον εαυτό του, δεν υπάρχει καμία έννοια συλλογικότητας, δεν τηρείται κώδικας δεοντολογίας, ο καθένας λέει ό,τι του κατέβει, δεν υπάρχει καμία τάξη, δεν υπάρχουν «δημογεροντίες» να συμβουλεύουν τους νεότερους. Η Βουλή, ακόμα χειρότερα. Όλα σκόρπια. Μια επίφαση συλλογικότητας από μονάδες που κάνουν τα πάντα, και κυρίως τους καραγκιόζηδες, για μια καρέκλα.
«Εκείνη την εποχή προσέχαμε τι λέγαμε».
Αυτός είναι και ο λόγος που τα κόμματα απέκτησαν βαθιές ρίζες στην κοινωνία, δεν ήταν μόνο το πελατειακό κράτος, ήταν κι ότι τα κόμματα λειτουργούσαν για να εκφράσουν τους πολλούς, δεν ήταν πλατφόρμες-θεατρικές σκηνές στην πραγματικότητα, για να αναδεικνύονται οι μονάδες. Κι ας μη γελιόμαστε: στις ρίζες εκείνης της εποχής «που πρόσεχαν τι έλεγαν» στηρίζονται ακόμα και σήμερα τα κόμματα.
Όχι, όμως, για πολύ ακόμα. Όχι για πολύ.