Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Καθόλου συμπτωματικά, τα έθνη, οι αυτοκρατορίες, τα κράτη καταρρέουν ή ηττώνται συντριπτικά όταν οι ηγεσίες τους αποδεικνύονται, όπως μάς αρέσει να λέμε, «κατώτερες των περιστάσεων» μέσα σε ένα άκρως απαιτητικό περιβάλλον μεγάλης αναταραχής και διαρκών συγκρούσεων. Συμβαίνει βέβαια και το ακριβώς αντίθετο: τα έθνη, οι αυτοκρατορίες και τα κράτη αποκτούν ισχύ και αίγλη πάντα υπό στιβαρούς και «πεφωτισμένους» ηγέτες. Ακούγεται ίσως ταυτολογικό, αλλά δεν είναι. Άλλωστε, στη δεύτερη περίπτωση υπήρξαν περιπτώσεις που ένας ηγέτης δεν κατάφερε και πολλά, παρότι πανάξιος ο ίδιος: χρειάζονται και άλλα συστατικά στη συνταγή της επιτυχίας. Αλλά στην πρώτη περίπτωση ΔΕΝ έχουμε παραδείγματα ικανά να ανατρέψουν τον κανόνα.
Είναι άχαρο, μιλώντας για ηγέτες, πόσο δε μάλλον για… αυτοκρατορίες, να καταλήγεις να αναφέρεσαι στην Ελλάδα τού σήμερα, αλλά πάντα για αυτήν μιλάμε, έτσι δεν είναι; Δεν μπορεί να γίνει αλλιώς — είναι η μοίρα μας και η θέση μας αυτή. (Και το προσωπικό μας συμφέρον ασφαλώς, δεν χρειάζεται να το κρύψουμε). Όταν κάποια στιγμή τα πράγματα αλλάξουν και η χώρα μπει σε έναν φυσιολογικό δρόμο, θα μιλάμε και εμείς για ό,τι πραγματικά μάς ευχαριστεί. Ό,τι κάνουν δηλαδή οι πρώην φίλοι μας που, εμ πρώτα έστρωσαν καλά-καλά τον δρόμο στον ΣΥΡΙΖΑ, εμ εδώ και μια τριετία, κρύβοντας τη μούρη τους στο χώμα, μιλούν για σκυλάκια, γατάκια, συναυλίες, πειραματικό κινηματογράφο και για το #metoo…
Και είναι άχαρο επίσης (και κυρίως) γιατί μόνο η λέξη «ηγέτης» δεν σου έρχεται στο μυαλό όταν μιλάς για τον Τσίπρα, τον Καμμένο και τους από δίπλα τους. Σου έρχονται άλλες λέξεις — διόλου κολακευτικές, τόσο για εσένα τον ίδιο που παλεύεις να μην τις πεις δοκιμάζοντας την υπερηρωική σου δύναμη που λέγεται αυτοσυγκράτηση ή πολιτικοκοινωνική ορθότητα, όσο και (κυρίως) για δαύτους. Αλλά, εν πάση περιπτώσει, και πώς αλλιώς να πεις τους ανθρώπους που διαφεντεύουν αυτή τη χώρα; Μιλάμε τέλος πάντων για την Ελλάδα εδώ, ναι; Όχι για το περικαλές Πράσινο Ακρωτήριο με τις ωραίες ακτές, τους κοραλλιογενείς υφάλους και τους χαριτωμένους του καρχαρίες. Ούτε για το Νταγκεστάν. Μιλάμε για την 30ή πλουσιότερη χώρα στον πλανήτη και 15η πλουσιότερη στην Ευρώπη. Για την Ελλάδα (για να κολακεύσουμε και όσους αρέσκονται σε αυτά) με την τρισχιλιόχρονη ιστορία — την ιστορική κοιτίδα του ευρωπαϊκού πολιτισμού — τη χώρα όπου γεννήθηκε η Δημοκρατία, και επικράτησε αρκετά ώστε να μεγαλυνθεί, και τα λοιπά και τα λοιπά. Δεν μιλάμε για το Πράσινο Ακρωτήριο και για το Νταγκεστάν.
Και μιλάμε επίσης για ένα άκρως απαιτητικό περιβάλλον μεγάλης αναταραχής και διαρκών συγκρούσεων. Συγκρούσεων μάλιστα που δεν είναι καν πολεμικές στην πλειονότητά τους, όπως ήσαν στο παρελθόν, ώστε τρόπον τινά να φαίνεται —υποτίθεται— καθαρά το χρώμα των σημαιών κάτω από τις οποίες βήχουν τα κανόνια. Το αντίθετο. Πόλεμοι, εισβολές, ναρκοθετήσεις και όλα τα συναφή λαμβάνουν καθημερινά χώρα με όλους τούς άλλους τρόπους: από τη διασπορά ψευδών ειδήσεων με στόχο την αποβλάκωση των ευρωπαϊκών κοινωνιών (με πρώτες τις νεολαίες τους), που τρώνε δέκα ώρες καθημερινώς πάνω από το Facebook, και τη διαίρεσή τους σε στρατόπεδα φανατικών που αμφισβητούν πλέον έμπρακτα και μανιακά όλες τις ευρωπαϊκές αξίες (την αταλάντευτη πίστη στα Ανθρώπινα Δικαιώματα, στην Ελευθερία, στη Δημοκρατία, στην αυστηρή διάκριση των εξουσιών, στον πολιτισμό ως αυταξία, στην επιστήμη και στον ορθό λόγο ως βάσεις ισχύος, πλούτου και προκοπής για όλους), μέχρι το μπαστάκωμα του ημίτρελου Τραμπ στον θρόνο του μισού κόσμου. Και όλα τα απ' ανάμεσα. (Για να μην αναφερθούμε στη Νέα Εποχή των Μεταναστεύσεων, στις αναδυόμενες υπερδυνάμεις εξ ανατολών, στην ισλαμική τρομοκρατία, στην άνοδο των εθνικισμών, στην άμεση ανάγκη για εξεύρεση νέων πόρων παραγωγής ενέργειας, στην επιταχυνόμενη καταστροφή του περιβάλλοντος κ.ο.κ.).
Σε ένα τέτοιο, ζοφερό, περιβάλλον, μια μικρή περιφερειακή δύναμη βρίσκεται υπό την καθοδήγηση «ηγετών» που οποιοσδήποτε ιστορικός του μέλλοντος θα αναγκαζόταν να πιει πρώτα ένα μπουκάλι νοθευμένο τζιν πριν κάτσει να γράψει τα ονόματά τους. Ή κηροζίνη. Δηλαδή, αν θέλετε, είναι μέχρι και κωμικό. Για όσους μάλιστα ζουν μακριά από τη χώρα και έχουν και πέντε δεκάρες στην άκρη, ΕΙΝΑΙ κωμικό. Είναι σαν κάτι ταινίες που πεθαίνει ο πρωθυπουργός, ο πάπας ή ένας κατάσκοπος, και βάζουν ένα άσχετο ανθρωπάκι στη θέση του να τον παραστήσει, τον ντύνουν και κατάλληλα και του λένε, «Θα λες το και το, και μη σε μέλλει». Και του κόβουν κι ένα χαρτζιλίκι.
Μόνο που σε εμάς αυτό το άσχετο ανθρωπάκι δεν πληρώνεται με χαρτζιλίκι — πληρώνεται με ιστορία. Και η ιστορία έχει το προνόμιο να μην αφορά «μόνο» έθνη, αυτοκρατορίες και κράτη, αυτά δηλαδή που μένουν στις δέλτους της, αλλά και τους ανθρώπους που τα συνθέτουν. Δηλαδή εμένα. Κι εσένα.
Όμως επιτρέψτε μας να συνεχίσουμε στο αυριανό σημείωμα αυτόν τον συλλογισμό.
ΥΓ. Εν γνώσει μου έβαλα το λινκ τού ΔΝΤ για το 2001 παραπάνω, μιλώντας για τη θέση της Ελλάδας στον κατάλογο με τις πλουσιότερες. Έκτοτε, κατρακυλήσαμε πάνω από 20 θέσεις. Τι σημαίνει αυτό; Θα προσπαθήσω να το δικαιολογήσω, και αυτό, αύριο.