Είναι πιθανό να ξαναζήσουμε στην ευρωζώνη μία κρίση χρέους όπως του 2011 ; Μπορεί η ύφεση του COVID-2019 να προκαλέσει ένα νέο πανικό χρέους ; Ενα καινούριο "Minsky COVID moment", στα επόμενα δύο με τρία χρόνια με τα CDS, δηλαδή τα ασφάλιστρα κινδύνου των υπερχρεωμένων κρατών και εταιρειών να ξανανεβαίνουν στα ύψη ;
Τα ερωτηματικά αυτά δεν έχουν φύγει ποτέ από το τραπέζι. Η αύξηση του χρέους είναι άνευ προηγουμένου και θα πρέπει να αποπληρωθεί κυρίως από αυτούς που είναι σήμερα νέοι, όπως είπε προ ημερών ο πρώην πρόεδρος της Ευρωπαικής Κεντρικής Τράπεζας Μario Draghi.
Ας σκεφτούμε μόνο ότι τον Φεβρουάριο το κυβερνητικό έλλειμμα προϋπολογισμού στην ευρωζώνη για το 2020 υπολογίζονταν ως ποσοστό του ΑΕΠ στο -1.1%. Τον Απρίλιο αυξήθηκε στο -7%. Σήμερα το εκτιμάμε στο -9,3%. Σαν ποσό, μεταφράζεται σε 1,19 τρισεκατομμύρια ευρώ!
Αυτό μάλιστα εκτιμάται ότι θα διατηρηθεί σε υψηλά επίπεδα και το 2021 (-4,5%). Πρωταθλητές είναι βέβαια η Ιταλία (-11,3% ή 180 δισ ευρώ), η Γαλλία (-11,0% ή 942 δισ ευρώ), η Γερμανία (!) (-8% ή 259 δισ ευρώ).
Το 2021 θα βρει το ακαθάριστο χρέος της Γερμανίας στο 77,2% του ΑΕΠ. Της Γαλλίας στο 125,7%, της Ιταλίας στο 166,1%, της Ισπανίας στο 123,8% και της Ευρωζώνης στο 105,1%. Της Ελλάδας αναμένουμε το ίδιο έτος να κινηθεί γύρω στο 183%.
Να θυμίσουμε μόνο ότι το ελληνικό χρέος το 2011 ήταν στο 172% ενώ της Ευρωζώνης ήταν το 2012 στο 90,69% γεγονός που ανάγκασε τον Draghi να πει την περίφημη φράση “whatever it takes”.
Η κρίση του COVID19 έχει δημιουργήσει την ανάγκη να ενισχυθούν οι ισολογισμοί των φυσικών προσώπων, των επιχειρήσεων και των κρατών για το εισόδημα που εξαερώνεται από την ζήτηση που έχει συρρικνωθεί και τις αλλαγές στις καταναλωτικές μας συνήθειες. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο με αύξηση των κρατικών χρεών και της διόγκωσης του ισολογισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Οι ανάγκες όμως χρηματοδότησης του χρέους δημιουργούν δύο προβλήματα: Το ζήτημα της χρηματοδότησής τους και το ζήτημα της αποπληρωμής τους. Όταν τα χρέη χρηματοδοτούνται από την Κεντρική Τράπεζα μπαίνουμε στον πειρασμό να σκεφτόμαστε για “διανομή κεφαλαίων από το ελικόπτερο” φουσκώνοντας μία πληθωριστική πυρηνική βόμβα.
Πριν φτάσουμε όμως εκεί η αύξηση των κρατικών χρεών οδηγεί σε τρία άλλα σοβαρά προβλήματα: Το πρώτο πρόβλημα είναι το ζήτημα της διαγενεακής δικαιοσύνης. Αυτά τα χρέη θα αποπληρωθούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο από τις επόμενες γενεές. Σε ποιο βαθμό έχουμε το δικαίωμα να τους κληροδοτήσουμε ένα βαρύτερο φορτίο για να εκκινήσουν την παραγωγική τους ζωή;
To δεύτερο αφορά στο κόστος χρηματοδότησής τους εάν τα δανειακά κεφάλαια δεν αποδίδουν υψηλότερη απόδοση από το κόστος συγκέντρωσής τους. Εάν μάλιστα συνδυάσουμε τα δύο παραπάνω θέματα, τότε τα δανειακά κεφάλαια θα πρέπει να τα επενδύουμε στο ανθρώπινο κεφάλαιο της νέας γενιάς (M. Draghi).
Το τρίτο είναι ότι όλα αυτά είναι εφικτά μόνο εάν το κόστος συγκέντρωσης των κεφαλαίων θα παραμένει χαμηλότερο από τον ρυθμό μεγέθυνσης της οικονομίας (O. Blanchard). Αλλά για να γίνει αυτό θα πρέπει τα επιτόκια να είναι χαμηλά (μηδενικά) και συνεπώς σε μακροπρόθεσμη βάση οδηγούμε το τραπεζικό σύστημα σε απόγνωση και ανορθολογική συμπεριφορά. Εναλλακτικά όμως μπορούμε να επιτυγχάνουμε υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης.
Και εδώ βρίσκεται το μυστικό αυτών των ημερών. Οι προβλέψεις που έχουμε για τα επόμενα δύο χρόνια μιλούν για προσωρινούς υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης για όλες τις οικονομίες, οι οποίοι απομακρύνουν την κρίση χρέους. Αλλά η επιστροφή στην κανονικότητα μετά το 2022 μας κάνει σκεπτικούς.
Ο συντηρητικός Βορράς δεν έχει κανένα λόγο να αποδέχεται την δεκαετή αναπτυξιακή ραστώνη των Ιταλών. Το διεθνές νομισματοπιστωτικό σύστημα, με τον Biden στις ΗΠΑ, δεν θα έχει λόγους να ανέχεται μία ανορθόδοξη τουρκική οικονομική πολιτική στην πλέον προβληματική χώρα μεταξύ των αναπτυσσόμενων.
Εμείς, τι τύχη πάλι αυτή, κάπου στην μέση, μεταξύ δύο μεγάλων εμπορικών εταίρων μας, αν και με φαινομενικά υψηλούς δείκτες χρέους, αλλά στην πραγματικότητα με πολύ μικρό κίνδυνο. Ενα μικρό μόνο μέρος του χρέους μας βρίσκεται στην ελεύθερη αγορά. Επομένως θα υποφέρουμε, αλλά εξ αντανακλάσεως.
Εδώ ειπισέρχεται το πακέτο μεγέθυνσης των «72 δισ ευρώ». Εάν εκμεταλλευτούμε την ευκαιρία, τότε μπορεί να δώσει την λύση στην παρούσα αλλά και στις μελλοντικές γενεές.
*Ο Παναγιώτης Πετράκης είναι καθηγητής του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών