Του Σταύρου Κωνσταντινίδη
Σε οποιαδήποτε επένδυση -μικρή, μεσαία ή μεγάλη- ενυπάρχει σχεδόν πάντα η διάσταση της αδειοδότησης, της οικοδόμησης και των αδειών λειτουργίας. Οι παράγοντες αυτοί απαιτούν ανθρώπινους και οικονομικούς πόρους και προϋποθέτουν οπωσδήποτε μία κάποια χρονική επιβάρυνση. Κάθε επιχειρηματική μονάδα, εγχώρια ή του εξωτερικού, σταθμίζει την επενδυτική ελκυστικότητα της χώρας βάσει τριών κριτηρίων. Τη γενικότερη πολιτική σταθερότητα, το κίνητρο μιας λογικής φορολόγησης και τον χρόνο των αδειοδοτήσεων.
Αν υποθέσουμε πως έπειτα από δέκα χρόνια η πολιτική ατμόσφαιρα είναι κάπως ισορροπημένη, οι άλλοι δύο παράγοντες παραμένουν ακόμη με απόλυτο αρνητικό πρόσημο. Η φορολόγηση κινείται σε απαγορευτικά επίπεδα και οι χρόνοι αδειοδότησης για κάθε επένδυση και ανεξαρτήτου μεγέθους, είναι όχι μόνο οι μεγαλύτεροι της Ευρώπης, αλλά τις περισσότερες φορές δεν επιτρέπουν την εκ των προτέρων ασφαλή πρόβλεψη του χρονοδιαγράμματος ενός έργου. Χωρίς χρονοδιάγραμμα, όμως, δεν υπάρχει σοβαρό business plan.
Δεν μπορούν να υπολογιστούν οι εκροές και οι αποσβέσεις των δανείων και κατ'' επέκταση η απόδοση της επένδυσης. Οι επενδύσεις για το παγκοσμιοποιημένο κεφάλαιο λειτουργούν υποχρεωτικά συγκριτικά. Ποιο βιώσιμο εθνικό περιβάλλον μπορεί να αποδώσει ταχύτερα, με ασφάλεια και με ελαχιστοποίηση του ρίσκου; Αυτό είναι το ερώτημα που απαντάται. Επιχειρηματίες του συναισθήματος, καλώς ή κακώς, δεν υπάρχουν πια.
Προσπαθούσαμε πρόσφατα να εξηγήσουμε σε έναν Αυστραλό επιχειρηματία, διαχειριστή ενός fund, που είχε σχεδιάσει να υλοποιήσει ξενοδοχειακή επένδυση 3 εκατομμυρίων ευρώ στη Φολέγανδρο, πράγματα που φάνταζαν αδιανόητα και τριτοκοσμικά στη στέρεη και ορθολογική ιδιοσυγκρασία του. Του είπαμε πως το οικόπεδο που θα αγόραζε θα χρειαστεί τουλάχιστον 3 μήνες για να χαρακτηριστεί άρτιο και οικοδομήσιμο, καθώς το οδικό δίκτυο του νησιού δεν είναι χαρακτηρισμένο σε πολλά σημεία του.
Του μιλήσαμε για τις ενδιάμεσες ισόχρονες τουλάχιστον φάσεις έγκρισης από το δασαρχείο και ενδεχομένως τον ΟΠΕΚΕΠΕ. Τον πληροφορήσαμε ότι πριν από την έκδοση της οικοδομικής άδειας θα πρέπει να προηγηθούν υποχρεωτικά οι γνωματεύσεις της αρχαιολογίας και του Συμβουλίου Αρχιτεκτονικής, με κριτήρια που κινούνται στα όρια του υποκειμενισμού των υπαλλήλων και χρόνους σχετικούς, καθώς οι στοιβαγμένες υποθέσεις προϋποθέτουν την έγκριση συμβουλίων που συνεδριάζουν κάθε μήνα, εξετάζοντας θέματα των προηγούμενων μηνών.
Ύστερα από αυτή καθ' αυτή την οικοδομική άδεια από την Πολεοδομία, του παρουσιάσαμε τον εφιάλτη της περιβαλλοντικής αδειοδότησης, ενημερώνοντάς τον πως θα πρέπει να γνωματεύσουν περί τις 15 υπηρεσίες με χειροκίνητη διαβίβαση ολόκληρου του φακέλου, και ότι μόνο αυτή η διαδικασία θα χρειαστεί στην καλύτερη περίπτωση 12 μήνες.
Ολοκληρώσαμε την παρουσίαση με δεκάδες ακόμη υποσημειώσεις και δυνητικές ανάγκες που πιθανώς να προέκυπταν, γεμίζοντας έναν ολόκληρο πίνακα με θεωρητικές υποπεριπτωσιολογίες. Κάθε πιθανό σενάριο γεννούσε υποσενάρια, μέχρι ωσότου δημιουργήθηκε ένα πυκνό «δένδρο» με δεκάδες «κλαδιά». Τρόμαξε. Κατάλαβε ότι το ξενοδοχείο δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα δουλέψει το καλοκαίρι του 2022, όπως σχεδίαζε, αλλά ούτε καν η γραφειοκρατία θα είχε αντιμετωπιστεί. Και φυσικά απογοητεύτηκε.
Αυτή είναι η Οδύσσεια κάθε ξένου που πλησιάζει επενδυτικά τη χώρα. Η Ελλάδα είναι επενδυτικά αφιλόξενη, σκοτώνει τις προοπτικές της. Οι διαδικασίες αδειοδότησης και οικοδόμησης είναι ένα μαύρο κουτί. Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει πόσο χρόνο απαιτούν, ούτε καν το ίδιο το Δημόσιο, για έργα που είναι ταυτόχρονα επισπεύδουσα και αδειοδοτούσα αρχή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το αποτεφρωτήριο στον Ελαιώνα που χωροθετήθηκε επιτέλους τις προηγούμενες μέρες ύστερα από 4 χρόνια άκαρπων ενεργειών και κωλυσιεργίας του υπουργείου Περιβάλλοντος.
Τι πρέπει να γίνει όμως; Το ΤΕΕ έχει επεξεργαστεί, βάσει και της συσσωρευμένης του εμπειρίας τα τελευταία χρόνια, μία δέσμη μεταρρυθμίσεων χωρίς δημοσιονομικό κόστος, οι οποίες εστιάζονται ακριβώς στο πρόβλημα των αδειοδοτήσεων, που όπως εκτιμά -και συμφωνούμε- είναι η αχίλλειος πτέρνα κάθε επενδυτικής απόπειρας. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές, όλες τους εφικτές, βραχυπρόθεσμες και αποτελεσματικές, θα μπορούσαν να συνοψιστούν στα εξής:
Ψηφιακός χάρτης: Η συγκρότηση και θέσπιση του ενιαίου ψηφιακού χάρτη. Ο χάρτης αυτός, αυτοματοποιημένος, θα συγκεντρώνει το σύνολο των κρίσιμων γεωπληροφοριών. Ολες οι «θεσμικές» γραμμές (ρυμοτομίες, όρια σχεδίου πόλης, συντελεστές ανά περιοχή, δασική οριοθέτηση κτλ) θα είναι προσβάσιμες από απόσταση και από κάθε χρήστη, πληροφορώντας τον για το πού μπορεί να χτίσει και τι. Μέσα σε χρονικό διάστημα 2 ετών είναι δυνατόν να έχει συλλεγεί το 70% της πληροφορίας.
Ηλεκτρονική αδειοδότηση: Πρόκειται για την ηλεκτρονική αυτοματοποίηση της αδειοδότησης, της οικοδόμησης και των αδειών λειτουργίας κάθε επένδυσης. Στο τομέα αυτό έχουν γίνει κάποια βήματα, απαιτείται ωστόσο η επέκταση, η βελτίωση και εμβάθυνση σε όλο το φάσμα. Σήμερα παρουσιάζεται το παράδοξο, πως μετά τη θέσπιση του e-adeies σε πολλές πολεοδομίες ο χρόνος έκδοσης οικοδομικών αδειών έχει μεγαλώσει αντί να συντομευτεί.
Μητρώα επιστημόνων: Η επιτυχημένη λειτουργία του ιδιώτη ελεγκτή δόμησης μπορεί να επεκταθεί στο σύνολο σχεδόν των εγκριτικών διαδικασιών αδειοδότησης και ελέγχων. Ετσι αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά η υποστελέχωση του Δημοσίου, κερδίζεται πολύτιμος χρόνος και προσφέρεται εργασία στην ελεύθερη αγορά. Η ηλεκτρονική κλήρωση από μητρώο του ΤΕΕ εξασφαλίζει επιπρόσθετα φαινόμενα διαφθοράς και γραφειοκρατίας.
Αυτοαδειοδότηση: Πολλές αδειοδοτικές διαδικασίες, κατά το πρότυπο του νόμου για τα αυθαίρετα, μπορεί να γίνονται ηλεκτρονικά από τους ίδιους τους ελεύθερους επαγγελματίες μηχανικούς, χωρίς τη διαμεσολάβηση του Δημοσίου. Η μεταβίβαση της ευθύνης στον υπογράφοντα λειτουργεί αυτορυθμιστικά.
Με τον ίδιο τρόπο θα μπορούσαν, για παράδειγμα, να απαλλαγούν εκατοντάδες αξιωματικοί της Πυροσβεστικής από τον έλεγχο των μελετών πυρασφάλειας, με μεταβίβαση των αρμοδιοτήτων σε ελεύθερους επαγγελματίες μηχανολόγους, και έτσι να κερδίσει επιχειρησιακό ανθρώπινο δυναμικό η υπηρεσία. Υπάρχουν δεκάδες αντίστοιχα παραδείγματα που βελτιώνουν παράλληλα τη δομή του Δημοσίου, τονώνουν την αγορά εργασίας και φυσικά συμβάλλουν στην απλούστευση της πολύπλοκης και χρονοβόρας γραφειοκρατίας.
Απέναντι σε τέτοιες αδάπανες σχεδόν μεταρρυθμίσεις υπάρχουν βέβαια πάντα ανασταλτικοί παράγοντες. Οι δυνάμεις αδράνειας ενός αναποτελεσματικού Δημοσίου που αντιστέκεται στη μεταβίβαση αρμοδιοτήτων, η θεματοφύλαξη συμφερόντων επαγγελματικών ομάδων, οι συνδικαλιστικές αντιστάσεις, αλλά πάνω απ' όλα η έλλειψη πολιτικής βούλησης μιας κυβέρνησης που αδιαφορεί για το επενδυτικό κεφάλαιο της χώρας.
*Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο Παρασκευής 15 Μαρτίου