Του Τάσου Ι. Αβραντίνη
Έχουν δοθεί τόσο πολλοί ορισμοί για τον φόρο ώστε κάποτε εκδόθηκε βιβλίο, το οποίο περιείχε μόνο τους διάφορους ορισμούς του φόρου. Κατά τη γνώμη μου, πάντως, ο καλύτερος και ακριβέστερος ορισμός ανήκει στον μεγάλο Γάλλο οικονομολόγο Πιερ-Πολ Λερόι-Μπελιέ. Κατά τον ορισμό αυτό «φόρος είναι απλώς και μόνο εισφορά, είτε άμεσος είτε έμμεσος, την οποία η δημόσια αρχή επιβάλλει στα άτομα, στις επιχειρήσεις και τα αγαθά προς κάλυψη των δημοσίων δαπανών». Στον παραπάνω ορισμό αυτό ο σοσιαλιστής Γερμανός οικονομολόγος Βάγκνερ επέφερε μια σημαντική μεταβολή, έγραψε ότι «ο φόρος είναι το μέσο θεραπείας των αναγκών του κράτους και επίτευξης νέας διανομής του εθνικού εισοδήματος».
Στη μικρή αυτή φράση «επίτευξη νέας διανομής του εισοδήματος» στηρίχθηκε τα τελευταία εκατό χρόνια η ραγδαία αύξηση του κρατικού παρεμβατισμού σε όλες τις χώρες της Δύσης και ο σημαντικός περιορισμός των περιουσιακών δικαιωμάτων και της ελευθερίας των ατόμων. Όλη αυτή η θεωρία της φορολογίας ως μέσου αναδιανομής του εισοδήματος στηρίχθηκε στη μεταφυσική αντίληψη της... άδικης κατανομής του εισοδήματος. Μολονότι μάλιστα η αυστριακή σχολή κονιορτοποίησε στο πεδίο της δημόσιας οικονομίας όλα τα επιχειρήματα των επιστημόνων του «από καθέδρας σοσιαλισμού» -κατά τον εύστοχο και άκρως υποτιμητικό χαρακτηρισμό του Οπενχάιμ- εντούτοις αυτά ακούγονται μέχρι σήμερα όχι πλέον τόσο από σοβαρούς επιστήμονες όσο -κυρίως- από λαϊκιστές και δημαγωγούς πολιτικούς.
Τη θεωρία της άδικης κατανομής του πλούτου, για να είμαστε δίκαιοι, δεν την ανακάλυψαν οι σοσιαλιστές οικονομολόγοι. Στην πραγματικότητα, την κληρονόμησαν από τις κατηχήσεις οικονομολογούντων θεολόγων της χριστιανικής εκκλησίας ή από τις οιμωγές συντηρητικών αριστοκρατών και ευγενών, των οποίων τα προνόμια κατήργησε το πνεύμα ελευθερίας του Διαφωτισμού που σάρωσε όλες τις χώρες της Ευρώπης.
Τόσο οι εκπρόσωποι της κλασικής οικονομικής επιστήμης όσο και οι Αυστριακοί οικονομολόγοι απάντησαν πειστικά σ'' αυτή. Πρώτος ο Άνταμ Σμιθ στο βιβλίο του «Θεωρία των Ηθικών Συναισθημάτων» αναφέρει: «Έτσι και ο πλουσιότερος οδηγείται από αόρατο χέρι στη διανομή των όσων είναι αναγκαία να ζει κανείς σχεδόν το ίδιο με τη διανομή που θα συνέβαινε, εάν η γη ήταν διανεμημένη σε ακριβώς ίσες μερίδες». Ο λόγος είναι απλός, και ο πλουσιότερος άνθρωπος με τη δράση του αναδιανέμει το εισόδημά του με ποικίλους τρόπους χωρίς καν να το αντιλαμβάνεται και πολύ λίγα διαθέτει προσωπικώς στον εαυτό του.
Την παραπάνω φράση του Σμιθ εξειδίκευσε στις αρχές του 20ού αιώνα ο πρύτανης του Πανεπιστημίου της Βιέννης και ένας από τους αξιόλογους εκπροσώπους της αυστριακής σχολής, Φον Φίλιπσβεργ γράφοντας τα εξής: «Αγανακτούν πολλοί αναλογιζόμενοι ότι ο Ροκφέλερ έχει ετήσιο εισόδημα 325 εκατ. Αλλά αυτός καταναλώνει άραγε μόνος του τα εισοδήματά του;
Όχι, βέβαια, καθώς το μέτρο της προσωπικής απολαύσεως μπορεί να ποικίλλει μεταξύ ενός πλούσιου κι ενός φτωχού, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι ανάλογο με τη διαφορά της περιουσίας αυτών των δύο (...) Είναι πολύ πιθανό το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του Ροκφέλερ να μην του προσφέρει την παραμικρή προσωπική απόλαυση, γιατί αυτή βρίσκεται κατανεμημένη στις επιχειρήσεις του (σιδηροδρόμους, βιομηχανίες, καλλιέργειες και βελτίωση κτημάτων), οι οποίες συντείνουν στην προαγωγή του εθνικού πλούτου».
Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο της Παρασκευής 4 Οκτωβρίου