Τις ευνοϊκές συνθήκες που επικρατούν στις αγορές θα προσπαθήσει να αξιοποιήσει μέσα στη διετία 2021-22 το ελληνικό Δημόσιο για να καλύψει τις ανάγκες της οικονομίας και να καταστεί ομαλή η μετάβαση στη μετά την πανδημία εποχή. Σε αυτή την προσπάθεια καταλυτικό ρόλο θα παίξει η συμμετοχή της Ελλάδας στο QE και τα ιστορικά χαμηλά επιτόκια με τα οποία δανείζεται η χώρα μας.
Μπορεί η Κριστίν Λαγκάρντ να μην προχώρησε σε μία ακόμα έκπληξη σε ό,τι αφορά το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων, ωστόσο οι προβλέψεις των αναλυτών της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας επιβεβαιώνουν το σενάριο που θέλει τη χαλαρή νομισματική πολιτική να συνεχίζεται τουλάχιστον με τον ίδιο ρυθμό – αν όχι πιο επιθετικά – έως τον Μάρτιο του 2022.
Αυτό σημαίνει ότι η ΕΚΤ έχει υπολογίσει ότι θα διαθέσει για την αγορά ελληνικών κρατικών ομολόγων περί τα 20 δισ. ευρώ, επιπλέον των περίπου 16 δισ. ευρώ που διέθεσε το 2020, από τον συνολικό «κουμπαρά» των 1,85 τρισ. ευρώ του QE Πανδημίας (ή PEPP – Pandemic Emergency Purchase Programme).
Πρόκειται για μία εξαιρετικά ευνοϊκή συγκυρία για το ελληνικό δημόσιο το οποίο αναζητεί πόρους για την κάλυψη των αναγκών της πανδημίας. Αν όλα κυλήσουν ομαλά και δεν υπάρξει κάποια νέα αναπροσαρμογή του προγράμματος αγοράς κρατικών ομολόγων, έως τον Μάρτιο του 2022 θα διοχετευθούν στην ελληνική οικονομία μέσω του PEPP συνολικά 37 δισ. ευρώ που αντιστοιχούν γύρω στο 23% του ελληνικού ΑΕΠ.
Αυτή η πρωτοφανής «ένεση» ρευστότητας αποτελεί έναν από τους βασικούς λόγους που αναγκάζουν τους οίκους αξιολόγησης να διατηρήσουν αμετάβλητη την αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας, καθώς με τις αγορές ελληνικών ομολόγων στη δευτερογενή αγορά, η ΕΚΤ στην ουσία βάζει πλάτη για την κάλυψη των αναγκών του δημοσίου και μάλιστα με το χαμηλότερο επιτόκιο που έχει καταγραφεί ποτέ.
Η ΕΚΤ με αυτό το εργαλείο «ελέγχει» ουσιαστικά τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων, αν και επισήμως στελέχη της κεντρικής τράπεζας αρνούνται ότι το QE Πανδημίας έχει τέτοιο σκοπό. Πάντως η Capital Economics και άλλοι αναλυτές επενδυτικών οίκων εκτιμούν ότι οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων θα υποχωρούν περαιτέρω μέσα στο 2021 και δεν αποκλείεται κάποια στιγμή να φτάσει η Ελλάδα να δανείζεται για 10 χρόνια με επιτόκιο κοντά στο 0,2%-0,4%, από το 0,7% που βρίσκεται σήμερα στη δευτερογενή αγορά.
Σύμφωνα με τη Fitch, η οποία το βράδυ της Παρασκευής διατήρησε αμετάβλητη την αξιολόγηση «ΒΒ» με σταθερές προοπτικές για την ελληνική οικονομία, η «ένεση» ρευστότητας της ΕΚΤ προσφέρει μία επιπρόσθετη πηγή χρηματοοικονομικής ευελιξίας η οποία παράλληλα συνεισφέρει στο να παραμείνει διαχειρίσιμο το κόστος εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους σε αυτή την πολύ δύσκολη συγκυρία. Η συγκεκριμένη επισήμανση της Fitch έχει τη σημασία της γιατί είναι γνωστό ότι μετά από μεγάλες προσπάθειες μείωσης του δημοσίου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ, η πανδημία αναμένεται να το οδηγήσει ξανά προς το 200% που είναι το δεύτερο υψηλότερο στον κόσμο μετά της Ιαπωνίας.
Μία προσεχτική ανάγνωση της ανακοίνωσης της Fitch για το ελληνικό αξιόχρεο μας δείχνει ότι στην περίπτωση που η ελληνική κυβέρνηση προσφέρει αξιόπιστες λύσεις μέσα στο 2021 για το μείζον ζήτημα των κόκκινων δανείων στους ισολογισμούς των ελληνικών τραπεζών και παράλληλα αποφύγει τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό, η αναβάθμιση προς την επενδυτική βαθμίδα θα βρίσκεται προ των πυλών. Έτσι οι «πλάτες» της ΕΚΤ αλλά και ο τρόπος αξιοποίησης των χρημάτων αυτών θα παίξουν καθοριστικό ρόλο για την επόμενη ημέρα της ελληνικής οικονομίας.
Σημειώνεται ότι κατά τη διάρκεια του 2020 το ελληνικό δημόσιο προχώρησε στην έκδοση ή επανέκδοση ομολόγων συνολικού ύψους 12 δις. ευρώ με τα χαμηλότερα επιτόκια όλων των εποχών, με ενδεικτικό το παράδειγμα του 10ετούς του Οκτωβρίου όπου το επιτόκιο διαμορφώθηκε στο 1,2%.
Την ίδια ώρα, ωστόσο, η Fitch κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την ανάκαμψη, υποστηρίζοντας ότι το ελληνικό ΑΕΠ θα αναπτυχθεί με ρυθμό 3% φέτος και θα εκτιναχθεί στο 7,6% το 2022, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι θα τεθεί υπό έλεγχο η πανδημία. Για τον σχετικά χαμηλό ρυθμό ανάπτυξης που προβλέπεται για το 2021 «ευθύνεται» το κακό φίνις του 2020 εξαιτίας του δεύτερου κύματος, ενώ η Fitch τονίζει την ανάγκη αξιοποίησης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης με τον καλύτερο δυνατό τρόπο
Η Fitch σημειώνει πως η κατάρρευση των τουριστικών αφίξεων είχε τεράστιο αντίκτυπο στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, εκτιμώντας ότι το έλλειμμα γιγαντώθηκε στο 7,2% του ΑΕΠ το 2020, έναντι 1,5% το 2019, όταν το μέσο έλλειμμα των χωρών με αξιολόγηση αντίστοιχη της Ελλάδας είναι στο 3,9% του ΑΕΠ. Όμως όπως είπαμε η επόμενη διετία θα είναι περίοδος σημαντικής ανάπτυξης και επομένως το έλλειμμα θα συρρικνωθεί και πάλι. Σύμφωνα με τη Fitch θα υποχωρήσει στο 5,7% του ΑΕΠ το 2022.