Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Στην αρχή δεν είχε καταλάβει κανείς, και για ώρα —ή και ώρες— μετά πολλοί αρνιόνταν να συνειδητοποιήσουν τι είχε συμβεί. Ήδη από τα πρώτα λεπτά, και παρά την απουσία, τότε, μέσων κοινωνικής δικτύωσης, είχαν αρχίσει να ξετυλίγονται θεωρίες συνωμοσίας που έκαναν με ταχύτητα αστραπής τον γύρο του κόσμου — θεωρίες τρελών, αντισημιτών, τρομολάγνων και πολλών-πολλών άλλων. Το σοκ ήταν τόσο έντονο, τόσο πλήρες, που δεν σου άφηνε περιθώρια να καταλάβεις το πελώριο μέγεθος της καταστροφής, πόσο δε να σκεφτείς τι σήμαινε αυτό για το μέλλον: το δικό σου, και του πλανήτη.
Όμως οι επόμενες δύο ημέρες ήταν αρκετές για να συναισθανθεί κανείς —όποιος ήθελε τέλος πάντων, όποιος μπορούσε— πόσο μεγάλη απόσταση χώριζε την Ελλάδα από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες (όπως είχε φανεί και δύο-δυόμισι χρόνια πριν, στον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας). Οι άνθρωποι γύρω σου, όχι απλώς δεν ήταν καταρρακωμένοι, ή έστω φοβισμένοι («τρομοκρατημένοι»: αυτό επιζητεί η τρομοκρατία), μα έδειχναν πραγματικά να χαίρονται για τον εφιάλτη στους Δίδυμους Πύργους. Δεν εννοώ να επικροτούν το χτύπημα: εννοώ, να το απολαμβάνουν. Κι αυτό, όσοι το ζήσαμε «εκεί έξω», στα γραφεία, στα καφενεία, στους δρόμους, δεν γίνεται να το ξεχάσουμε ποτέ.
Θα είχα πολλά να διηγηθώ από εκείνες τις ημέρες εάν υπήρχε λόγος. Δεν υπάρχει. Οφείλουμε να κοιτάμε μπροστά, πάντα. Αλλά ας σημειώσω μόνο μια κουβέντα, από φίλο διανοούμενο, συνάδελφο (άνθρωπο του βιβλίου, γνωστό και βραβευμένο), που είχε πει, και είχε δημοσιεύσει μάλιστα κάπου ένα κείμενο που κατέληγε το εξής: «Αυτό το χτύπημα, αυτοί οι νεκροί, ήταν μια παρηγοριά». Μια παρηγοριά…
Ας το αφήσουμε πίσω όμως, και αυτό, όπως και ένα σωρό άλλα.
Έκτοτε, μετά την 11η Σεπτεμβρίου, ζούμε στον κόσμο που γεννήθηκε ακριβώς από εκείνα τα ερείπια, από τον Άνθρωπο που Πέφτει με το λευκό του πουκάμισο και το σκούρο παντελόνι, για να συντρίψει κατακέφαλα την αφέλειά μας. Ζούμε στον κόσμο τους και στον κόσμο Του, παρά τα όσα αισθανόμαστε μέσα μας όταν μας ενοχλεί ένα μικροπονάκι, όταν παντρεύουμε ή όταν χάνουμε έναν δικό μας άνθρωπο ή όταν ακούμε, αίφνης, για μια πλημμύρα κάπου μακριά, ή για μια πυρκαγιά «που απειλεί κατοικημένες περιοχές». Είμαστε παιδιά τους και παιδιά Του, περισσότερο από όσο είμαστε παιδιά της μάνας μας ή κύριοι των επιτευγμάτων μας.
Όπως υιοθετημένα παιδιά, άλλωστε, είμαστε της κατάρρευσης (και όσων την ακολούθησαν) εκείνου του τυφλού και μοιραίου κολοσσού, της Lehman Brothers, που ήρθε και σαν συνέπεια της μεγάλης παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης των ετών 2007-2008 — πάλι τέτοιες ημέρες είχε σκάσει το κακό, πάλι Σεπτέμβριος ήταν, πάλι αμέριμνοι ήμασταν όλοι. Έκτοτε βέβαια, και για όλη αυτή τη δεκαετία, αλλά και για τα χρόνια που έρχονται, δεν ζούμε απλώς στα απόνερα εκείνης της βαριάς ύφεσης του διεθνούς χρηματοπιστωτικού και τραπεζικού τομέα, που άλλωστε ακόμη συνεχίζεται (και δεν ξέρω αν έχει χρησιμεύσει απολύτως σαν παράδειγμα προς αποφυγήν για το μέλλον, δεν ξέρω αν τα κράτη, οι φορείς, οι αγορές, έχουν διδαχτεί όσα έπρεπε να διδαχτούν), αλλά είμαστε και θα είμαστε οι ίδιοι τα απόνερά της.
Δεν χρειάζεται να θυμίζω εγώ πόσοι πιστεύουν (ή έστω: πίστευαν) πως τα προβλήματα και τα πάθη των πλουσίων και των πολύ πλουσίων δεν μπορεί να είναι για εμάς άλλο από πηγές χαράς και ηδονής. Το μάθαμε με τον κακό, τον πολύ κακό τρόπο. Ούτε να συνδέσω, εδώ, τον τρόπο που επιλέγουμε να κλείνουμε τα μάτια, σαν κοινωνία, σαν κράτος, σαν χώρα, αλλά και ο καθένας από εμάς, στα μεγάλα και χαίνοντα προβλήματα του καιρού μας — προβλήματα που όλα στη βάση τους (όλα, ακόμη και το Μεταναστευτικό, που συχνά μεταμφιέζουμε σε πρόβλημα «ταυτότητας», εθνικής ή άλλης) είναι κατ' ουσίαν οικονομικά, και έτσι πρέπει να αντιμετωπίζονται. Όπως άλλωστε πρέπει να αντιμετωπίζονται με μεγάλους συνασπισμούς, με αμοιβαίες υποχωρήσεις, με σύμπνοια και όραμα και κοιτώντας μέχρι εκεί που φτάνει το βλέμμα, και όχι απλώς στο μασκαρεμένο σήμερα.
Και δεν έχει και σημασία ίσως. Σημασία έχει, για τους περισσότερους από εμάς, λίγο να περνάει ο καιρός, λίγο να είμαστε καλά με τους φίλους και τους δικούς, λίγο να τα λέμε γκρινιάζοντας και γελώντας, λίγο να μπορούμε να βλέπουμε τηλεόραση και να κουτσομπολεύουμε, και λίγο, ή πολύ, να εκθέτουμε τα συναισθήματά μας στη μεγάλη αρένα των social media. Αυτά μάς αρκούν. Άντε και να μπορούμε να πηγαίνουμε κανα δυό βδομάδες διακοπές. Και κάπως ούτως ειπείν να βολευόμαστε.
Δεν χρειαζόμαστε διδάγματα από την Ιστορία. Έχουμε κι εμείς τα δικά μας να σκεφτούμε.