Δεν υπήρξε κοινωνικό στρώμα και ομάδα της Ε.Σ.Σ.Δ., που να μην το άγγιξε η μαζική Κόκκινη Τρομοκρατία την φοβερή διετία 1937 - 1938.
Οι κατηγορίες για αντεπαναστατική δράση, για προετοιμασία τρομοκρατικών πράξεων, για κατασκοπία και σαμποτάζ, απευθυνόταν τόσο στα μέλη του Πανενωσιακού Κομμουνιστικού Κόμματος (Μπολσεβίκοι), όσο και σε αγράμματους χωρικούς, οι οποίοι δεν μπορούσαν καν να επαναλάβουν τους όρους του κατηγορητηρίου.
Αν κάπου επιτεύχθηκε η ισότητα στην Ε.Σ.Σ.Δ. αυτή ήταν στο τομέα των διώξεων και των εκκαθαρίσεων. Όλοι ήταν ίσοι, είτε επρόκειτο για ηγετικά στελέχη του κόμματος και του κράτους, είτε για νεογέννητα παιδιά, είτε για σεβάσμιους χειρώνακτες γέροντες.
Στην καθημερινή ζωή, οι καλά καμουφλαρισμένοι «εχθροί του λαού», «ξένοι κατάσκοποι» και «προδότες της πατρίδας», δεν διέφεραν σε τίποτα από τους έντιμους σοβιετικούς πολίτες. Είχαν τις οικογένειές τους, όπως ήταν φυσικό, και οι «εγκληματίες» πατέρες και μανάδες γεννούσαν παιδιά».
«Ευχαριστούμε τον σύντροφο Στάλιν για την ευτυχισμένη παιδική ηλικία!», ήταν ένα σύνθημα που πρωτοεμφανίστηκε το 1936 και αποτέλεσε μέρος της κομματικής γλώσσας που επιβλήθηκε στην κοινωνία. Σχεδόν αμέσως, εμφανίστηκαν πλακάτ, πίνακες, καρτ ποστάλ που απεικόνιζαν ευτυχισμένα παιδιά να αντικρίζουν με βλέμμα γεμάτο ελπίδα τον «Ηγέτη».
Πέρασαν όμως όλα τα παιδιά, ανέμελη, ανέφελη, ασφαλή και ευτυχισμένη παιδική ηλικία;
Στις 15 Αυγούστου 1937, ο Λαϊκός Κομισάριος Εσωτερικών Υποθέσεων Ν. Ι. Γιεζόφ, υπέγραψε το διάταγμα του Λαϊκού Κομισαριάτου Εσωτερικών Υποθέσεων της Ε.Σ.Σ.Δ. Νο 00486 «Για την επιχείρηση καταστολής των συζύγων και των παιδιών των προδοτών της πατρίδας».
Σύμφωνα με το διάταγμα αυτό, οι σύζυγοι των καταδικασθέντων για «αντεπαναστατικά εγκλήματα» έπρεπε να συλληφθούν και να φυλακιστούν στα στρατόπεδα από 5 έως 8 χρόνια, ενώ τα παιδιά τους, ηλικίας από 1-1,5 έτους έως 15 χρονών στέλνονταν σε ορφανοτροφεία.
Σε κάθε πόλη, όπου πραγματοποιούνταν επιχείρηση συλλήψεων των συζύγων των «προδοτών της πατρίδας» δημιουργήθηκαν παιδικά καταφύγια, όπου πήγαιναν τα παιδιά των συλληφθέντων. Η παραμονή τους εκεί, μπορούσε να διαρκέσει από μερικές ημέρες έως μερικούς μήνες.
Ας δώσουμε τον λόγο στα δύστυχα παιδιά εκείνης της εποχής.
[Λιουντμίλα Φιοντόροβνα Πετρόβα, Λένινγκραντ, κόρη συλληφθέντων γονιών)
«Με έβαλαν σε ένα αυτοκίνητο. Την μητέρα μου την έκλεισαν στην φυλακή «Κρεστί» ενώ εμάς μας πήγαν σε ένα παιδικό καταφύγιο. Ήμουν 12 χρονών και ο αδελφός μου 8. Στην αρχή μας κούρεψαν εντελώς, κρέμασαν στον λαιμό μας μία ξύλινη πινακίδα με ένα νούμερο, μας πήραν δαχτυλικά αποτυπώματα. Ο αδελφούλης μου έκλαιγε πολύ, αλλά μας χώρισαν, δεν μας άφηναν να συναντηθούμε και να μιλάμε. Ύστερα από τρεις μήνες, μας έφεραν στην πόλη Μινσκ...»
(Άννα Όσκαρεβνα Ραμένσκαγια, οι γονείς της είχαν συλληφθεί το 1937 στο Χαμπάροφσκ)
«Με πήγαν στο παιδικό καταφύγιο στο Χαμπάροφσκ. Θα θυμάμαι για όλη μου την ζωή την ημέρα που μ’ έστειλαν. Χώρισαν τα παιδιά σε ομάδες. Με τον μικρότερο αδελφό και αδελφή μου βρεθήκαμε σε διαφορετικά μέρη, κλαίγαμε απεγνωσμένα για να μην μας χωρίζουν. Τα παρακάλια και τα δάκρυα μας δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα. Μας έβαλαν σε εμπορικά βαγόνια και μας ξαπόστειλαν...»
«Νέλα Νικολάγιεβνα Σίμονοβα)
«Στο ορφανοτροφείο μας ζούσαν παιδιά μικρότερα του ενός έτους μέχρι προσχολικής ηλικίας. Το φαγητό ήταν απαίσιο. Αναγκαζόμασταν να ψάχνουμε στα σκουπίδια, να μαζεύουμε καρπούς στο δάσος. Πάρα πολλά παιδιά αρρώσταιναν, πέθαιναν. Μας χτυπούσαν, να υποχρέωναν να μένουμε γονατιστοί στην γωνιά του δωματίου για την παραμικρή αταξία... μία φορά την ώρα της κοινής ησυχίας, δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Η θεία Ντίνα, η παιδαγωγός, κάθισε στο κεφάλι μου και αν δεν προλάβαινα να γυρίσω, τώρα θα ήμουν νεκρή».
(Νατάλια Λεονίντοβνα Σαβέλιβα, Βόλγοκραντ)
«Η μέθοδος διαπαιδαγώγησης στο ορφανοτροφείο ήταν οι γροθιές. Μπροστά μου, η διευθύντρια ξυλοκοπούσε τα αγοράκια, χτυπούσε τα κεφάλια τους στον τοίχο και με γροθιές τα πρόσωπά τους, γιατί κατά την έρευνα στις τσέπες ενός βρέθηκαν ψίχουλα και υποπτεύτηκε πως μαζεύουν ψωμί για να δραπετεύσουν. Όταν μας πήγαιναν βόλτα, τα παιδιά των γκουβερναντών και των παιδαγωγών, μας έδειχναν και φώναζαν: «Τους εχθρούς, τους εχθρούς κάνουν βόλτα!». Εμείς, όμως, ήμασταν σαν κι αυτά. Τα κεφάλια μας ήταν ξυρισμένα, φορούσαμε ό,τι τύχαινε.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι κατά το σοβιετικό καθεστώς, το πιο ανθρώπινο απ’ όλα, κατά τους απολογητές και υπερασπιστές του ολοκληρωτισμού, τα παιδιά των συλληφθέντων, αντιμετωπίζονταν ως δυνητικοί «εχθροί του λαού», εφαρμόζοντας έτσι την αρχή της συλλογικής ευθύνης.
(Μίρα Ουμπόρεβιτς, κόρη του στρατηγού που εκτελέστηκε με την «Υπόθεση Τουχατσέφσκι)
«Ήμασταν θυμωμένοι, γεμάτοι κακία. Αισθανόμασταν πως ήμασταν εγκληματίες, όλοι αρχίσαμε να καπνίζουμε και δεν θέλαμε να ακούσουμε τίποτα για το σχολείο».
Τα λόγια αυτά της Μίρας Ουμπόρεβιτς αφορούν την παρέα της, παιδιά εκτελεσμένων το 1937 ανώτατων αξιωματικών του Κόκκινου στρατού, την Σβετλάνα Τουχατσέφσκι (15 ετών), τον Πιότρ Γιακίρ (14 ετών), την Βικτώρια Γκαμάρικ (12 ετών) και την Γκίζα Στέινμπριουκ (15 ετών). Η Μίρα το 1937 ήταν 13 ετών.
Οι γονείς τους ήταν διάσημοι, πράγμα που επηρέασε την ζωή τους. Κατά την δεκαετία του 1940, όντως ενήλικες, καταδικάστηκαν όλοι τους με βάση το άρθρο 58 του Ποινικού Κώδικα και έζησαν πολλά χρόνια σε στρατόπεδα καταναγκαστικών έργων.
Έτσι προέκυψε μία νέα κατηγορία εγκληματιών, κατά το σοβιετικό καθεστώς: για πρώτη φορά, στο προαναφερόμενο διάταγμα της N.K.V.D. κάνει την εμφάνισή του ένας νέος όρος: «κοινωνικά επικίνδυνα παιδιά».
Σύμφωνα με το κείμενο του διατάγματος: «Πρόκειται για κοινωνικά επικίνδυνα παιδιά καταδικασθέντων, σε συνάρτηση με την ηλικία τους, το βαθμό επικινδυνότητα και την δυνατότητα σωφρονισμού, τα οποία πρέπει να φυλακιστούν σε στρατόπεδα είτε σωφρονιστικών καταναγκαστικών έργων της N.K.V.D. είτε να τύχουν εγκλεισμού σε ορφανοτροφεία ειδικού καθεστώτος των Λαϊκών Κομισαριάτων Παιδείας των δημοκρατιών».
Η ασάφεια ως προς την ηλικία των παιδιών αυτής της κατηγορίας, σήμαινε πως «εχθρός του λαού» μπορούσε να θεωρηθεί και ένα παιδάκι τριών ετών. Η μεγάλη πλειοψηφία όμως των παιδιών αυτής της κατηγορίας ήταν οι έφηβοι.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του εφήβου Πιότρ Γιακίρ, γιου του γνωστού στρατηγού, ο οποίος σε ηλικία 14 ετών εξορίστηκε μαζί με την μητέρα του στο Αστραχάν. Μετά την σύλληψη και της μητέρας του, ο Πιοτρ κατηγορήθηκε για «την ίδρυση αναρχικής έφιππης συμμορίας» και καταδικάστηκε σε 5 χρόνια φυλακή ως «κοινωνικά επικίνδυνο στοιχείο». Πολλά χρόνια αργότερα, ο Πιοτρ θα γράψει τα απομνημονεύματά του με τίτλο «Παιδική ηλικία στην φυλακή», όπου περιγράψει με λεπτομέρειες την ζωή κι άλλων εφήβων με την ίδια τύχη.
Έπρεπε, όμως, να ρυθμιστεί η ζωή των παιδιών αυτών που βρίσκονταν στα ορφανοτροφεία. Έτσι, με το διάταγμα της N.K.V.D. Νο 00309 «Για την εξάλειψη των δυσλειτουργιών στην κράτηση των παιδιών των συλληφθέντων γονέων» και την εγκύκλιο Νο 106 «Για την οργάνωση των παιδιών των εκτελεσθέντων γονέων ηλικίας μεγαλύτερης των 15 ετών», κείμενα που υπογράφτηκαν στις 20 Μαΐου του 1938, οι εμπνευστές τους ζητούσαν «να οργανωθεί σύστημα παρακολούθησης των συγκεκριμένων παιδιών, ώστε εγκαίρως να αποκαλύπτονται οι αντισοβιετικές, τρομοκρατικές διαθέσεις και πράξεις». Σε περίπτωση εντοπισμού παρόμοιες υποθέσεων, τότε τα παιδιά άνω των 15 ετών, αντιμετώπιζαν το δικαστήριο και μέσω αυτού στέλνονταν σε ειδικές μονάδες της N.K.V.D. οι οποίες είχαν τα δικά τους στρατόπεδα καταναγκαστικών έργων.
Στα στρατόπεδα αυτά, οι ανήλικοι σχημάτιζαν ειδικές ομάδες, μεταξύ των κρατουμένων. Ωστόσο, είχαν τις ίδιες «εργασιακές υποχρεώσεις» με τους ενήλικες, ενώ έχουν καταγραφεί περιπτώσεις εγκλεισμού τους σε βαγόνια που χρησιμοποιούταν για ασκήσεις σκοποβολής με πραγματικά πυρά.
Οι θάλαμοι ήταν ίδιοι με εκείνους των ενήλικων κρατουμένους, ενώ πολύ συχνά υποχρεώνονταν να συνυπάρχουν σε θαλάμους ενηλίκων, υποφέροντας τα πάνδεινα.
Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που πολλά από αυτά τα παιδιά, διακρίθηκαν για την ιδιαίτερη σκληρότητα της συμπεριφοράς τους, προκειμένου να επιβιώσουν στα κολαστήρια όπου βρέθηκαν με μοναδικό τους έγκλημα ότι γεννήθηκαν από συγκεκριμένους γονείς. Πολλά από τα παιδιά αυτά, μετά το 1953, όταν απελευθερώθηκαν, δεν μπόρεσαν ποτέ να επιστρέψουν σε μια φυσιολογική και νόμιμη ζωή και χάθηκαν στους δαιδαλώδεις δρόμους της εγκληματικότητας, η οποία, ως γνωστόν, λένε οι απολογητές του κομμουνισμού, «δεν υπήρχε» στην Ε.Σ.Σ.Δ.
(Μ. Κ. Σαντράτσκαγια, πρώην κρατούμενη στα Γκουλάγκ)
«Πέθανε η κορούλα μου η Σβετλάνα. Στην ερώτησή μου για την αιτία θανάτου, ο γιατρός του νοσοκομείου απάντησε: «Η κόρη σας ήταν βαριά άρρωστη. Δεν λειτουργούσε ο εγκέφαλος και το νευρικό σύστημα. Δεν άντεξε τον χωρισμό της από τους γονείς. Δεν έτρωγε. Κρατούσε το φαγητό για εσάς. Διαρκώς ρωτούσε: «Πού είναι η μαμά μου; Ήρθε κανένα γράμμα; Ο μπαμπάς πού είναι;». Πέθανε ήρεμα, λέγοντας με παράπονο: «Μαμά, μαμά».
Ο νόμος επέτρεπε την ανάληψη της επιμέλειας των παιδιών από συγγενείς. Σύμφωνα με την εγκύκλιο Νο 4 από 7 Ιανουρίου 1938 της N.K.V.D. «Για τον τρόπο μεταβίβασης της επιμέλειας σε συγγενείς παιδιών, οι γονείς των οποίων έχουν συλληφθεί». Την απόφαση ελάμβαναν οι τοπικές επιτροπές του Κομισαριάτου υπό την προϋπόθεση της παροχής επαρκών εξηγήσεων. Ακόμη, όμως, και μετά την ανάληψη της επιμέλειας αυτών των παιδιών από συγγενείς, η μυστική αστυνομία παρακολουθούσε τους ανθρώπους αυτούς για να διαπιστώσει αν είχαν αντισοβιετικές αντιλήψεις. Τυχερά στάθηκαν μόνο τα παιδιά εκείνα, οι γονείς των οποίων αμέσως μετά την σύλληψή τους μεταβίβαζαν την επιμέλειά τους σε συγγενείς.
Σύμφωνα με τον νόμο, η μητέρα παιδιού ηλικίας μικρότερης του 1,5 έτους, μπορούσε είτε να αφήσει το παιδί σε συγγενείς της είτε να το πάρει μαζί της στην φυλακή ή στο στρατόπεδο. Αν δεν είχε κοντινούς συγγενείς, έτοιμους να δεχτούν να αναλάβουν αυτοί την φροντίδα του παιδιού, οι γυναίκες το έπαιρναν μαζί τους. Σε πολλά στρατόπεδα και φυλακές υπήρχαν ειδικοί χώροι για παιδιά που γεννήθηκαν στα στρατόπεδα ή βρέθηκαν σε αυτά μαζί με τις καταδικασμένες μητέρες του.
Η επιβίωση αυτών των παιδιών στις φυλακές και τα στρατόπεδα, εξαρτιόταν από πολλούς παράγοντες: την γεωγραφική θέση, την απόστασή του από κατοικημένες περιοχές, από την διάρκεια της μεταγωγής, από το κλίμα, αλλά και από το πως αντιμετώπιζαν οι δεσμοφύλακες και οι φρουροί, οι γιατροί και οι νοσοκόμοι τα παιδιά στους ειδικούς χώρους.
Όταν το παιδί συμπλήρωνε το 4ο έτος της ηλικίας του, είτε το έδιναν στους συγγενείς, είτε το έστελναν σε ορφανοτροφείο, όπου κι εκεί έπρεπε να παλέψει για να επιβιώσει.
Συνολικά, από 15 Αυγούστου 1937 μέχρι τον Οκτώβριο του 1938 25.342 παιδιά αποχωρίστηκαν από τους συλληφθέντες γονείς τους.
Από αυτά τα 22.427 παιδιά τοποθετήθηκαν σε ορφανοτροφεία και σε παιδικούς σταθμούς του Λαϊκού Κομισαριάτου Παιδείας. Η επιμέλεια 2.915 παιδιών ανατέθηκε σε συγγενείς και ξαναντάμωσαν με τις μητέρες τους.