Του Γιάννη Στεφανίδη*
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής της μεταπολίτευσης συνήθιζε να επαναλαμβάνει ότι οι διαχωριστικές γραμμές Δεξιά-Κέντρο-Αριστερά ήταν παραπλανητικές, εννοώντας ότι το κόμμα που ίδρυσε το 1974, καθώς και οι πολιτικές που εφάρμοζε, όφειλαν να κρίνονται με βάση την αποτελεσματικότητά τους και όχι ιδεολογικά στερεότυπα από το παρελθόν.
Πιθανότατα, ήταν και μια προσπάθεια να απεμπλακεί ο ίδιος και η Νέα Δημοκρατία από την εικόνα της «σκληρής δεξιάς» που κατέτρυχε την προδικτατορική ΕΡΕ. Με την έμφυτη σοφία και το πρακτικό πνεύμα που τον διέκριναν, ο Καραμανλής απέδιδε έτσι ένα βασικό γνώρισμα της πολιτικής μας ζωής από συστάσεως ελληνικού κράτους? ότι, δηλαδή, η ουσιώδης πολιτική διαίρεση δεν ήταν αυτή που κληροδότησαν οι γαλλικές επαναστατικές συνελεύσεις (δηλαδή ο οριζόντιος άξονας Δεξιά-Κέντρο-Αριστερά), αλλά η αντίθεση και, συχνά, σκληρή αντιπαράθεση, ανάμεσα σε δύο κοσμοαντιλήψεις για το μέλλον της Ελλάδας: Αφενός, μια εκσυγχρονιστική που επαγγελλόταν μεταρρυθμίσεις με βάση τα δυτικά πρότυπα οργάνωσης του κράτους, της κοινωνίας και της οικονομίας? αφετέρου, μια παραδοσιακή, και μάλλον διαχρονικά δημοφιλέστερη, αντίληψη προσκολλημένη σε δομές και πρακτικές που συχνά ανέτρεχαν στο οθωμανικό παρελθόν.
Η μερίδα που ασπαζόταν την αντίληψη αυτή διακρίθηκε για την ικανότητά της να αφομοιώνει τις καινοτομίες των αντιπάλων της αποστερώντας τις ταυτόχρονα από κάθε μεταρρυθμιστική δυναμική. Έτσι, περιφρουρούσε πάσης φύσεως «κεκτημένα». Συνταγματικές διατάξεις, νόμοι και θεσμοί αποδυναμώθηκαν και ακυρώθηκαν στην πράξη, όταν προσέκρουαν σε βαθιά ριζωμένες νοοτροπίες και συμφέροντα, με κλασικό παράδειγμα τον περιπετειώδη βίο της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας τις παραμονές της τρέχουσας κρίσης.
Η εικόνα αυτή, οσονδήποτε σχηματική, ανταποκρίνεται και στη σημερινή κατάσταση. Υπό το σκήπτρο της ομάδας του Αλέξη Τσίπρα, έχουν συστεγαστεί πρόσωπα με προέλευση από το σύνολο σχεδόν του πολιτικού φάσματος – από τη Νέα Δημοκρατία του Κώστα Καραμανλή και το ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου, την πάλαι ποτέ «ανανεωτική Αριστερά», το «ορθόδοξο» ΚΚΕ, έως και την αντικοινοβουλευτική Αριστερά. Αντίθετα, η Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη έχει προβεί σε μάλλον επιλεκτική διεύρυνση από τον ευρύτερο κεντρώο χώρο και διατηρεί το στίγμα της ως κόμμα της Κεντροδεξιάς. Ωστόσο, έχει καταστεί σαφές ότι κοινός παρονομαστής των δυνάμεων που στηρίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ είναι η, περισσότερο ή λιγότερο, λυσσαλέα αντίθεση προς τις μεταρρυθμίσεις που «απειλούν» να καταστήσουν την Ελλάδα κράτος πιο λειτουργικό, αμερόληπτο και ευέλικτο, λιγότερο δαπανηρό, περισσότερο φιλικό στις εγχώριες και ξένες επενδύσεις, κράτος, το οποίο, εν τέλει, να πλησιάζει περισσότερο στο δυτικοευρωπαϊκό πρότυπο. Οι δυνάμεις αυτές αντιτάσσουν ένα κράτος πατερναλιστικό που αναδιανέμει τον, ολοένα και συρρικνούμενο, διαθέσιμο πλούτο σε βάρος των πιο παραγωγικών κοινωνικών στρωμάτων, καλλιεργεί προσδοκίες πελατειακής εύνοιας, και ταυτόχρονα ανέχεται ένα επίπεδο ανομίας ασύμβατο με την έννοια του κράτους δικαίου.
Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι όλα τα στελέχη ή και η πλειονότητα των οπαδών της Νέας Δημοκρατίας υιοθετούν απόψεις και πρακτικές στον αντίποδα εκείνων του παραδοσιακού-αντιδραστικού πόλου που σήμερα εκπροσωπεί ο ΣΥΡΙΖΑ. Η ελπίδα είναι ότι η ηγεσία του κόμματος έχει τη βούληση και την ικανότητα να αλλάξει τη ρότα του εθνικού σκάφους προς μεταρρυθμιστική κατεύθυνση. Φυσικά, ας μην αυταπατώμεθα: Αν αυτό συμβεί, θα συμβεί με συμβιβασμούς και πισωγυρίσματα. Ωστόσο, σημασία έχει να χαραχθεί η πορεία και να δοθούν κρίσιμες μάχες σε προσεκτικά επιλεγμένα πεδία.
Σήμερα, παραμονές των ευρωεκλογών, η ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας διαθέτει ένα πλεονέκτημα απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ.
Εξηγούμαι: Αν ο Τσίπρας έχει δελεάσει στελέχη ευκαιρίας και πάσης προελεύσεως και κρατά υπολογίσιμα ποσοστά απευθυνόμενος στα φοβικά αντανακλαστικά των ψηφοφόρων, ο προγραμματικός λόγος του Κυριάκου βρίσκει απήχηση σε μια μερίδα του εκλογικού σώματος με προέλευση αριστερότερα της Νέας Δημοκρατίας, οι οποίοι ίσως για πρώτη φορά σκέπτονται να ψηφίσουν το κόμμα αυτό. Οι ίδιοι κατανοούν την ανάγκη τομών και ρήξεων, προκειμένου να έχει μέλλον αυτό το έθνος. Πιθανότατα γνωρίζουν ότι όλες οι μακρόπνοες μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες από την εποχή του μοναχικού Καποδίστρια απέδωσαν μόνο όταν ενοφθαλμίστηκαν σε υφιστάμενους, κατά τεκμήριο πολυσυλλεκτικούς, πολιτικούς σχηματισμούς. Συναισθανόμενοι την βαρύτητα της ψήφου τους, οι ψηφοφόροι αυτοί είναι έτοιμοι για τη μόνη προφανή στρατηγική επιλογή.
* Ο κ. Γιάννης Στεφανίδης είναι καθηγητής Διπλωματικής Ιστορίας στη Νομική Α.Π.Θ.