Την Πέμπτη 22 Απριλίου ανακοινώθηκαν από τον πρωθυπουργό Κ. Μητσοτάκη μια σειρά οικονομικών μέτρων, αρκετά εκ των οποίων αφορούν και τους ελεύθερους επαγγελματίες και, επομένως, και τους δικηγόρους.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τις εξαγγελίες μειώνεται από φέτος, και σε μόνιμη βάση πλέον, η προκαταβολή φόρου από το 100% στο 55% για όλα τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα, καθώς και από το 100% στο 80% από το 2022 για τα νομικά πρόσωπα, όπως είναι και οι δικηγορικές εταιρείες, ενώ ειδικά για το 2021 μειώνεται στο 70%.
Επίσης, για τα νομικά πρόσωπα μειώνεται από το 2022, σε μόνιμη βάση, ο συντελεστής φόρων από το 24% στο 22%. Τέλος, θα ισχύσει και για το 2022 η αναστολή της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης.
Αναντίρρητα, μετά από ήδη 10 χρόνια οικονομικής κρίσης, κατά την οποία οι ελεύθεροι επαγγελματίες αντιμετώπισαν μια άνευ προηγουμένου οικονομική αφαίμαξη και στοχοποίηση, με αποκορύφωση την οικονομική ζημία κατά το τελευταίο έτος της πανδημίας, τα μέτρα αυτά κινούνται στη θετική κατεύθυνση, διορθώνοντας εν μέρει συσσωρευμένες αδικίες.
Ωστόσο απομένουν πολλά ακόμα να γίνουν, τα οποία ειδικότερα οι δικηγόροι προσδοκούμε από την κυβέρνηση. Αναφέρουμε, δε, ειδικά οι δικηγόροι καθώς είμαστε οι μόνοι από τους ελεύθερους επαγγελματίες των οποίων η εργασία ουσιαστικά έκλεισε με κρατική εντολή, δεδομένου ότι από πέρυσι τον Μάρτιο του 2020 και μέχρι και σήμερα τα δικαστήρια είτε παρέμειναν κλειστά είτε υπολειτουργούσαν σε πολύ μεγάλο βαθμό, εξαιρουμένης μόνο μια μικρής περιόδου πολύ λίγων μηνών. Ιδίως κατά την πρώτη περίοδο της πανδημίας η πτώση των εργασιών μας έφτασε το 90%. Η ζημία που έχει υποστεί ένα μεγάλο μέρος των συναδέλφων μας είναι τεράστια.
Για τους λόγους αυτούς θα πρέπει η κυβέρνηση να προχωρήσει σε μια σειρά ακόμα οικονομικών μέτρων, που θα αποκαταστήσουν ακόμα περισσότερο αδικίες του παρελθόντος αλλά και θα ανακουφίσουν τους δικηγόρους που έχουν πληγεί περισσότερο εν μέσω πανδημίας.
Καταρχάς θα πρέπει το αμέσως επόμενο διάστημα να τηρήσει την υπόσχεση της για κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος, ενός φόρου απολύτως άδικου και παράλογου, όπως τέτοιος ήταν, και είναι, η προκαταβολή φόρου.
Επίσης, θα πρέπει να άρει την επιβολή ΦΠΑ στις δικηγορικές υπηρεσίες, που επιβαρύνει υπέρμετρα την πρόσβαση στη Δικαιοσύνη, άλλως να οδηγηθούμε σε μικρότερη κλίμακα ΦΠΑ.
Δε νοείται ο ύπνος σε ένα ξενοδοχείο να έχει μικρότερο ΦΠΑ από την υπεράσπιση, πχ, ενός κατηγορουμένου.
Σε κάθε περίπτωση, να προβλεφθεί απαλλαγή από τον ΦΠΑ για τζίρο μέχρι 25.000 ευρώ, κάτι που αφενός υπήρξε μνημονιακή μας υποχρέωση και αφετέρου ισχύει και σε άλλες χώρες της ΕΕ.
Παράλληλα, θα πρέπει να σχεδιαστεί ένα απλούστερο φορολογικό περιβάλλον, με λιγότερη γραφειοκρατία και απαιτήσεις, ιδίως για τους επαγγελματίες με χαμηλό τζίρο.
Τέλος, και πέραν των μέτρων αυτών, με μόνιμο χαρακτήρα για τα επόμενα χρόνια, θα πρέπει να υπάρξουν παρεμβάσεις και για την άμεση ανακούφιση των δικηγόρων από τη ζημία που έχουν υποστεί το τελευταίο έτος, με σημαντικές διευκολύνσεις και εκπτώσεις των φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων τους που έχουν συσσωρευτεί, λόγω της πραγματικής αδυναμίας καταβολής τους όλο αυτό το διάστημα.
Η επανεκκίνηση της οικονομίας, που ευχόμαστε να συμβεί το συντομότερο, δεν θα πρέπει να μας βρει αντιμέτωπους με ένα βουνό οικονομικών υποχρεώσεων. Επιπλέον, θα πρέπει να αξιοποιηθούν άμεσα χρηματοδοτικά εργαλεία, όπως το ΕΣΠΑ, για την οικονομική τόνωση των δικηγορικών γραφείων, και με όρους αναπτυξιακούς.
Οι δικηγόροι, όπως και άλλοι ελεύθεροι επαγγελματίες, «πληρώσαμε το μάρμαρο» της δεκαετούς οικονομικής κρίσης. Η πανδημία ήρθε να κάμψει και τις τελευταίες δυνάμεις, πολλών εξ ημών. Τα μέτρα που εξαγγέλθηκαν είναι μεν θετικά, θα πρέπει όμως να αποτελέσουν την αρχή, και όχι το τέλος, ενός ευρύτερου οικονομικού σχεδιασμού στήριξης μας, στο πλαίσιο που περιγράφηκε ανωτέρω. Η ανάγκη είναι σήμερα πιο επιτακτική από ποτέ.
*Ο Δημήτρης Αναστασόπουλος είναι Σύμβουλος ΔΣΑ.