Του Δημήτρη Μπούκα*
Τα τελευταία χρόνια, το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας έχει οδηγηθεί σε πλήρη απαξίωση. Από το δημοτικό μέχρι το πανεπιστήμιο η κυβέρνηση παραμένει πιστή σε αυτό που αποτελεί την ουσία της εκπαιδευτικής της πολιτικής, η οποία αποτυπώθηκε στην εμβληματική φράση του Αρ. Μπαλτά, «Η αριστεία είναι ρετσινιά».
Σε ένα τοπίο γενικευμένης χαλάρωσης, με τον εξισωτισμό προς τα κάτω να διαπερνά το σύνολο της εκπαιδευτικής διαδικασίας, οι μαθητές εθίζονται στην ιδέα ότι η προσπάθεια, η φιλομάθεια, ο ανταγωνισμός και η διάκριση ως επιβράβευση της αξίας δεν παίζουν κανένα ρόλο. Με τα νομοσχέδια «εκτρώματα» Φίλη, Μπαλτά και Γαβρόγλου αποθεώνεται η λογική της ήσσονος προσπάθειας, καθώς με τις αλλαγές που έχουν προωθηθεί οδηγούμαστε ολοένα και περισσότερο σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα της μετριότητας και της ημιμάθειας.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα των ιδεοληπτικών πολιτικών που ακολουθούνται, αποτελούν η κατάργηση του κριτηρίου της επίδοσης για την επιλογή? σημαιοφόρων, παραστατών και υπευθύνων κατάθεσης στεφάνου και η εισαγωγή της κλήρωσης ως τρόπο επιλογής, η μείωση των ωραρίων διδασκαλίας, η απαξίωση του θεσμού των πρότυπων-πειραματικών σχολείων και οι συνεχείς πειραματισμοί σχετικά με το σύστημα εισαγωγής σε ΑΕΙ-ΤΕΙ, που δρουν σε βάρος μαθητών, γονέων και καθηγητών.
Παράλληλα, το νέο νομοσχέδιο Γαβρόγλου για τα πανεπιστήμια διώχνει ουσιαστικά από τα ιδρύματα τους διαπρεπείς ακαδημαϊκούς, επαναφέρει το άσυλο ανομίας μέσα στις σχολές, υποβαθμίζει τα μεταπτυχιακά προγράμματα με αποτέλεσμα να οδηγεί και τους φοιτητές στο εξωτερικό, ενώ πλήττει τη διαφάνεια και την αυτονομία των πανεπιστημίων, εξυπηρετώντας με αυτό τον τρόπο τα συντεχνιακά συμφέροντα και τις ιδεοληπτικές πρακτικές τους.
Ένα ακόμη εξαιρετικά σημαντικό ζήτημα που ταλανίζει το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας είναι η υποχρηματοδότηση της έρευνας, που επιφέρει δυσμενείς συνέπειες τόσο στον τομέα των επιστημών, όσο και στις ζωές των ίδιων των επιστημόνων, και συγκεκριμένα των υποψήφιων διδακτόρων, των οποίων χορηγός επιβάλλεται να είναι η πολιτεία και όχι η οικογένεια. Μεγάλες καθυστερήσεις, υποτροφίες μικρής διάρκειας, μεταχείριση των ερευνητών ως ελεύθερους επαγγελματίες με το εφιαλτικό και φοροληστρικό μπλοκάκι και αφάνταστη γραφειοκρατία είναι μόνο μερικές από τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι υποψήφιοι διδάκτορες των Ελληνικών Πανεπιστημίων.
Με τη χρηματοδότηση να μην έχει εξασφαλιστεί για σοβαρό χρονικό διάστημα και με το πρώτο μέλημα του υπ. διδάκτορα να αποτελεί η επιβίωσή του και όχι η έρευνα, η διδακτορική διατριβή δε λαμβάνει ούτε την αφοσίωση ούτε την εμβάθυνση που της αρμόζει. Κατά συνέπεια, αντί να επιβραβεύονται όσοι μένουν στην Ελλάδα για να υπηρετήσουν την έρευνα και την επιστήμη τους, εξωθούνται, είτε στην εγκατάλειψη της διατριβής τους προκειμένου να μπορέσουν να επιβιώσουν, είτε στη φυγή στο εξωτερικό όπου οι συνθήκες εργασίας είναι ασύγκριτα ευμενέστερες.
Επιπλέον, στη περίπτωση που, παρά τις αντίξοες συνθήκες οι υποψήφιοι διδάκτορες αντέξουν και μετεξελιχθούν σε λέκτορες, οι δυσχέρειες σε καμία περίπτωση δεν περατώνονται γι αυτούς. Αντίθετα μάλιστα, μετά από αρκετά χρόνια προσπάθειας και σκληρής δουλειάς, όχι μόνο δεν ανταμείβονται για το πρωτότυπο ερευνητικό τους έργο, αλλά αναγκάζονται να επιβιώνουν με αμοιβές «πείνας».
Οι μισθοί των Πανεπιστημιακών στην Ελλάδα είναι ασύγκριτα χαμηλότεροι από τους μισθούς των πανεπιστημιακών σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες. Οι απολαβές αυτές δεν αντιστοιχούν ούτε στα προσόντα των καθηγητών του Πανεπιστημίου, ούτε βέβαια στο προσφερόμενο έργο. Αναδεικνύουν περίτρανα το πώς η κυβέρνηση αντιλαμβάνεται την αξιοκρατία και πώς ιεραρχεί τις προτεραιότητές της. Πρόκειται για απαξίωση του Πανεπιστημίου, των λειτουργών του, αλλά και της ίδιας της γνώσης. Όλα αυτά οδηγούν, νομοτελειακά, στην ενίσχυση του λεγόμενου «brain drain», της φυγής, δηλαδή, χιλιάδων νέων επιστημόνων στο εξωτερικό.
Όπως γίνεται αντιληπτό, καθίσταται απαραίτητη, η ενίσχυση της σύνδεσης των Ιδρυμάτων με την αγορά εργασίας και τον ιδιωτικό τομέα και η διαμόρφωση ενός στρατηγικού σχεδίου με δέσμευση τόσο της Πολιτείας όσο και των Ιδρυμάτων σχετικά με τη χρηματοδότηση της έρευνας των υποψηφίων διδακτόρων αλλά και του συνόλου των ερευνητών. Χρηματοδότης της έρευνας πρέπει να είναι το κράτος και το πανεπιστήμιο και όχι η οικογένεια. Κανείς νέος υποψήφιος διδάκτορας δεν πρέπει να μένει χωρίς υποτροφία ή πρόγραμμα. Επίσης, τα προγράμματα πρέπει να δίνονται κατά προτεραιότητα στους μεταπτυχιακούς ερευνητές του ιδρύματος και όχι σε "αόρατους" επιστημονικούς συνεργάτες των οποίων η τύχη αγνοείται. Ακόμη, καθίσταται απαραίτητη η κινητροδότηση για τη συμμετοχή των Ιδρυμάτων στις διεθνείς αξιολογήσεις, με ταυτόχρονη μέριμνα της Πολιτείας για τη λήψη μέτρων που ενθαρρύνουν τη θέση τους στη διεθνή κατάταξη ώστε να εξασφαλίζονται περισσότερα προγράμματα για τους ερευνητές των πανεπιστημίων.
Τέλος, παρόλο που οι Πανεπιστημιακοί λαμβάνουν κοινοτικούς πόρους, ίσως πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα της νέας κυβέρνησης η επανεξέταση των απολαβών τους, ιδίως των λεκτόρων, οι οποίες είναι κατά πολύ χαμηλότερες από τις μέσες απολαβές ενός ανειδίκευτου εργάτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες δεν αντιστοιχούν ούτε στα προσόντα αλλά ούτε και στο προσφερόμενο έργο τους.
*Ο κ. Δημήτρης Μπούκας είναι Διδάκτωρ Πολυτεχνείου Κρήτης.