Κάτι τα επετειακά της Παλιγγενεσίας, κάτι η ένταση των ελληνοτουρκικών σχέσεων που αύξησε το ενδιαφέρον για την πορεία των εθνικών θεμάτων, κάτι η υπαρξιακή κρίση που έχει προκαλέσει παγκοσμίως η πανδημία, όλο και περισσότεροι διαμορφωτές της κοινής γνώμης βγήκαν τις μέρες που μας πέρασαν προς άγρα μιας μεγάλης ιδέας ικανής να εμπνεύσει τα πλήθη και να αποτελέσει το μέτρο με το οποίο θα μπορούσαν ταυτόχρονα να αξιολογηθούν οι εθνικές επιδόσεις και να προσδιοριστούν οι εθνικοί στόχοι.
Και μόνον το ότι εκφράστηκε μια τέτοια ανάγκη σημαίνει στην πραγματικότητα ότι υπάρχει η αίσθηση ενός μεγάλου κενού. Και για να το πω διαφορετικά, σημαίνει ότι υπάρχει η αίσθηση ότι η χώρα βρίσκεται στο κενό. Και αυτό παρά το γεγονός ότι, εξ όσων τουλάχιστον παρακολούθησα, οι περισσότεροι των δημοσίως παρεμβαινόντων αποτιμούν θετικά τον απολογισμό των 200 ετών που παρήλθαν από τότε που κάποια αποφάσισαν ότι η Ελλάδα θα είχε μια καλύτερη μοίρα ως ανεξάρτητο Κράτος παρά ως επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Και είναι αλήθεια ότι την πρώτη μεγάλη ιδέα, που ήταν η κατάκτηση της Ανεξαρτησίας, την πραγματοποιήσαμε, έστω και αν έμεινε εκτός του αρχικώς ανεξάρτητου κράτους το μεγαλύτερο και, ας μου επιτραπεί να πω, καλύτερο κομμάτι του Ελληνισμού.
Άλλωστε ακόμα πληρώνουμε αυτόν τον ακρωτηριασμό. Γιατί, όπως έμελλε πλειστάκις να αποδειχθεί, άνευ εθνικής αστικής τάξης η εθνική ολοκλήρωση ήταν αδύνατο να επιτευχθεί. Όπως ήταν αδύνατο να επιτευχθεί η ολοκληρωμένη ανάπτυξη, η απεξάρτηση από διεθνείς κηδεμονίες, η λύτρωση από τα κουσούρια που άφησαν οι τέσσερις και πλέον αιώνες ιστορικού, κοινωνικού και πολιτισμικού βίου όχι απλώς στο περιθώριο, αλλά στον αντίποδα της Δυτικής Ευρώπης.
Η τελευταία υπήρξε για τους περισσότερους, κατά το μεγαλύτερο διάστημα της ελληνικής ιστορίας, πρότυπο. Όχι όμως βίωμα. Εξ ου και το ελληνικό εύρημα της «καθ' ημάς Ανατολής» που μας κράτησε εθνικά ζωντανούς, ως ένα βαθμό και υπερήφανους, αλλά ταυτόχρονα μας έκανε ως επί το πλείστον νοοτροπιακά σχιζοφρενικούς. Άλλωστε ακόμα και σήμερα παραμένουμε αμήχανα δίβουλοι μπροστά στο ερώτημα, που ευτυχώς δεν έχει τεθεί δημοσκοπικά, αν προτιμάμε "το φέσι του Τούρκου ή την τιάρα του Πάπα".
Παρόλα αυτά καταφέραμε, χωρίς να το πολυκαταλάβουμε, κάτι πολύ ενδιαφέρον: να μετατρέψουμε τον αλυτρωτισμό σε κινητήρια δύναμη που λίγο αργότερα ονομάσαμε «Μεγάλη Ιδέα». Πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα να ξέρουμε τι θέλουμε και πού πάμε στα εκατό πρώτα χρόνια της ιστορίας του νεοελληνικού κράτους. Μετράγαμε στρατιωτικές νίκες και ήττες και επιτυχίες ή αποτυχίες σε τετραγωνικά χιλιόμετρα επέκτασης ή συρρίκνωσης του εθνικού μας χώρου.
Τουλάχιστον μέχρι την μικρασιατική καταστροφή. Που άνοιξε μεν ένα μεγάλο εθνικό τραύμα, αλλά και ένα νέο παράθυρο στον έξω κόσμο. Από το οποίο επρόκειτο να μπει πολύ φως. Και από αυτό το φως γεννήθηκε μια ολόκληρη γενιά που άφησε πίσω της ό, τι πιο γόνιμο είχε μέχρι τότε παραχθεί στις τέχνες, τα γράμματα και τον στοχασμό για την ελληνικότητα, τον ελληνισμό και την ταυτότητά του.
Χωρίς τους πρόσφυγες ο επαρχιωτισμός θα παρέμενε κυρίαρχος και οι όροι εργατικότητα, επιχειρηματικότητα, προοδευτικότητα, δημιουργικότητα και ικανότητα θα είχαν μείνει φτωχότεροι. Και ίσως στην πολιτική ζωή να μην είχε ποτέ ριχτεί ο σπόρος του ριζοσπαστισμού. Δεν μπόλιασε μόνον την εγχώρια Αριστερά. Μπόλιασε και τον ελληνικό αστισμό.
Αν από το μπόλιασμα αυτό (ξανα)φούντωσε ο εθνικός διχασμός, άλλο τόσο αναγεννήθηκε και ο πατριωτισμός. Πήρε μορφές αδελφοκτόνες. Απέκτησε όμως ένα νόημα πολύ πιο μεστό από αυτό που θα είχε αν η εθνική αντίσταση στους γερμανούς κατακτητές δεν είχε μεσολαβήσει ξαναδίνοντας στην Ελλάδα έναν ρόλο διεθνούς αναφοράς. Είτε κατά την διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Είτε στην διάρκεια του ψυχρού πολέμου που ακολούθησε με την τύχη της χώρας να αποτελεί επίδικο διεθνούς ενδιαφέροντος. Έστω και προς επιβεβαίωση της στρατηγικής της θέσης.
Ούτως ή άλλως την θέση της στην ιστορία του πολιτισμού την είχε κερδίσει χάριν και των αρχαίων και των βυζαντινών κατοίκων της. Την θέση και το στίγμα της, όμως, στον σύγχρονο κόσμο δεν την είχε αποσαφηνίσει. Το έκανε μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας της το 1974 που συνοδεύτηκε από τα πάθη της μεταπολίτευσης. Μόνο που τα πάθη αυτή την φορά ήταν πιο παραγωγικά. Τουλάχιστον μέχρις ότου έμειναν μόνον τα διχαστικά και τα προσωπικά και όχι και αυτά που έδιναν στις πολιτικές συγκρούσεις την ποιότητα των διαφορών ουσίας περί του εθνικού και του γενικού συμφέροντος.
Εκείθεν άρχισε να χάσκει το κενό η πλήρωση του οποίου συνιστά σήμερα ένα μέγιστο πράγματι διακύβευμα. Αφού η ύπαρξή του και πολύ περισσότερο η διεύρυνσή του αποτελεί καθοριστικό ανασχετικό παράγοντα για την ενεργοποίηση των ανακλαστικών και την κινητοποίηση κοινωνικών δυνάμεων που, αν δεν ενεργοποιηθούν, θα οδηγήσουν αργά ή γρήγορα σε εθνικό μαρασμό. Και μάλιστα σε μια εποχή κοσμογονικών προκλήσεων.
Ως ένα βαθμό πρόκειται για κενό αντίστοιχο σε εθνική κλίμακα με αυτό που αισθάνεται ένας δραστήριος άνθρωπος όταν βγαίνει στην σύνταξη έχοντας εκπληρώσει τα όνειρα που έκανε για την ζωή του. Και δεν είναι τυχαίο ότι το κενό άρχισε να εμφανίζεται μετά την επίτευξη του στόχου της ένταξης της χώρας στον σκληρό πυρήνα της ευρωζώνης.
Από εκεί και πέρα η χώρα βρίσκεται σε διαρκή αναζήτηση αναζωογονητικού οράματος ωσάν με την ενσωμάτωσή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση να είχε ολοκληρωθεί η αποστολή της και την τύχη της να είχε αναλάβει αυτόματος πιλότος.
Προς στιγμήν έγινε η απόπειρα της υποκατάστασης των ιδεολογικών οραμάτων της προηγούμενης περιόδου με ένα σχέδιο για τον οικονομικό και κοινωνικό εκσυγχρονισμό του τόπου. Και εν συνεχεία με την προσδοκία ότι η τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 θα αποτελούσε την απαρχή μιας εθνικής απογείωσης μακράς διαρκείας.
Ούτε η πρώτη ευοδώθηκε. Ούτε η δεύτερη διήρκεσε. Έπεσαν στα βράχια του νεοπλουτισμού, της ασυνέπειας και της ασυνέχειας, που αποτελούν από τις σοβαρότερες ελληνικές παθογένειες των νεότερων χρόνων. Και ύστερα ήρθαν οι μέλισσες του ωχαδερφισμού, του λαϊκισμού και της μνημονιακής φτωχοποίησης που έδωσαν την χαριστική βολή τόσο στην κοινωνική όσο και στην ιδεολογική συνοχή της χώρας.
Η μεγαλύτερη ευκαιρία που δόθηκε από συστάσεως ελληνικού κράτους να σχηματιστεί στην χώρα μια δυναμική, συνειδητή, ηγεμονική, εθνική μεσαία αστική τάξη αμβλώθηκε. Και η προσδοκία να γίνει η παιδεία πεδίο αριστείας και η ανάπτυξη υπόθεση ενός εθνικού επιχειρηματικού πρωταθλητισμού ματαιώθηκε μαζί με την προσδοκία να συνεχίσει η Ευρώπη να δίνει μαθήματα ηγεσίας, παραδείγματα καλών πρακτικών και δείγματα κοινωνικής προστασίας και κοινοτικής αλληλεγγύης.
Ήταν από τις μεγαλύτερες ιστορικές ατυχίες να μπαίνει η Ελλάδα στην ευρωπαϊκή σκηνή όταν αποχωρούσαν από αυτήν οι τελευταίοι οραματιστές ηγέτες της. Τα υπόλοιπα τα ανέλαβε η οικονομική κρίση και ό,τι απέμεινε από αυτήν η υγειονομική.
Πάλι καλά που μετά από την εμφάνιση της τελευταίας προέκυψε τουλάχιστον η συναίνεση περί της ανάγκης να μπει στο ντουλάπι η συνταγή της αποσύνθεσης που υπήρξε για την Ευρώπη, η συνθήκη του Μάαστριχτ. Ίσως με αυτό το πιο ελπιδοφόρο βήμα προς την κατεύθυνση μιας πιο λειτουργικής ενοποίησης να αναπτερωθεί και το πτοημένο ηθικό των ευρωπαϊκών λαών.
Δεν είναι πλέον η ευρωπαϊκή ενοποίηση ένας στόχος που μπορεί να εμπνεύσει ενθουσιασμό στους δικαιολογημένα απογοητευμένους από τις επιδόσεις της πολιτικής Ένωσής τους ευρωπαίους. Είναι, όμως, για τους Έλληνες μια ακόμα ευκαιρία που τους δίνεται για να κερδίσουν τις ευκαιρίες που έχασαν τα προηγούμενα χρόνια. Όχι μόνον γιατί τα λεφτά του Ταμείου Ανασυγκρότησης είναι αρκετά για να ρεφάρουν, αν φερθούν έξυπνα, τις χασούρες των μνημονιακών και πανδημικών χρόνων. Αλλά κυρίως γιατί μπορούν με αυτά να θρέψουν τον πατριωτισμό που κατά τα άλλα, ευτυχώς, φροντίζουν οι Τούρκοι του Ερντογάν να τονώνουν σε μια περίοδο που σίγουρα θα τους χρειαστεί για να σταθούν στο ύψος των προκλήσεών τους.
Το μόνο που θα χρειαστούν επιπλέον είναι το πάθος. Το οποίο όμως δεν τους έλλειψε ποτέ. Αρκεί να βρίσκονται στη θέση τους οι ηγεσίες που ξέρουν να το εμπνέουν.