Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Τις προηγούμενες ημέρες διακινήθηκε ξανά το απόκομμα εκείνης της εφημερίδας του 1922, που αναφέρεται στις αντιδράσεις των κατοίκων τού Κιούπκιοϊ (μετέπειτα μετονομάστηκε σε Πρώτη Σερρών) ενόψει της εγκατάστασης εκεί αριθμού προσφύγων από τη Μικρά Ασία.
Ας το διαβάσουμε άλλη μία φορά, δεν είναι κακό:
Θα ήθελα πολύ να μπορούσαμε για λίγο να 'ρθούμε στη θέση μιας από αυτές τις οικογένειες των προσφύγων.
Φανταστείτε, δηλαδή —δεν είναι κόπος—, να έχεις αφήσει το σπίτι σου και τη βολή σου ουσιαστικά την τελευταία στιγμή, καθώς πολλοί δικοί σου απλώς δεν τα κατάφεραν: τους κατέσφαξαν οι άτακτοι, έπεσαν από τα βράχια, πνίγηκαν σε αφρισμένα ποτάμια, ή απλώς ήταν άρρωστοι όταν αποφάσισαν να φύγουν και ξεψύχησαν κάπου στα μισά του δρόμου, με τη σκέψη τους σ' αυτό που άφηναν πίσω.
Φανταστείτε να έχεις μπει σε ένα καράβι που διασχίζει για δέκα ή και είκοσι ώρες μια θάλασσα άγνωστη και αγριεμένη, σαλιώνοντας στο στόμα σου όλο το βράδυ ένα κομμάτι γαλέτα για να κάνεις πως ξεχνιέσαι. Δίπλα σου, κλαίνε, βογκούν και χαροπαλεύουν συγγενείς, παιδιά, γείτονες, ξένοι, κάποια ζωντανά. Εσύ είσαι ο τυχερός. Εσύ και η οικογένειά σου. Γλίτωσες, άγνωστο πώς, από του Χάρου τα δόντια και βρίσκεσαι πια σε καλά χέρια. Κάπου θα σε πάνε, κάπως θα σε φροντίσουν, και κουτσά-στραβά θα ξεκινήσεις πάλι από την αρχή.
Και τώρα φανταστείτε να έχεις επιλεγεί, λέει, για να πας σ' αυτό το Κιούπκιοϊ. Δεν ξέρεις πού και τι είναι, αλλά δεν μπορεί παρά να 'ναι μια αρχή. Άλλη μια αρχή, άλλη μια ευκαιρία. Δηλαδή, κακά τα ψέματα: ένας Παράδεισος. Κι έτσι, όταν το βράδυ κάποια στιγμή φτάνεις, κι είναι εκεί υπηρεσίες και οργανώσεις και σου έχουν ετοιμάσει συσσίτιο και μια σκηνή να μπεις από κάτω και να κοιμηθείς —γιατί έχεις να κλείσεις μάτι πάνω από βδομάδα, και πια δεν αντέχεις—, το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να σκύψεις όλος μέχρι το χώμα, να γονατίσεις και να το φιλήσεις. Και να το ποτίσεις και με δυο δάκρυα.
Κι έπειτα νά που έρχεται η νύχτα —φανταστείτε—, και σώνεται λίγο-λίγο κι αυτή, και έχει πάρει πια να χαράζει: έχει πάρει να έρχεται εκείνη η άχαρη, κακιά ώρα. Και είναι τότε που ακούς κάτι ψιθύρους και σουρσίματα έξω από το αντίσκηνο το δικό σου και έξω από τα υπόλοιπα. Μέχρι να το καταλάβεις, η σκηνή σου έχει αρπάξει από ένα αναμμένο στουπί, και πρέπει να πεταχτείς έξω πριν λαμπαδιάσει ολόκληρη, και λαμπαδιάσεις κι εσύ.
Αλλά όχι. Κάπου εκεί, παίρνεις κι εσύ φωτιά, ή το παιδί σου, ή η γυναίκα σου, ή το σκυλί σου που το 'φερες κι αυτό από κει πέρα μακριά, για να μην ψοφήσει μόνο, γιατί είναι κι αυτό κομμάτι απ' την καρδιά σου.
Φανταστείτε τα όλα αυτά, και φανταστείτε πως συμβαίνουν κοντά έναν ΑΙΩΝΑ πριν από σήμερα, το '22, και σε μια εποχή που ουσιαστικά ήταν ολόκληρη ένας πόλεμος: ένας πόλεμος που βαστούσε ήδη πολλά χρόνια και που είχε πολλά-πολλά χρόνια ακόμη μπροστά του. Συνολικά, μιλάμε για έναν πόλεμο που βάστηξε πάνω από μισό αιώνα, από το 1897 ώς το 1949.
Και φανταστείτε τώρα ότι σήμερα, σε καιρό ειρήνης στον τόπο υποδοχής (για να μην πούμε ευωχίας, ακόμη και παρά την Κρίση), όλα αυτά επαναλαμβάνονται σχεδόν βήμα το βήμα — έστω, αφήνοντας απέξω, προσώρας, τις επιθέσεις με τα στουπιά και τα κουμπούρια. Και φανταστείτε ακόμη πόσα τέτοια Κιούπκιοϊ υπάρχουν σ' αυτό τον τόπο υποδοχής: χίλια; δυο χιλιάδες; εκατό χιλιάδες; Και φανταστείτε τέλος ότι είναι οι ίδιοι άνθρωποι αυτοί (δηλαδή: ΕΙΜΑΣΤΕ οι ίδιοι άνθρωποι) που αντιδρούν (που αντιδρούμε) στο πιθανό άνοιγμα ενός κέντρου απεξάρτησης στη γειτονιά μας, ή μιας χωματερής κάπου έξω από το χωριό μας.
Δεν κάνει να ονειροβατούμε: ο άνθρωπος, ένα σακί εγωιστικών γονιδίων και τίποτ' άλλο (αυτό είμαστε και ας το πάρουμε χαμπάρι για να μην αξιώνουμε και πολλά), δεν είναι βέβαια εύκολο ν' αλλάξει μέσα σε εκατό χρόνια. Ούτε μέσα σε χίλια. Αυτά τα Κιούπκιοϊ πάντα θα αντιδρούν. Οι κάτοικοί τους (ΕΜΕΙΣ) πάντα θα γλιστράμε το χάραμα με τα μάτια μας σκοτεινιασμένα.
Λοιπόν, εκεί είναι που οφείλουν να επιβάλλονται με πυγμή οι Αρχές.