«Μήπως αυτή η μονομέρεια της ελληνικής οικονομίας να στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στον τουρισμό, έφτασε στα όρια της;». Ωραίες σκέψεις σοβαρών ανθρώπων, με αφορμή την απρόσμενη κρίση. Τα γράφει τακτικά και ο Θανάσης Μαυρίδης στα άρθρα του. Μήπως να προσανατολιστούμε και κάπου αλλού πέραν του ήλιου, της θάλασσας και του τζατζικιού; Να φτιάξουμε βρε αδερφέ και κανένα εργοστάσιο.
Ναι, ναι, οπωσδήποτε. Ήρθε ο ιός και μέσα σε πενήντα μέρες θα γκρεμίσει θέσφατα, χούγια και βεβαιότητες μισού αιώνα. Για κάποιο περίεργο λόγο, αυτή η χώρα μετά το 1970 μίσησε την βιομηχανία. Σταδιακά έκλεισε όσες μονάδες είχαν ανοίξει το 1950 και το 1960, ενώ εφηύρε όσα περισσότερα εμπόδια μπορούσε για να μην υπάρξουν καινούριες. Από το κράτος και τις περιβαλλοντολογικές γκρούπες μέχρι τον τελευταίο συνδικαλιστή και καφενόβιο αυτού του τόπου, επιδοθήκαμε όλοι στην ευγενέστατη άμιλλα της παρεμπόδισης και εξοβελισμού της μεσαίας και βαριάς βιομηχανίας.
Κοινός εχθρός όλων μας η προστιθέμενη αξία. Δεν την γουστάραμε. Ήταν ρυπογόνα. Και καρκινογόνα. Βρώμιζε ποταμούς και θάλασσες. Υποβάθμιζε οικιστικές περιοχές. Δημιουργούσε μεγάλη όχληση στους περιοίκους. Έδιωχνε τα πετεινά του ουρανού, τις καρέτα-καρέτα και τις μονάχους-μονάχους της θάλασσας. Ήταν αισχρή από κάθε άποψη, φορέας του απαίσιου μικρόβιου του κέρδους. Και γι’ αυτό την εξοβελίζαμε σιγοτραγουδώντας σε κάθε συναυλία το «εκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντα κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο, τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο.»
Άντε τώρα να τα βάλεις με τον Γκάτσο και τον Χατζηδάκη. Που όλα τα υπόλοιπα που μας προέτρεψαν τα γράψαμε στα μέζεα μας, αλλά την «Περσεφόνη» τους την πήραμε τοις μετρητοίς. Βεβαίως, ούτε το φλισκούνι, ούτε την άγρια μέντα εκμεταλλευτήκαμε, τα εισάγαμε κι αυτά σε φακελάκια πολυτελείας από την Ευρώπη για να φτιάχνουμε τα ροφήματα μας. Αφήστε που για να αγοράσουμε ένα γιαπωνέζικο παπάκι για τον έφηβο του σπιτιού, έπρεπε να μαζέψουμε και να εξάγουμε ίσα με εκατό φορτηγά φλισκούνι και λίγα λέω. Άνισα τα μεγέθη. Αλλά πάλι, εμείς δεν θέλαμε να γίνουμε χωριάτες που παζαρεύουν τσιμέντα. Προτιμούσαμε να γίνουμε πρωτευουσιάνοι που πουλάνε σουβενίρ στο τουρισταριό. Δεν θέλαμε φάμπρικες με φουγάρα. Ήταν εστίες εκμετάλλευσης του προλεταριάτου μας από το μεγάλο κεφάλαιο.
Ενώ ξενοδοχεία θέλαμε. Λες και τα εκατομμύρια τόνοι τσιμέντου που καταπλάκωσαν τις ακτές μας για να σηκωθούν δωμάτια, δεν ξεπάστρευαν το φλισκούνι, την μέντα, την μολόχα και την μουχρίτσα. Τα άφηναν να φύονται ελεύθερα δίπλα στις χλωριωμένες πισίνες. Εργάτες δεν θέλαμε να γίνουν τα παιδιά μας, γκαρσόνια όμως ευχαρίστως. Λες και οι ξενοδόχοι δεν εκμεταλλεύονται την υπεραξία των ξενοδοχοϋπαλλήλων τους, ούτε οι ταβερνιάρηδες των μαγείρων και των λαντζέρηδων τους, μόνο οι εργοστασιάρχες πίνουν το αίμα των εργατών τους.
Τέλος πάντων, καλή είναι κάθε δημιουργική συζήτηση λόγω της κορονοσυγκυρίας που έκλεισε φέτος τα ξενοδοχεία μας, όμως μην ακούω και χαζά ότι η πανδημία θα μας μετατρέψει σε βιομηχανική ή υπερτεχνολογική χώρα. Ευτυχείς να είμαστε αν μερικά ελληνικά εργαστήρια καταφέρουν να ξαναφτιάξουν απολυμαντικά για να πλένουμε τα χέρια μας κι αν ο Πιερρακάκης βάλει καμιά δεκαριά ακόμα πιστοποιητικά στο gov.gr ώστε να μην τρέχουμε στα ΚΕΠ και στα ληξιαρχεία. Κέδρος θα ναι, αλλά ως εκεί.
Συμπαθάτε με για την απαισιοδοξία, αλλά δεν έχω και μεγάλη εμπιστοσύνη στην διάρκεια και στην μεταρρυθμιστική αποτελεσματικότητας της νέας μας εθνικής αυτοπεποίθησης που πρόκυψε από την ορθή διαχείριση της κρίσης του κορονοϊού. Ίσως να φταίει η κλεισούρα που με ρίχνει στα τάρταρα, ίσως το φλισκούνι και η άγρια μέντα που ανθίζουν αυτή την εποχή και μου φέρνουν διάφορες αλλεργίες της άνοιξης που μου τσακίζουν τα νεύρα…